Σκέφτηκες στ᾿ ἀλήθεια πολὺ, μέχρι νὰ γράψεις αὐτὰ ποὺ καταθέτεις στὴ συνέχεια; Γιατὶ ἔχεις καταλάβει πιὰ, ἀπό ἄλλες φορές, ὅτι ὁ λόγος σου δὲν εἶναι ἀψὺς, ὅπως τὸ παλιὸ τὸ κρασὶ γιὰ νὰ ἑλκύει· μήτε ἔχεις ἰκανοὺς φίλους-ἀναγνῶστες νὰ σὲ προσέχουν. Ἔτσι γράφεις, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ταλαιπωρεῖς τὰ μολύβια σου, νὰ γεμίζεις μὲ λέξεις, λευκὲς σελίδες χαρτιοῦ, σελίδες πολλὲς ποὺ ὕστερα τὶς τσαλακώνεις, γιατὶ δὲ σοῦ ἄρεσαν καὶ ἄσπλαχνα τὶς πετᾶς.
Σκέφτηκες, λοιπὸν, πολύ μέχρι νὰ γράψεις αὐτὲς τὶς γραμμές. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ πεῖς στὸν κόσμο αὐτὰ ποὺ ἔνοιωθες τότε, ὄταν ζοῦσες, δηλαδή, στὴ Μεγάλη τὴν Πολιτεία, καὶ μονάχα μέσα στὶς βιβλιοθῆκες καὶ στὶς ἀφτιασίδωτες τὶς ἐκκλησιὲς ἀνάσαινες ἐλεύθερα. Στὶς βιβλιοθήκες, αὐτὲς τὶς Τράπεζες τοῦ Πνεύματος ποὺ δανείζουν, προσφέρουν, χαρίζουν, δίχως νὰ περιμένουν τόκους καὶ χρεωλύσια, ἰκανὰ ποσὰ γνώσεων καὶ Γνώσης καὶ στὶς ἐκκλησιἐς ὅπου ταμίευες στιγμὲς ἰκανῆς προσευχῆς καὶ θεοπειθοῦς ἀναβάσεως, ποὺ σήμερα χρησιμοποιεῖς ὡς ὑπόλοιπο πνευματικοῦ λογαριασμοῦ. Ἐπειδὴ γνωρίζεις πιὰ ὅτι ἡ προσφορὰ τους, τόσο τῶν ἐκκλησιῶν, ὅσο καὶ τῶν βιβλιοθηκῶν εἶναι περίπου ταυτόσημες, ὅπως συμβαίνει στὴν ἰεραποστολὴ: ἀπόδοση, δηλαδή, δίχως νὰ περιμένεις καμμιὰν ἀνταπόδοση…
Ὡστόσο μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, κάτι λύγισε μέσα σου καὶ σὲ κατάφερε νὰ γράψεις ἔνα λιτὸ, προσωπικὸ εὐχαριστήριο... Γιὰ τὶ ἄλλο, γιὰ τὶς βιβλιοθῆκες,ἀσφαλῶς, ἀφοῦ στὶς ἐκκλησιὲς κάθε μέρα τὸ ἀποδεικνύεις…
Εἶχες πάντα τὸ πάθος νὰ μελετᾶς, ἰδιαίτερα μεγάλους ἕλληνες συγγραφεῖς, γιατὶ τοὺς ἔνοιωθες πιὸ δικοὺς σου, κάτι σὰ συγγενεῖς. Τοῦτο, ἐπειδὴ σὲ πείραζαν κάπως τὰ ξένα τὰ ὀνόματα, τὰ τοπωνύμια, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά τους, ὅλ᾿ αὐτὰ, λοιπὸν, ποὺ στέγνωναν πολὺ τὴν ψυχὴ σου… Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναζητοῦσες βιβλιοθῆκες νὰ σοῦ παρέχουν ὕλη. Ἐπειδὴ μέσα σ᾿ αὐτὲς ἔνοιωθες τὴ σιγουριὰ τῆς ἐπικοινωνίας, τὸ ἀνόθευτο τῆς φιλίας, ἔστω κι ἄν ἡ ἄλλη ἡ πλευρὰ, τοῦ συγγραφέα -ζωντανοῦ ἤ κεκοιμημένου- σιωπᾶ καὶ ἐκφράζεται μονάχα μὲ τυπογραφικὰ στοιχεῖα… Αὐτὸ δὲ σὲ πείραζε, ἀντίθετα σοῦ χάριζε τὴ δυνατότητα νὰ διαλέγεσαι μαζὶ του, δίχως ἐντάσεις, ἀντεκλίσεις καὶ θυμό.
