Εκείνη η
Σαρακοστή του 2003, πόσο διαφορετική του φαινόταν από όλες τις προηγούμενες. Όλους
τους ένιωθε αδέλφια του. Μια περίεργη αίσθηση, που κορυφωνόταν κάθε φορά που
έβγαινε στην πολύβουη πόλη, στο κέντρο της Αθήνας και ανακατευόταν με τους
ανθρώπους που όλο κάτι κυνηγούσαν. Του άρεσε να παρατηρεί τα πρόσωπά τους και προσπαθούσε
να βάζει έναν καλό
λογισμό για όλους τους. Ήθελε να γινόταν, όλοι αυτοί οι πολυμέριμνοι άνθρωποι,
να βίωναν αυτές τις τόσο ξεχωριστές μέρες, έστω για ελάχιστα όπως εκείνος.
Αυτό το απερίγραπτο με λέξεις αίσθημα της χαρμολύπης, της θυσιαστικής αγάπης το
σκίρτημα, του φιλότιμου αγώνα το πνεύμα μέσα στο στάδιο των αρετών. Την ελπίδα
για την Νίκη της αληθινής Ζωής, την ζωογόνο αποκαραδοκία της Ανάστασης.
Ήθελε να γινόταν σε όλες αυτές τις βιαστικές και αγχωμένες μορφές τους,
να ζωγράφιζε ο Κύριος της μετανοίας τα ανόθευτα τα χρώματα, να τις αυλάκωνε με
δάκρυα λύτρωσης για της επιστροφής την μεγάλη και υπέρλογη τούτη γιορτή! Μα πάντα
κάτι τον προσγείωνε και του χαλούσε την κατανυκτική διάθεση.
Άνθρωποι
ανυποψίαστοι, νεκροζώντανοι όπως τους ονόμασε ο Κύριος στο Ευαγγέλιό Του, που
γι’ αυτούς άλλη μια μέρα απ’ τις πολλές ξημέρωσε, να συνεχίσουν να βλάπτουν με
έργα και με λόγια του Χριστού την πανίερη φήμη. Τα σκεφτόταν όλα τούτα σαν
περνούσε έξω από τον Άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής και έφερνε στο μυαλό του
τον Γέροντα Πορφύριο
και ένα περιστατικό από τον βίο του, μόλις εδώ ξεκινούσε να λειτουργεί
μια Κυριακή και
από απέναντι το μαγαζί με τους δίσκους, άρχισε δυνατά στη διαπασών να ακούγονται τραγούδια! Θορυβήθηκε
στην αρχή ο Άγιος και βγήκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά εισέπραξε χλεύη, ειρωνεία και
ασέβεια!
Μα ύστερα
από λίγο τον φώτισε ο Κύριος να καταλάβει, πως τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει από
την αγάπη και την Κοινωνία του Χριστού μας, μόλις το είναι μας δίνεται σε
Εκείνον ολοκληρωτικά! Μακάρι
να τα κατάφερνα και εγώ όπως και εσύ Γέροντα! σκεφτόταν, να μην νοθεύει
τίποτα και κανείς τούτη την άγια κατάνυξη μέσα στην πορεία της Σαρακοστής! Σήμερα εδώ στο
εκκλησάκι της πολυκλινικής, τον έβγαλε το δρομολόι του, να ξεκινήσει τον
ευλογημένο του συχνό περίπατο
στις λατρεμένες του
Εκκλησιές στο
κέντρο της Αθήνας. Άνοιξη ξανά! Ακόμα και σε αυτό το απέραντο γκρίζο και στο
καυσαέριο, μπορεί
να λουλουδίσει και να ευωδιάσει
της πίστης ο ανθός!