Μὲ τὸ χρόνο, λοιπόν, τὶς βρῆκες τὶς βιβλιοθῆκες ποὺ σὲ ἀνάπαυαν καὶ τὶς ἐπισκεπτόσουν, γιὰ νὰ ἡσυχάσει τὸ πνεῦμα σου νὰ ταξιδἐψει ἡ ψυχὴ σου, νὰ πάρει νέο κουράγιο τὸ εἶναι σου, ὥστε νὰ περπατήσει, δίχως παραπατήματα καὶ τὴν ἄλλη μέρα στοὺς πολύβουους καὶ ἄσπλαχνους δρόμους τῆς μεγάλης πολιτείας...
Ὅμως αὐτὸ ποὺ σὲ πλήγωνε ἦταν οἱ ἀργίες, τ᾿ ἀπογέματα τοῦ Σαββάτου καὶ οἱ Κυριακὲς, ὅταν οἱ βιβλιοθῆκες ἦταν κλειστὲς κι ἐσὺ ἔνοιωθες ὅπως οἱ ἄστεγοι, τριγυρνώντας τούτη τὴ φορὰ στοὺς σχεδὸν ἔρημους δρόμους τῆς Σόλωνος καὶ τῆς Ἀκαδημίας, κοιτώντας μὲ σιωπηλὴ οἰκειότητα στὶς φωτισμένες προθῆκες τῶν βιβλιοπωλείων τὰ νέα βιβλία ποὺ σὲ κοιτοῦσαν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκονισμένο τὸ τζάμι μὲ φιλία καὶ κάτι πάσχιζαν νὰ σοῦ ποῦν γι᾿ αὐτὸ ποὺ κρατοῦσαν χωνεμένο στὰ κλειστὰ τους φύλλα, τὰ στολισμένα μὲ τυπογραφικὰ στοιχεῖα, εἰκόνες, σχέδια καὶ, κάποτε, θαυμάσια πρωτογράμματα. Τὰ κοιτοῦσες μὲ τὶς ὧρες καὶ πάσχιζες, πρὶν ἀναχωρήσεις γιὰ τὴ μοναξιὰ σου, ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσεις κάποιο λόγο, μιὰ φράση ἔστω, ὡς τεκμήριο φιλίας καὶ στέρεης ἀνθρωπιᾶς. Γιατὶ σοῦ χρειαζόταν τόσο πολὺ ἐκείνους τοὺς καιροὺς…
Κι ἄν πάλι δὲν κατόρθωνες νὰ καταλάβεις κάτι, τότε προσπαθοῦσες νὰ σιγάσεις τὴ στενοχώρια σου μὲ τὴν ὑπομονὴ, ὅτι θὰ ξημέρωνε ἡ μέρα ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ μπεῖς στὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ ν᾿ ἀγγίξεις μὲ τὰ χέρια σου τὸ φρεσκοβγαλμένο βιβλίο, ποὺ ἀνάδινε ἀκόμα τὴ μυρωδιὰ τοῦ τυπογραφείου, καθὼς τὸ ἄνοιγες… Καὶ γιὰ νὰ πεῖς ὅλη τὴν ἀλήθεια, θὰ πρέπει νὰ κατεβάσεις ἀρκετὰ σκαλοπάτια στὸ Χρόνο καὶ νὰ σιμώσεις τὴν παιδικὴ ἡλικία, ὅταν πάνω στὸ γαλαζοπράσινο ξύλινο θρανίο τοῦ ξεχασμένου σήμερα Δημοτικοῦ Σχολείου τοῦ χωριοῦ σου, ἄνοιγες γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἀναγνωστικὸ, γιὰ νὰ συλλαβίσεις τὰ γράμματα ποὺ σοῦ χάριζαν οἱ ζωγραφισμένες σελίδες του, ἐνῶ παράλληλα ἔφθανε μέσα σου ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ ἀπό χαρτὶ τυπωμένο καὶ μελάνι… Ἀπό τότε αὐτὴ σου ἡ σχέση μὲ τὸ βιβλίο ἔγινε σχέση πάθους, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπ᾿ τὴν πρώτη γνωριμία, μέσω ἐκείνης τῆς ἀνάσας ποὺ ἄφηνε μέσα σου τὸ τυπωμένο χαρτὶ τοῦ καλοστημένου Ἀναγνωστικοῦ τῆς πρώτης τοῦ Δημοτικοῦ.
Ἀργότερα πάλι, γιατὶ κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πεῖς, μιὰ ἄλλη ἀνάσα σὲ γοήτευσε, ἀλλὰ περισσότερο σὲ συγκινοῦσε. Κι ἦταν αὐτὴ ἡ ἀνάσα τῶν παλαιῶν βιβλίων, τῶν σκονισμένων βιβλίων, στὰ ὁποῖα εἶχαν σταλάξει, ὅπως ἡ δροσιὰ πάνω στὰ πρωϊνὰ τ᾿ ἄνθη, τὰ δάκρυά τους ἤ καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους οἱ πρὶν ἀπό σένα ἀναγνῶστες. Πόσοι ἄραγε;
Τ᾿ ἀγαπᾶς ἰδιαἰτερα αὐτὰ τὰ βιβλία, γιατὶ ξέρεις ὅτι λίγοι θὰ τ` ἀναζητοῦν καὶ λιγότεροι θὰ τὰ διαβάζουν, ἀφοῦ οἰ συγγραφεῖς τους ὅλο κι ἀστοχοῦνται. Μἀλιστα, μὲ τὴν καθίζηση ποὺ ἔπαθε ἡ γλώσσα μας, ποὺ τῆς πετσόκοψαν τὰ στολίδια τῶν λέξεών της, τὰ πνεύματα δηλαδή, ἀλλὰ καὶ τὴ βαρεία καὶ τὴν περισπωμένη, ὅλ᾿ αύτὰ τὰ βιβλία, λοιπόν, ἀπομένουν ὡς ράκη ριχμένα σὲ μιὰ γωνιὰ μέχρι νὰ παρέλθει ὁ καιρός τους. Στ᾿ ἀλήθεια, ἔχουν καιρὸ λήξεως τὰ βιβλία; Καὶ μάλιστα τὰ βιβλία ποὺ σηκώνουν πάνω τους ἔνα ὄνομα τρανοῦ λογίου, ποὺ κρατοῦν στὰ σπλάχνα τους λέξεις μὲ περιεχόμενο, λέξεις ποὺ στάζουν αἷμα, ποὺ φανερώνουν πολλαπλάσιο ἀγώνα ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ ζοῦμε, τὸν σημερινὸ; Προσπαθεῖς νὰ τὰ καταλάβεις ὅλ᾿ αὐτὰ, νὰ τὰ ἑρμηνεύσεις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς, γιατὶ οἱ δυνάμεις σου εἶναι λειψὲς, ὤστε ν᾿ ἀναμετρηθεῖς μὲ τοὺς γίγαντες αὐτοὺς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς γραφῆς. Ἔτσι σιωπᾶς καὶ προσεύχεσαι γιὰ τὶς ψυχὲς ὅλων αὐτῶν ποὺ τὰ γραπτὰ τους, ὡς ἄλλα λείψανα, χρόνο μὲ τὸ χρόνο ὅλο καὶ χλωμιάζουν καὶ περιμένουν μιὰν ἄλλη ἀνάσταση… Ἕνα ἄγγιγμα, ἔνα φυλλομέτρημα, μιὰν ἀνάγνωση. Γιατὶ, ὅπως ὄλοι οἱ θνητοὶ, τὸ ἀξίζουν….