Συνήθιζε
τούτην την ιερή περιπλάνηση μόλις έβρισκε λοιπόν ευκαιρία. Και είχε τόσους
προορισμούς ευλογημένους να επισκεφτεί. Είχε συμβεί κάποιες μέρες να τα
καταφέρει να περάσει από όλους! Και έλεγε μετά: Έκανα τον γύρο της Βυζαντινής Αθήνας! Στην
Καπνικαρέα, στην Χρυσοσπηλιώτισσα και στην γειτόνισσά της την Αγιά
Παρασκευούλα, στην Αγία Σωτείρα του Κοττάκη στην Κυδαθηναίων, στην Αγία
Αικατερίνη, στην Κοίμηση τη Ρόμβη και στον Αη Νικόλα Ραγκαβά, στους Αγίους Θεοδώρους
της Κλαυθμώνος, στους
Ασωμάτους Αγίους του Θησείου, στους Ιαματικούς Αναργύρους του Ψυρρή…
Σε όποιες
συναντούσε ανοιχτές, έμπαινε
μέσα, άναβε δυο κεριά, ένα για ζώντες και ένα για κοιμηθέντες και άφηνε και ονόματα
κυρίως κεκοιμημένων να μνημονεύονται στην Λειτουργία και στις παρακλήσεις. Πόσο
τον ανάπαυε τούτη η συνήθεια που η γιαγιούλα του η Σπυριδούλα, του είχε σπείρει
από μικρό παιδάκι που ήταν. Τον φώναζε ακόμα και τώρα που μεγάλωσε στο σπίτι
της μεσημέρια
του Σαββάτου και παραμονές των μεγάλων γιορτάδων και τον έβαζε να γράφει ονόματα στο
ψυχοχάρτι για
το πρόσφορο. Πάντα καινούριο έδινε και δεν μπορούσε να καταλάβει όλους εκείνους
που τα δίνουν έτοιμα και φωτοτυπημένα! Θέλει και λίγο τον κόπο μας ο Θεός έλεγε η
γερόντισσα! –Γράφε
παιδάκι μου, αχ συγχώρα με που συνέχεια σε κουράζω τόσα χρόνια από μικρούλι, μα
βλέπεις εκείνους τους καιρούς που γεννήθηκα στην Σαντορίνη, πριν 70 τόσα
χρόνια, τα κορίτσια δεν τα στέλνανε σχολείο! Μέναν αγράμματα τρομάρα μου! Γι’ αυτό
λοιπόν σε φωνάζω εσένα τόσα χρόνια γιέ μου! Γράψε τον παππούλη σου που
χεις το όνομά του, γράφε …γράφε και την Ρηνούλα μου παιδάκι μου ποτέ μην την
ξεχνάς και τον άντρα της τον Γιάννο!
Κάποτε που έγραφε, θα ’ταν
δεν θα ’ταν στα δέκα τότε ο Αριστομένης, σταμάτησε για λίγο και την ρώτησε: Ποιοι είναι
αυτοί καλέ νονά -έτσι
την φώναζε την γιαγιούλα του μιας και εκείνη τον βάπτισε- που συνέχεια
με βάζεις και τους γράφω; Συγγενείς μας ήταν; -Μόνο συγγενείς,
αδέλφια μου ήταν! -Είχες εσύ αδελφούς, Ειρήνη και Ιωάννη; ρώτησε τότε
ο μικρός με έκπληξη. -Εννοώ πως τόσο πολύ τους αγαπούσα και τους νοιαζόμουνα,
που πάντα έτσι τους ένιωθα, σαν αδέλφια μου!
Πριν τον
μεγάλο πόλεμο, ήρθαμε στον Πειραιά και μέναμε στην Καλλίπολη σε μια γειτονίτσα
κοντά στην Αγία Παρασκευή. Εκεί γέννησα και την μάνα σου! Ήταν ωραία τότε!