Σκέφτηκες, λοιπὸν, πολύ μέχρι νὰ γράψεις αὐτὲς τὶς γραμμές. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ πεῖς στὸν κόσμο αὐτὰ ποὺ ἔνοιωθες τότε, ὄταν ζοῦσες, δηλαδή, στὴ Μεγάλη τὴν Πολιτεία, καὶ μονάχα μέσα στὶς βιβλιοθῆκες καὶ στὶς ἀφτιασίδωτες τὶς ἐκκλησιὲς ἀνάσαινες ἐλεύθερα. Στὶς βιβλιοθήκες, αὐτὲς τὶς Τράπεζες τοῦ Πνεύματος ποὺ δανείζουν, προσφέρουν, χαρίζουν, δίχως νὰ περιμένουν τόκους καὶ χρεωλύσια, ἰκανὰ ποσὰ γνώσεων καὶ Γνώσης καὶ στὶς ἐκκλησιἐς ὅπου ταμίευες στιγμὲς ἰκανῆς προσευχῆς καὶ θεοπειθοῦς ἀναβάσεως, ποὺ σήμερα χρησιμοποιεῖς ὡς ὑπόλοιπο πνευματικοῦ λογαριασμοῦ. Ἐπειδὴ γνωρίζεις πιὰ ὅτι ἡ προσφορὰ τους, τόσο τῶν ἐκκλησιῶν, ὅσο καὶ τῶν βιβλιοθηκῶν εἶναι περίπου ταυτόσημες, ὅπως συμβαίνει στὴν ἰεραποστολὴ: ἀπόδοση, δηλαδή, δίχως νὰ περιμένεις καμμιὰν ἀνταπόδοση…
Ὡστόσο μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, κάτι λύγισε μέσα σου καὶ σὲ κατάφερε νὰ γράψεις ἔνα λιτὸ, προσωπικὸ εὐχαριστήριο... Γιὰ τὶ ἄλλο, γιὰ τὶς βιβλιοθῆκες,ἀσφαλῶς, ἀφοῦ στὶς ἐκκλησιὲς κάθε μέρα τὸ ἀποδεικνύεις…
Εἶχες πάντα τὸ πάθος νὰ μελετᾶς, ἰδιαίτερα μεγάλους ἕλληνες συγγραφεῖς, γιατὶ τοὺς ἔνοιωθες πιὸ δικοὺς σου, κάτι σὰ συγγενεῖς. Τοῦτο, ἐπειδὴ σὲ πείραζαν κάπως τὰ ξένα τὰ ὀνόματα, τὰ τοπωνύμια, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά τους, ὅλ᾿ αὐτὰ, λοιπὸν, ποὺ στέγνωναν πολὺ τὴν ψυχὴ σου… Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναζητοῦσες βιβλιοθῆκες νὰ σοῦ παρέχουν ὕλη. Ἐπειδὴ μέσα σ᾿ αὐτὲς ἔνοιωθες τὴ σιγουριὰ τῆς ἐπικοινωνίας, τὸ ἀνόθευτο τῆς φιλίας, ἔστω κι ἄν ἡ ἄλλη ἡ πλευρὰ, τοῦ συγγραφέα -ζωντανοῦ ἤ κεκοιμημένου- σιωπᾶ καὶ ἐκφράζεται μονάχα μὲ τυπογραφικὰ στοιχεῖα… Αὐτὸ δὲ σὲ πείραζε, ἀντίθετα σοῦ χάριζε τὴ δυνατότητα νὰ διαλέγεσαι μαζὶ του, δίχως ἐντάσεις, ἀντεκλίσεις καὶ θυμό.
Μὲ τὸ χρόνο, λοιπόν, τὶς βρῆκες τὶς βιβλιοθῆκες ποὺ σὲ ἀνάπαυαν καὶ τὶς ἐπισκεπτόσουν, γιὰ νὰ ἡσυχάσει τὸ πνεῦμα σου νὰ ταξιδἐψει ἡ ψυχὴ σου, νὰ πάρει νέο κουράγιο τὸ εἶναι σου, ὥστε νὰ περπατήσει, δίχως παραπατήματα καὶ τὴν ἄλλη μέρα στοὺς πολύβουους καὶ ἄσπλαχνους δρόμους τῆς μεγάλης πολιτείας...
Ὅμως αὐτὸ ποὺ σὲ πλήγωνε ἦταν οἱ ἀργίες, τ᾿ ἀπογέματα τοῦ Σαββάτου καὶ οἱ Κυριακὲς, ὅταν οἱ βιβλιοθῆκες ἦταν κλειστὲς κι ἐσὺ ἔνοιωθες ὅπως οἱ ἄστεγοι, τριγυρνώντας τούτη τὴ φορὰ στοὺς σχεδὸν ἔρημους δρόμους τῆς Σόλωνος καὶ τῆς Ἀκαδημίας, κοιτώντας μὲ σιωπηλὴ οἰκειότητα στὶς φωτισμένες προθῆκες τῶν βιβλιοπωλείων τὰ νέα βιβλία ποὺ σὲ κοιτοῦσαν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκονισμένο τὸ τζάμι μὲ φιλία καὶ κάτι πάσχιζαν νὰ σοῦ ποῦν γι᾿ αὐτὸ ποὺ κρατοῦσαν χωνεμένο στὰ κλειστὰ τους φύλλα, τὰ στολισμένα μὲ τυπογραφικὰ στοιχεῖα, εἰκόνες, σχέδια καὶ, κάποτε, θαυμάσια πρωτογράμματα. Τὰ κοιτοῦσες μὲ τὶς ὧρες καὶ πάσχιζες, πρὶν ἀναχωρήσεις γιὰ τὴ μοναξιὰ σου, ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσεις κάποιο λόγο, μιὰ φράση ἔστω, ὡς τεκμήριο φιλίας καὶ στέρεης ἀνθρωπιᾶς. Γιατὶ σοῦ χρειαζόταν τόσο πολὺ ἐκείνους τοὺς καιροὺς…
Κι ἄν πάλι δὲν κατόρθωνες νὰ καταλάβεις κάτι, τότε προσπαθοῦσες νὰ σιγάσεις τὴ στενοχώρια σου μὲ τὴν ὑπομονὴ, ὅτι θὰ ξημέρωνε ἡ μέρα ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ μπεῖς στὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ ν᾿ ἀγγίξεις μὲ τὰ χέρια σου τὸ φρεσκοβγαλμένο βιβλίο, ποὺ ἀνάδινε ἀκόμα τὴ μυρωδιὰ τοῦ τυπογραφείου, καθὼς τὸ ἄνοιγες… Καὶ γιὰ νὰ πεῖς ὅλη τὴν ἀλήθεια, θὰ πρέπει νὰ κατεβάσεις ἀρκετὰ σκαλοπάτια στὸ Χρόνο καὶ νὰ σιμώσεις τὴν παιδικὴ ἡλικία, ὅταν πάνω στὸ γαλαζοπράσινο ξύλινο θρανίο τοῦ ξεχασμένου σήμερα Δημοτικοῦ Σχολείου τοῦ χωριοῦ σου, ἄνοιγες γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἀναγνωστικὸ, γιὰ νὰ συλλαβίσεις τὰ γράμματα ποὺ σοῦ χάριζαν οἱ ζωγραφισμένες σελίδες του, ἐνῶ παράλληλα ἔφθανε μέσα σου ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ ἀπό χαρτὶ τυπωμένο καὶ μελάνι… Ἀπό τότε αὐτὴ σου ἡ σχέση μὲ τὸ βιβλίο ἔγινε σχέση πάθους, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπ᾿ τὴν πρώτη γνωριμία, μέσω ἐκείνης τῆς ἀνάσας ποὺ ἄφηνε μέσα σου τὸ τυπωμένο χαρτὶ τοῦ καλοστημένου Ἀναγνωστικοῦ τῆς πρώτης τοῦ Δημοτικοῦ.