Φτώχεια μαύρη, δύσκολη ζωή, αλλά ψυχές καθαρές, στον Θεό δοσμένες! Σε μια
διπλανή αυλή σε ένα καμαράκι, ζούσε η Ρηνούλα με τον Γιάννο τον άντρα της. Κρητικοί
και οι δυο, δεν είχαν παιδιά, πιο φτωχοί κι απ τους φτωχούς, μα πάντα με το χαμόγελο
και τον γλυκό τον λόγο. Μια σταλίτσα γυναίκα ήταν το Ρηνάκι μου! Περήφανοι
άνθρωποι, αγνή περηφάνια όχι του εγωισμού! Κοίταζαν να δίνουν περισσότερο παρά
να παίρνουν! Μα κι η φτώχεια τους αλύπητη! Έκανε όποτε έβρισκε κανένα μεροκάματο
στο λιμάνι ο Γιάννος, μα έτσι αδύνατος που ήταν όλο αρρώσταινε! Της έδινα ό,τι
είχα και εγώ και ο παππούς σου ο συγχωρεμένος που ήταν πολύ σπλαχνικός και
ελεήμων … Λίγα
τρόφιμα, κανένα ρουχαλάκι ζεστό, που και που την έστελνα και σε κανένα δικό μου
θέλημα, να μου ψωνίσει ή να μου ράψει τίποτα, γιατί αλλιώς δεν άπλωνε να πάρει
χρήματα! Μα μήπως κράταγε και τίποτα; Πάντα φρόντιζε και έβρισκε τρόπο να μας
ανταποδώσει το καλό απ’ το υστέρημά τους! Είχε και κάτι κοτούλες και όλο μας έφερνε
φρέσκα αυγά και μας άφηνε! Χρόνια πολλά κυλήσαν δίπλα-δίπλα! Σε χαρές, σε
στερήσεις, σε λύπες! Αχ το Ρηνιώ μου! Γι’ αυτό σου λέω παραπάνω από αδέλφια!
Μετά που
φύγαμε από εκεί κοιμήθηκαν ξαφνικά ο ένας μετά τον άλλον, πρώτα ο Γιάννης μετά
η Ρηνούλα, λίγο μετά τον Παππού σου το 1963! Στα άγια να ’ναι οι ψυχές
όλων τους!
Τα σκεφτόταν
όλα τούτα κάθε φορά που έγραφε τα ονόματά τους. Τώρα δεν χρειαζόταν την υπενθύμισή της.
Μα σαν να ’χε την φωνή της νονάς του, να του θυμίζει μαζί με τα πεθαμένα
του, τους δούλους του Θεού Ειρήνη και Ιωάννη! Δεν είχαν κανέναν δικό τους
αφήσει πίσω! Γι’ αυτό ένιωθε πάντα το χρέος το ιερό, να τους
μνημονεύει σχεδόν καθημερινά, μυστικά, δίχως να το γνωρίζει κανείς, ακόμα και τώρα που στα γεράματά της η νονά
αραίωσε τα πρόσφορα και δεν τον φωνάζει πλέον τόσο συχνά για να γράψει ονόματα.
Ήταν κι αυτοί μέσα σε μια ομάδα κεκοιμημένων ανθρώπων που έφυγαν μονάχοι… Εκείνους
που ο ίδιος τους αποκαλούσε ορφανές
ψυχούλες!
Ξημέρωσε
Παρασκευή του Ακαθίστου του 2003. Σήμερα είχε το πρωινό του ελεύθερο να κάνει
ολόκληρη την περιήγησή
του στις αυλές του Κυρίου, τις τόσο αγνοημένες από τον σύγχρονο Αθηναίο. Να
θυμηθεί και όλες τις ορφανές ψυχούλες λίγο πριν και τα 24 εφύμνια των Χαιρετισμών
προς την Κυρία Θεοτόκο, αντηχήσουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας.
Μα πριν είχε
σκοπό να επισκεφθεί την νονά του να την καλημερίσει, να πάρει και την ευχή της. Δεν
είχε να κάνει και πολύ δρόμο. Μια μεσοτοιχία τους χώριζε εξάλλου! Την βρήκε μαζί
με την μάνα του να ετοιμάζει, τον γνωστό την Σαρακοστή, ταχινοκαφέ της! Στάθηκε
και την καμάρωνε! Ενενήντα χρονών. Ακόμα στα πόδια της! Πάντα υπομένοντας και
αυτή αγνά περήφανη να μην δυσκολέψει κανέναν. Το μόνο που ζητούσε καμιά φορά
και τους αγγάρευε ήταν το να
της αγοράζουν με δικά της χρήματα τρόφιμα, ζακέτες, πλεκτά, κάλτσες
και φανέλες
δήθεν για την ίδια.
Μετά από λίγες
μέρες πάλι το ίδιο ζητούσε!
-Μα καλά βρε
νονά της έλεγε... Ξανά μακαρόνια και ζάχαρες και κονσέρβες... πότε τα έφαγες;
Τα καινούρια ρούχα που χάθηκαν;
Μετά
καταλάβανε ότι τηλεφωνούσε και ερχόταν μια φίλη της και τα μετέφερε σε φτωχούς
αναγκαιμένους που γνώριζε! Όπως τότε στην Καλλίπολη…
Δεν τον είχαν
προσέξει που μπήκε και μιλούσε η νονά δυνατά στην μητέρα
του!
-Άμα σου πω
ποιαν είδα σήμερα το πρωί σε όνειρο ζωντανό, στον ύπνο μου, ούτε το βάνει ο νους
σου!"
-Το Ρηνάκι
μας! θυμάσαι, από τον Πειραιά, αυτή που είχε τις κοτούλες στην αυλή και μας
έφερνε αβγουλάκια!
-Και πως την
είδες μάνα, σου μίλησε;
-Ε, άκουσα
ότι κτύπησε το κουδούνι μας, εδώ στο σπίτι μας…
Πάω στην εξώπορτα να ανοίξω και την βλέπω μπροστά μου!! Όπως την ήξερα,
μικροκαμωμένη, αδύνατη, με τα μαλλάκια της πιασμένα, με την ποδίτσα της...
-Αχ Ρηνάκι
μου, Ρηνιώ μου, της είπα και την αγκάλιασα! Ήρθες ξαφνικά και δεν μου μήνυσες να σου ετοιμάσω
μια τσαντούλα να πάρεις κάτι μαζί σου!
- Α κυρά
Σπυριδούλα μου... δεν χρειάζομαι τίποτα... Μια χαρά είμαι... ο κυρ Αριστομένης
μας φροντίζει... όλα μας τα έχει... δόξα τω Θεώ... δεν μας λείπει τίποτα!!!"
-Ακούς, τόσα
χρόνια να χουν περάσει, σαράντα χρόνια από τότε που έφυγε ο Πατέρας σου ο
Αριστομένης μου, και συνεχίζει να τους φροντίζει!
Δεν είπε
τίποτα, ούτε στην γιαγιά του, ούτε στην μάνα του! Ούτε εκείνη τη στιγμή, που βιαστικά
απομακρύνθηκε, μήπως και δουν τα δάκρυά του, μήτε ποτέ ως σήμερα που μου τα
διηγήθηκε! Έλαβε το μήνυμα και ένα γλυκό ευχαριστώ, από την Ρηνούλα και όλες
τις δικές του ορφανές ψυχούλες για το πόσο όνηση προσφέρει η μνημόνευση των
κεκοιμημένων! Θυσία ιλασμού, συγχωρήσεως η Θεία Λειτουργία! Ποτέ να μην
λησμονιέται τούτο,
όπως και όλες οι καρτερούσες ορφανές ψυχούλες! Όπως η Ρηνούλα απ την Καλλίπολη
η Κρητικιά, που ποτέ του δεν την αντάμωσε, μα όσο θα αναπνέει θα την γράφει
ακριβώς κάτω από το όνομα της πεφιλημένης της αδελφής, της μακαρίτισσας
πλέον γιαγιάς ή καλύτερα της νονάς του της
Σπυριδούλας!
Νώντας Σκοπετέας
Σαρακοστή 2017
No comments:
Post a Comment