Ἀργότερα πάλι, γιατὶ κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πεῖς, μιὰ ἄλλη ἀνάσα σὲ γοήτευσε, ἀλλὰ περισσότερο σὲ συγκινοῦσε. Κι ἦταν αὐτὴ ἡ ἀνάσα τῶν παλαιῶν βιβλίων, τῶν σκονισμένων βιβλίων, στὰ ὁποῖα εἶχαν σταλάξει, ὅπως ἡ δροσιὰ πάνω στὰ πρωϊνὰ τ᾿ ἄνθη, τὰ δάκρυά τους ἤ καὶ τοὺς ἱδρῶτες τους οἱ πρὶν ἀπό σένα ἀναγνῶστες. Πόσοι ἄραγε;
Τ᾿ ἀγαπᾶς ἰδιαἰτερα αὐτὰ τὰ βιβλία, γιατὶ ξέρεις ὅτι λίγοι θὰ τ` ἀναζητοῦν καὶ λιγότεροι θὰ τὰ διαβάζουν, ἀφοῦ οἰ συγγραφεῖς τους ὅλο κι ἀστοχοῦνται. Μἀλιστα, μὲ τὴν καθίζηση ποὺ ἔπαθε ἡ γλώσσα μας, ποὺ τῆς πετσόκοψαν τὰ στολίδια τῶν λέξεών της, τὰ πνεύματα δηλαδή, ἀλλὰ καὶ τὴ βαρεία καὶ τὴν περισπωμένη, ὅλ᾿ αύτὰ τὰ βιβλία, λοιπόν, ἀπομένουν ὡς ράκη ριχμένα σὲ μιὰ γωνιὰ μέχρι νὰ παρέλθει ὁ καιρός τους. Στ᾿ ἀλήθεια, ἔχουν καιρὸ λήξεως τὰ βιβλία; Καὶ μάλιστα τὰ βιβλία ποὺ σηκώνουν πάνω τους ἔνα ὄνομα τρανοῦ λογίου, ποὺ κρατοῦν στὰ σπλάχνα τους λέξεις μὲ περιεχόμενο, λέξεις ποὺ στάζουν αἷμα, ποὺ φανερώνουν πολλαπλάσιο ἀγώνα ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ ζοῦμε, τὸν σημερινὸ; Προσπαθεῖς νὰ τὰ καταλάβεις ὅλ᾿ αὐτὰ, νὰ τὰ ἑρμηνεύσεις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς, γιατὶ οἱ δυνάμεις σου εἶναι λειψὲς, ὤστε ν᾿ ἀναμετρηθεῖς μὲ τοὺς γίγαντες αὐτοὺς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς γραφῆς. Ἔτσι σιωπᾶς καὶ προσεύχεσαι γιὰ τὶς ψυχὲς ὅλων αὐτῶν ποὺ τὰ γραπτὰ τους, ὡς ἄλλα λείψανα, χρόνο μὲ τὸ χρόνο ὅλο καὶ χλωμιάζουν καὶ περιμένουν μιὰν ἄλλη ἀνάσταση… Ἕνα ἄγγιγμα, ἔνα φυλλομέτρημα, μιὰν ἀνάγνωση. Γιατὶ, ὅπως ὄλοι οἱ θνητοὶ, τὸ ἀξίζουν….
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment