Wednesday 29 September 2021

Κλοντ Φοριέλ: Ο εκ των μεγίστων φιλελλήνων

 
Ο Γάλλος φιλόλογος, ιστορικός και λαογράφος Κλοντ Φοριέλ (1772-1844) είναι εκ των μεγίστων φιλελλήνων, που ανέδειξε η Επανάσταση του 1821. Άγνωστος στους πολλούς Έλληνες ήταν ο πρώτος, που το 1824, όταν ο απελευθερωτικός μας αγώνας ήταν σε κρίσιμη φάση, που εξέδωσε στο Παρίσι και στις εκδόσεις Didot συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Αποτέλεσμα ήταν να φουντώσει ο φιλελληνισμός στη Γαλλία και στους λογοτεχνικούς κύκλους ολόκληρης της Ευρώπης. Ο Φοριέλ ήταν επίσης εκ των πρώτων, που μίλησε για τη συνέχεια του Ελληνικού Έθνους, πολύ πριν από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
 

Το βιβλίο του στο εξώφυλλο έγραφε: «Chants populaires de la Grece Moderne - Recueillis et publies avec une traduction francaise, des eclaircissements et des notes par C. Fauriel. Tome 1er. Chants Historiques. A Paris. Chez Firmin Didot, Pere et Fils. Libraires, rue Jacob, no 24, 1824» (Δημοτικά τραγούδια της Νεώτερης Ελλάδος, συγκεντρωθέντα και εκδοθέντα, με γαλλική μετάφραση, διασαφήσεις και σημειώσεις από τον Κλαύδιο Φοριέλ. 1ος Τόμος. Ιστορικά Τραγούδια. Παρίσι. Εκδ. των Ντιντό, πατρός και υιού, 1824. Το βιβλίο έχει εκδοθεί το 2020 στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σε εκδοτική επιμέλεια Αλέξη Πολίτη. Από το βιβλίο αυτό είναι τα παρατιθέμενα αποσπάσματα). Στα «Προλεγόμενα» του εν λόγω βιβλίου γράφει ο Φοριέλ τα ακόλουθα, που αποδεικνύουν απολύτως τη γνώση του για τους Έλληνες και για την απαράδεκτη συμπεριφορά των λογίων της Ευρώπης:
 
«Πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, οι λόγιοι της Ευρώπης δεν μιλούν για την Ελλάδα παρά για να θρηνήσουν τον χαμό του αρχαίου της πολιτισμού, περιοδεύουν εκεί μόνο για να γυρέψουν τα χαλάσματα, παρ’ ολίγο να ΄λεγα τη σκόνη των πόλεων και των ναών της, αποφασισμένοι από πριν να εκστασιαστούν μπροστά στα πιο αμφίβολα απομεινάρια εκείνου που ήταν η Ελλάδα εδώ και δυο ή τρεις χιλιάδες χρόνια. Όσο για τα επτά ή οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους, κατάλοιπα σίγουρα, κατάλοιπα ζωντανά του αρχαίου λαού της πολυαγαπημένης αυτής γης – αλλάζουν τα πράγματα. Οι λόγιοι δεν τους λογάριασαν καθόλου, ή αν μίλησαν γι’ αυτούς, το έκαμαν στα πεταχτά μονάχα, και για να τους χαρακτηρίσουν φυλή τιποτένια, ξεπεσμένη σε σημείο, που να αξίζει μόνο την περιφρόνηση, ή τη λύπηση των καλλιεργημένων ανθρώπων. Παίρνοντας στα σοβαρά τα επιχειρήματα των περισσοτέρων λογίων, κοντεύει κανείς να θεωρήσει τους σημερινούς Έλληνες σαν κάτι το παράταιρο και ανίερο, ριγμένο άκαιρα ανάμεσα στα ιερά ερείπια της παλιάς Ελλάδας...
 
Προσκολλημένοι τόσο επιπόλαια σε μιαν άποψη τόσο σχολαστική, οι σοφοί της Ευρώπης δεν διέπραξαν μόνο μιαν αδικία απέναντι στη σημερινή (Σημ.γρ. Του 1824) Ελλάδα. Έκαναν κάτι ολότελα ενάντιο στην πιο ακριβή τους πρόθεση. Αποστερήθηκαν τρόπους για να γνωρίσουν καλύτερα την αρχαία Ελλάδα, να ανακαλύψουν καλύτερα ό,τι εξαιρετικό, το ιδιαίτερο και το ανεξίτηλο έχει ο χαρακτήρας και το πνεύμα των βλαστών της καλότυχης αυτής γης». (Σελ. 17).
 
Αυτό τον διαχρονικό πνευματικό θησαυρό των Ελλήνων τον βρήκε ο Φοριέλ μέσα από τα Δημοτικά τραγούδια. Εκείνος δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Τα όσα μάζεψε ήταν προϊόν έρευνάς του μεταξύ των Ελλήνων των Παρισίων, της Βενετίας και της Τεργέστης και όχι τόσο των λογίων, όσο των απλών ανθρώπων, εργατών, εμπόρων, νοικοκυρών.
 
Στα ίδια «Προλεγόμενα» θεωρεί πολύ σημαντικά τα «Κλέφτικα» δημοτικά τραγούδια. Όπως γράφει θα είχε μεγάλη ιστορική σημασία μια ολοκληρωμένη συλλογή των κλέφτικων τραγουδιών, που ξεκινά από την εποχή, που το όνομα κλέφτης χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους Έλληνες, τους οπλισμένους πάνω στα βουνά ώστε να κρατήσουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι θα έβλεπε κανείς πως υπήρχε πάντα στα βουνά μια κατατρεγμένη Ελλάδα, άξια κόρη της αρχαίας Ελλάδος. Μια τέτοια ιστορία, τονίζει ο Φοριέλ, «θα αποτελούσε συλλογή ηρωικών πράξεων πολύ ανώτερων σε λάμψη, καθώς και σε αξιοπιστία από εκείνην των πολεμιστών της Ιλιάδας: θα ήταν μια αληθινή Ιλιάδα της νεότερης Ελλάδας, που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην παλιά, ακόμα και από ποιητική άποψη» (Σελ. 83-84).
 
Ο Φοριέλ συμπληρώνει τα «Προλεγόμενα» του με την ακόλουθη βεβαιότητα για τους Έλληνες: «Αν ξαναποκτήσουν την ανεξαρτησία τους, αν έρθει η ώρα, που θα μπορούν να καλλιεργήσουν με την ησυχία τους τις σπάνιες ικανότητες που τους χάρισεν η φύση, το κάθε τι δίνει την ελπίδα πως σύντομα θα φτάσουν και θα ξεπεράσουν τον πολιτισμό των άλλων λαών της Ευρώπης. Οι επιστήμες θα ξανανθίσουν, η φιλοσοφία θα ανοίξει καινούριες σχολές και οι καλές τέχνες θα δημιουργήσουν καινούργια αριστουργήματα. Θα έχουν επίσης δίχως άλλο μεγάλες ποιητικές συνθέσεις... Αλλά οι τόσο ωραίες ελπίδες ας μην τους κάνουν να περιφρονήσουν ένα έργο ταπεινό και εύκολο. Ας βιαστούν να συλλέξουν ό,τι δεν έχει χαθεί από τα λαϊκά τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους χρωστάει χάρη για ό,τι κάνουν για να τα διατηρήσουν και μια μέρα θα χαίρονται να μπορούν να συσχετίσουν με τα προϊόντα μιας ποίησης λόγιας και καλλιεργημένης αυτά τα απλά μνημεία της ιδιοφυίας, της ιστορίας και των εθίμων των πατέρων τους».
 
Από τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής του Φοριέλ το πρώτο χρονολογικά είναι «Του Χρίστου Μιλιόνη». Υπολογίζει ότι το τραγούδι έγινε πριν από το τέλος του 1600 και διατηρήθηκε μέσα από την προφορική παράδοση των σκλαβωμένων Ελλήνων. Είναι η τραγική ιστορία του κλέφτη Χρίστου Μιλιόνη και αρχίζει: «Τρία πουλάκια κάθουνταν στην ράχην στο λημέρι, το ΄να τηράει τον Αρμυρό, τ’ άλλο κατά τον Βάλτο, το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει: Κύριέ μου, τι εγίνηκεν ο Χρίστος ο Μιλιόνης;...».
 
Διαβάζοντας τα «Δημοτικά τραγούδια» του Φοριέλ, που όντας ιδιοφυής, αυτοδίδακτος έμαθε άριστα τα ελληνικά, ώστε να τα διαβάζει, να τα μεταφράζει και να τα σχολιάζει, θαυμάζει την ομορφιά τους, τη σοφία τους. Συνήθως δεν ασχολούμαστε μαζί τους, ούτε εκτιμάμε την αξία τους, που ο Φοριέλ την βάζει δίπλα σε αυτήν της Ιλιάδας. Να μνημονεύουμε επίσης όλους, Έλληνες και ξένους, όσοι ασχολήθηκαν και έγραψαν συλλογές δημοτικών τραγουδιών και μας τα άφησαν πολύτιμη παρακαταθήκη, και δεν είναι λίγοι.
 
Τέλος το διάβασμα των κλέφτικων τραγουδιών φανερώνει τα βάσανα που πέρασαν οι σκλαβωμένοι Έλληνες από τους δυνάστες τους Οθωμανούς. Και είναι απύθμενο το θράσος του Προέδρου Ερντογάν, όταν δηλώνει ότι κακώς οι Έλληνες είναι οργισμένοι από την τυραννία αιώνων που πέρασαν, από την βεβήλωση των ιερών και των οσίων τους, από τους φόνους, τον εξανδραποδισμό, τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις λεηλασίες, τις καταστροφές που υπέστησαν. Είναι επίσης ύβρις προς εμάς να θεωρεί «επίθεση» τη θέληση των Ελλήνων να ελευθερώσουν τα εδάφη που ανέκαθεν ήσαν δικά τους και εκεί οι αδελφοί τους υπέφεραν υπό τον οθωμανικό ζυγό.
 
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Wednesday 22 September 2021

Βενιαμίν ο Λέσβιος

 
Ο ιερομόναχος Βενιαμίν ο Λέσβιος (1759-1824) προσέφερε τα τάλαντά του, τις πολλές γνώσεις του και τελικά την ίδια του τη ζωή στην Πατρίδα, κατά την Επανάσταση του 1821. Δικαίως ονομάστηκε «πολύτιμος και εθνωφελής» από τον Μ. Χουρμούζη και «είς των μεγάλων ευεργετών της Πατρίδος» από τον Νικ. Σπηλιάδη. («Απομνημονεύματα», τ. Β΄, σελ. 141). Αν και γνωστός σε χώρες της Ευρώπης για τις διδακτικές του ικανότητες ήρθε στην επαναστατημένη και υπό δεινή δοκιμασία Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Σε αυτήν τον Σεπτέμβριο του 1824 απεβίωσε, κατά τη διάρκεια επιδημίας τύφου, σε ηλικία 65 ετών. Ο μαθητής του στις Κυδωνίες και ως ιατρός υπηρετήσας τον Αγώνα Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός χαρακτήρισε τον Βενιαμίν «ταπεινό, ακτήμονα, φιλόκαλο, με φυσική αγαθότητα και με ζήλο περί του φωτισμού του έθνους» (Ρωξάνης Δ. Αργυροπούλου «Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και η Ευρωπαϊκή Σκέψη του 18ου Αιώνα», Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα, 2003, σελ. 67).
 
Ο Βενιαμίν γεννήθηκε στην περιοχή Πλωμαρίου Λέσβου και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στα 17 του χρόνια πήγε στο Άγιον Όρος και στη Μονή Παντοκράτορος, όπου μόναζε ο αδελφός της μητέρας του Βενιαμίν, που είχε διατελέσει ηγούμενος του Μετοχίου της Μονής στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Στο Άγιον Όρος εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα του θείου του. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και μετά ιερομόναχος. Συνόδευσε τον θείο του όταν επέστρεψε στις Κυδωνίες, όπου πλούτισε τις γνώσεις του παρακολουθώντας τα μαθήματα του ιερέα και δασκάλου με πολλές γνωριμίες Ιωάννη Οικονόμου. Αυτός βλέποντας τις δυνατότητες του Βενιαμίν τον έστειλε για περισσότερη μάθηση στις σχολές της Πάτμου και της Χίου. Με υποτροφία Κυδωνιατών συνέχισε τις σπουδές του στη Δυτική Ευρώπη, πρώτα στην Πίζα και μετά στο Παρίσι. Ο Βενιαμίν δέχθηκε επηρεασμό από την κουλτούρα των Γάλλων επαναστατών, όμως ουδέποτε αρνήθηκε την Ορθοδοξία και την Ελληνική του ταυτότητα.
 
Απόδειξη της διατηρήσεως του ελληνορθοδόξου φρονήματος από τον Βενιαμίν είναι πρώτον η υπεροχή της ελληνικής γλώσσας που αισθανόταν έναντι των γαλλικών και των άλλων «Εσπερίων διαλέκτων» και η αυστηρή κριτική των Γάλλων επαναστατών στην οποία προέβη μετά την καρατόμηση του πατέρα της σύγχρονης Χημείας Αντουάν Λαβουαζιέ. Για την υπεροχή της ελληνικής γλώσσας ο π. Βενιαμίν εξηγεί ότι οφείλεται στο ότι «διανέμει φυσικώς τας ιδέας εις τον νουν του ανθρώπου, όπερ ελλείπει εκ των λοιπών διαλέκτων» (Σημ. Η σκέψη του περιέχεται εις την περίφημη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» του καθηγητού Στεφάνου Κουμανούδη). Ως προς το κακούργημα που επιτέλεσαν οι Γάλλοι επαναστάτες στον Λαβουαζιέ ο π. Βενιαμίν έγραψε: «Η φύσις ως φαίνεται χρειάζεται αιώνας ολοκλήρους δια να πλάση έναν υπεράνθρωπον και τοιούτος τω όντι υπήρξε ο Λαοϊσέρος... Θάνατος όμως υπήρξεν εις αυτόν η αμοιβή της αχαρίστου ανθρωπότητος. Το μόνο έγκλημα υπήρξεν εις αυτόν το μέγα πνεύμα... Ώστε ήθελεν είναι δύσκολον να διορισθή αν η Γαλλία πρέπει να εναβρύνηται (Σημ. γρ. περηφανεύεται) πλέον διότι εγέννησε τοιούτον άνδρα, ή να ταπεινούται διότι τον εθανάτωσεν» (Βεν. Λεσβίου «Στοιχεία Φυσικής», τ. Β΄, παρ. 11 και Ρωξ. Αργυροπούλου «Ο Βενιαμίν Λέσβιος», σελ. 63).     
 
Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στις Κυδωνίες, όπου δίδαξε στην περίφημη Ακαδημία της πόλης φιλοσοφία (μεταφυσική και ηθική), μαθηματικά (αριθμητική, γεωμετρία, τριγωνομετρία και άλγεβρα) και φυσιογνωστικές επιστήμες (μετεωρολογία, αστρονομία και φυσική). (Βλ. όπ. βιβλ. Ρωξ. Αργυροπούλου, σελ. 66).  Στα «Στοιχεία Μεταφυσικής» περιλάμβανε τη φυσική θεολογία. Σε αυτήν δίδαξε την αθανασία της ψυχής και αντέκρουσε τις υλιστικές και αθεϊστικές απόψεις της εποχής του. Μεταξύ των επιχειρημάτων του ήταν και το ακόλουθο: «Αν ο άνθρωπος δεν ήτο αθάνατος, κατά τί ήθελε διαφέρει των θηρίων; Ώστε είναι εναντίον της θείας σοφίας το να είναι θνητός ο άνθρωπος...». (Αυτ. σελ. 175).
 
Ο π. Βενιαμίν ήρθε σε αντίθεση με συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, όχι τόσο για τις θεολογικές του απόψεις, όσο για την εκ μέρους του υποστήριξη της άποψης του Κοπερνίκου ότι η Γη κινείται και όχι ο Ήλιος. Στην άποψή του στους εκκλησιαστικούς και φαναριώτικους κύκλους είχε αντιπάλους, αλλά και υποστηρικτές. Μεταξύ των υποστηρικτών του ήσαν οι μετέπειτα εθνοϊερομάρτυρες Μητροπολίτες Αδριανουπόλεως Δωρόθεος Πρώιος και Νικομηδείας Αθανάσιος ο του Καρύδη και ο λόγιος Μητροπολίτης Κυζίκου Ιωακείμ, καθώς και οι Μουρούζηδες. Μετά τις εξηγήσεις του και την τυπική «ομολογία πίστεως», που υπέβαλε στο Οικ. Πατριαρχείο ελεύθερα συνέχισε το διδακτικό και συγγραφικό του έργο (Βλ.σχ. Χρ. Γιανναρά «Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 2006, σελ. 211).
 
Ήρθε στην Ελλάδα από τις Κυδωνίες τον Ιούνιο του 1821, όταν είχε αρχίσει στη Μικρά Ασία η σφαγή των Ελλήνων. Μαζί με χιλιάδες προσφύγων διέμεινε προσωρινά στα Ψαρά και κατέληξε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη σφαγή έσωσε και πήρε μαζί του την τρελαμένη από την τραγωδία της αρχόντισσα Πανώρια Αϊβαλιώτη, που στις Κυδωνίες και μπροστά στα μάτια της οι Τούρκοι έσφαξαν τον σύζυγό της Κωνσταντίνο και τα τέσσερα παιδιά της. Είναι η γνωστή «Ψωροκώσταινα». Μετά τον θάνατο του π. Βενιαμίν η Πανώρια επένετο, όμως όταν διενεργήθηκε στο Ναύπλιο έρανος για το πολιορκούμενο Μεσολόγγι, έδωσε όλα όσα διέθετε, ένα ασημένιο δαχτυλίδι και ένα γρόσι. Με την πράξη της θύμισε τον οβολό της χήρας του Ευαγγελίου...
 
Στην επαναστατημένη Ελλάδα ο π. Βενιαμίν ασχολήθηκε και με την πολιτική. Συμμετέσχε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1822 εξελέγη μέλος του Βουλευτικού Σώματος στην Κόρινθο. Το 1823 έλαβε μέρος στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Κατά τη διάρκεια του 1822 ανέλαβε αρμοστής με υπεύθυνο τον Κεφαλλονίτη Κων. Μεταξά,  ο οποίος στα «Απομνημονεύματα» γράφει γι’ αυτόν: «Επρόκειτο δια ιερέα σεβάσμιον και πεπαιδευμένον, όστις ουκ ολίγον με ευκόλυνε δια της υπολήψεως ην έχαιρε εις το Αιγαίον Πέλαγος, προς εκπλήρωσιν της αποστολής μου» (Εκδ. Εμμ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα, 1956, σελ. 49).    
 
Ενδεικτικός των εθνικών υπηρεσιών, που προσέφερε ο π. Βενιαμίν ως Αρμοστής ήταν ο λόγος του στη Σάμο, όπως τον περιγράφει ο Μ. Χουρμούζης: «Μίαν Κυριακήν, ιερουργήσαντος του αρχιερέως, ανέβη εις τον άμβωνα ο αείμνηστος Βενιαμίν και επί μίαν ώραν ωμίλησε περί ομονοίας και περί των προς την κοινήν πατρίδα καθηκόντων ενός εκάστου και όλων ομού. Ουδείς έμεινεν αδάκρυτος και όταν κατέβη του άμβωνος όλοι έσπευδον να ασπασθώσιν την δεξιά του. Η ομιλία του εγένετο καταληπτή εις πάντας, η δε απαγγελία του και το παρουσιαστικόν του επέβαλε σέβας» (Ρωξάνης Αργυροπούλου «Ο Βενιαμίν Λέσβιος», σελ. 114).
 
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Friday 17 September 2021

O γλάρος που κρυφοκοιτάζει

 
Ένα από τα 20 καλύτερα έργα του 2017 Bristol Upfest, που αναφέρεται στις ζωγραφιές γκραφίτι σε δημόσιους τοίχους της γραφικότατης πόλης του Bristol, οι οποίες ιστορήθηκαν το 2017, είναι κι αυτό το πανέμορφο, πολύχρωμο και πρωτότυπο έργο, που θα το ονομάζαμε «O γλάρος που κρυφοκοιτάζει». Βρίσκεται στην Πίσω Οδό (Back Road) της περιοχής Bedminster, στο Νότιο Bristol. Οι καλλιτέχνες που το ζωγράφισαν ζουν μόνιμα στο Λονδίνο, και χρησιμοποιούν διάφορα ψευδώνυμα, μεταξύ των άλλων και το: Boe & Irony.
 

Ο μεγάλος αυτός γλάρος της ανάρτησής μας, κρυφοκοιτάζει από την πλευρά μιας σειράς κτιρίων. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τα κτίρια, τα οποία βρίσκονται κοντά το ένα με το άλλο, για να δημιουργήσουν την αίσθηση του χώρου και του γλάρου που κρυφοκοιτάζει. Οι γλάροι δεν είναι άγνωστοι στους δρόμους του Μπρίστολ, οπότε αυτός ο «τύπος» είναι σαν να κάθεται στο σπίτι του.

Thursday 16 September 2021

Καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης

 
Ο Κολοκοτρώνης της Τσακωνιάς
 

Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης (1780(;) - 1841) ήταν εκ των σημαντικών ηρώων της Επανάστασης του 1821. Επικεφαλής Τσακώνων αγωνιστών συνέβαλε αποφασιστικά στην άλωση της Μονεμβασιάς (23/7/1821) και κυρίως στην άλωση της Τριπολιτσάς (23/9/1821), στις κομβικές δηλαδή πολεμικές επιτυχίες των Ελλήνων, που θεμελίωσαν την Εθνεγερσία. Έλαβε επίσης με επιτυχία μέρος στη Μάχη των Δερβενακίων.
 
Οι Τσάκωνες φημίζονται για τη νοικοκυροσύνη τους και την φιλοπατρία τους. Εκ των πρώτων πήραν τα όπλα κατά της οθωμανικής τυραννίας και ήταν σημαντική η οικονομική εισφορά τους στον Αγώνα, θυσιάζοντας τις περιουσίες που είχαν αποκτήσει στην Κωνσταντινούπολη και τον πλούτο που αποκόμιζαν συμμετέχοντας στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις κυρίως των Σπετσιωτών. Όταν θέλησαν να πείσουν τους Σπετσιώτες να σπεύσουν και να βοηθήσουν στην άλωση της Μονεμβασιάς τους δήλωσαν «ότι θυσιάζουν όλοι οι κάτοικοι Πραστού, εις όσα έχουν πλοία συμμετοχάς, εν σταθερά καρδία, υπέρ του Έθνους κ’ εν ταυτώ υπέρ Ελευθερίας, χωρίς να απαιτήσωσιν άλλας αντιμισθίας».   
 
Οι θυσίες και οι εισφορές των Τσακώνων  μένουν στους πολλούς άγνωστες. Ίσως να έφταιξε η απομόνωσή τους. Ο κύριος τόπος τους, το Λεωνίδιο, ο «σίγουρος τόπος» για τον Κολοκοτρώνη, δεν γνώρισε τούρκο, αλλά ήταν αποκλεισμένος από στεριά. Δεν υπήρχε δρόμος. Λόγω θέσης υπήρξε  τόπος εξορίας -εκεί θέλησαν να στείλουν οι Κουντουριώτες  τη Μπουμπουλίνα για να την εξουδετερώσουν-, ή τόπος περισυλλογής, όπως ήταν για τον Βρεσθένης Θεοδώρητο.
 
Πηγή ιστορική συμμετοχής και δράσης του καπετάν Γεωργάκη Μανωλάκη και των άλλων Τσακώνων στρατιωτικών και πολιτικών στην Επανάσταση είναι το 3.281 στίχων επικό ποίημα «Η Λάκαινα», του ιερέως του Πραστού -πρωτεύουσας της Τσακωνιάς πριν τον κάψει ο Ιμπραήμ και αυτή μεταφερθεί στο Λεωνίδιο- Θεοδώρου Νικ. Οικονόμου, του Κανικλέους (1811-1877), πού γεννήθηκε και απεβίωσε στο Λεωνίδιο. Αυτοδίδακτος αλλά με ταλέντο ποιητή έγραψε ένα πρωτότυπο ποιητικό αριστούργημα, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και αναπαιστικό δεκαεξασύλλαβο, σε άρτιες μετρικές αναλογίες.
 
Μια δεύτερη ιστορική πηγή είναι ο Μιχαήλ Δέφνερ (Βαυαρία 1848-Αθήνα 1934) σημαντικός φιλόλογος, γλωσσολόγος και αρχαιολόγος φιλέλληνας και στη συνέχεια Έλληνας (πήρε την ελληνική υπηκοότητα και έζησε έως το τέλος της ζωής του στην Ελλάδα). Αυτός  τα έτη 1874 και 1875 διέμεινε στο Λεωνίδιο, για να μάθει την τοπική τσακωνική διάλεκτο και για να πληροφορηθεί τα της συμμετοχής των Τσακώνων στην Επανάσταση του 1821 από τους επιζώντες γέροντες αγωνιστές.
 
Στα όσα ο Δέφνερ έγραψε για τη συμμετοχή των Τσακώνων στην Επανάσταση του 1821 συνέβαλε ο συμβολαιογράφος του Λεωνιδίου Νικόλαος Ζωγράφος. Στις 16 Μαρτίου 1821 ήταν παρών στην μετά τη Θεία Λειτουργία και Δοξολογία κήρυξη της Επαναστάσεως από τους Τσάκωνες στον ιστορικό ναό της Παναγίας στο Λεωνίδιο. Παρών επίσης στη σύλληψη αξιωματικού του Ιμπραήμ, το 1826, που αποκάλυψε στους Τσάκωνες ότι  οι Αιγύπτιοι δεν θα επιτεθούν στο Λεωνίδιο, γιατί φοβούνται ότι θα εγκλωβιστούν εκεί και θα συντριβούν. Σχετικά με τη συμμετοχή των Τσακώνων στην Επανάσταση έγραψαν, μεταξύ άλλων, ο Νικ. Σπηλιάδης στην «Ιστορία» του και ο Φωτάκος στα «Απομνημονεύματά» του.
 
Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τρεις μήνες, προ της έκρηξης της Επανάστασης με οικείους του ετοίμαζαν όπλα και πολεμοφόδια στο σπίτι του. Στις 18 Μαρτίου με τετρακόσιους Τσάκωνες αγωνιστές αναχώρησε από το Λεωνίδιο προς πολιορκία της Μονεμβασίας. Παράλληλα έστειλε στις Σπέτσες τον πεθερό του Αναγνώστη Τροχάνη για να προωθήσει την από θαλάσσης  βοήθεια των Σπετσιωτών στην πολιορκία, με κίνητρο όσα σημειώθηκαν προηγουμένως. Οι Σπετσιώτες έστερξαν και πολιόρκησαν  την Μονεμβασία με έξι μπρίκια (Μιχ. Δέφνερ «Η δράσις των Τσακώνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Πελοποννησιακά, Τόμος ΚΑ΄, Αθήναι, 1955, 202-203).
 
Η μετά από σκληρό αγώνα παράδοση της Μονεμβασίας από τους Τούρκους έγινε στον Καντακουζηνό, αντιπρόσωπο του αρχηγού Δημ. Υψηλάντη. Γράφει η «Λάκαινα»: «Προ δε του Καντακουζηνού ο Βέης γονατίζει και σπάθην χρυσοπάρυφον και κλείδας του κομίζει. Ο δε την σπάθην έζωσε στον Καπετάν Γιωργάκη, τας κλείδας δ’ έλαβεν αυτός θέσας εις το θυλάκι. Και “Ζήτω η κλεινή Ελλάς και η Ελευθερία!” κράζουσι και πυροβολούν στρατός κι από τα πλοία» (Θεοδώρου Πρωτοπαπά Οικονόμου του και Κανικλέους «Η Λάκαινα», ιστορικόν ποίημα, Εν Αθήναις, Τυπογρ. Δ. Ειρηνίδου, 1859, στίχοι 3068-3073).
 
Μετά την άλωση της Μονεμβασιάς ο Γεώργιος Μανωλάκης ποθούσε να συμμετάσχει στην άλωση της Τριπολιτσάς, που είχε αρχίσει  στις αρχές Ιουνίου 1821, και δεν χρειάστηκε να τον παροτρύνει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τον ονόμαζε «Γεωργάκη τον Τζάκονα» (Θεοδ. Κολοκοτρώνη «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής 1770-1836», Αθήνησιν, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1846, σελ. 80). Την 3η Αυγούστου ήταν στην περιοχή της Τριπόλεως, επικεφαλής 500 ανδρών.
 
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο πορθητής της Τριπολιτσάς ήταν ο Μανώλης Ντούνιας (ή Δούνιας), από το σώμα των Τσακώνων του καπετάν Γεωργάκη, όπως αναφέρει σωστά ο Νικόλαος Σπηλιάδης («Απομνημονεύματα 1821-1843», Αθήναι, 1972, Τ. Α΄, σελ. 243). Λόγω του μεγάλου ηρωισμού και αθανάτου κλέους του πορθητού αγωνιστές και ιστορικοί παρέκαμψαν το γεγονός, ή το αλλοίωσαν... Ένας μύθος που λέγεται θεωρούσε ως πορθητή κάποιον «Κεφάλα», που, για τους Τσάκωνες, δεν ήταν άλλος από τον καπετάν Γεωργάκη Μανωλάκη, πούχε το παρατσούκλι «Κεφάλας» (Ανωνύμου «Η Κυνουρία κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν», Αθήναι, 1930, σελ. 15 και 42).
 
Στον Εμφύλιο και στις συνωμοσίες των φατριών που είχαν σχηματίσει οι Κωλέττης και Μαυροκορδάτος με τους Κουντουριώτες σε βάρος των στρατιωτικών ο Γεωργάκης Μανωλάκης ήταν σταθερά υπέρ του Κολοκοτρώνη  και των άλλων στρατιωτικών (Βλ. Θάνου Βαγενά «Ο καπετάν Γεωργάκης Μανωλάκης – Μιχαλάκης», Εκδ. Συλλόγου «Λεωνίδιον», Αθήναι, 1973, σελ. 65-108). Όταν ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε από το μοναστήρι της Ύδρας και ανέλαβε πάλι την ηγεσία των Ελλήνων στον πόλεμο κατά του Ιμπραήμ, κάλεσε με έγγραφό του τον «Γεωργάκη τον Τζάκονα» να τεθεί υπό τις διαταγές του, πράγμα που έγινε καθώς ήτανε πάντα ο πιστός στον Γέρο του Μοριά καπετάνιος.
 
Για τα μετεπαναστατικά του χρόνια λίγα είναι γνωστά. Ένα από αυτά είναι ότι βοήθησε στο να μαθαίνουν γράμματα τα Τσακωνόπουλα, με τη συμβολή του στη δημιουργία «Γενικής Σχολής» στο Λεωνίδιο. Ένα ακόμη που πληροφορούμαστε από τη διαθήκη που άφησε είναι ότι ανεψιός του ήταν ο αγωνιστής του 1821 Γιαννάκης Σαραντάρης, πρόγονος του σημαντικού ποιητή και στοχαστή Γιώργου Σαραντάρη και του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Σαραντάρη (1933- ), που είναι εκ των συγχρόνων ευεργετών του Λεωνιδίου. Για τον Μανωλάκη γράφτηκαν και δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά γράφει: «...Περίμενε Τρομπολιτσά, σε δυο, σε τρεις ημέρες, θαρθούν τα Τσακωνόπουλα και ο καπετάν Γεωργάκης να ιδής Πραστιώτικο σπαθί, τσακώνικο ντουφέκι...» (Γ. Παπαγεωργίου «Ιστορία του Πραστού», Αθήναι, 1970, σελ. 111).
 
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Thursday 2 September 2021

Η Μικρασιατική καταστροφή κι εμείς

 
Τις ημέρες αυτές εντονότερα αναπολούμε τί είχαμε και τί χάσαμε στη Μικρά Ασία. Ξεριζώθηκε ο Ελληνισμός, που άνθησε εκεί για 3.000 χρόνια. Άντεξε σε πολλούς κατακτητές: Πέρσες, Ρωμαίους, Άραβες, Οθωμανούς, και διατήρησε την ταυτότητά του. Ο Χριστιανισμός καλλιεργήθηκε και καρποφόρησε σε αυτά τα μέρη, αναδεικνύοντας Μάρτυρες και Ομολογητές της Πίστεως, όπως και Πατέρες της Εκκλησίας, που διατύπωσαν τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεώς μας.
 

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την Ελλάδα με το μέρος των νικητών φούντωσαν οι ελπίδες ότι ήρθε η ώρα να απελευθερωθούν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, όπως είχαν νωρίτερα απελευθερωθεί οι αδελφοί τους της Κρήτης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Οι μεγάλες δυνάμεις της Αντάντ – Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία -, με τις οποίες ήμασταν σύμμαχοι  εναντίον της Τουρκίας και της Γερμανίας, αντί να συμβάλουν  να κατατροπώσουμε τον κοινό αλλόθρησκο εχθρό, τον εξόπλισαν και του προσέφεραν  τις υπηρεσίες τους σε βάρος της Ελλάδος... Ήταν η πολλαπλή φορά από τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους που οι υποτιθέμενοι σύμμαχοί μας Άγγλοι και Γάλλοι υποστήριζαν αναφανδόν τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τουρκοφιλία των Άγγλων συνεχίζεται έως τις ημέρες μας, στο θέμα της Κύπρου και του Αιγαίου...
 
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια της μητέρας μου, κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ήσαν από τους τυχερούς που δεν εσφάγησαν κατά τον... «συνωστισμό» τους στην προκυμαία της Σμύρνης. Ένας από τους πρώτους Έλληνες που λυντσαρίστηκαν από τον τουρκικό όχλο ήταν ο ιερομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Το ράσο βάφτηκε  με αίμα στην έναρξη της Επανάστασης του 1821 και τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ και Συνοδικών Αρχιερέων και στην Καταστροφή του 1922, με τη σφαγή του Χρυσοστόμου Σμύρνης και άλλων Ιεραρχών  και κληρικών της Μικράς Ασίας.
 
Για την βαρβαρότητα των Τούρκων ο Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των τραγικών συμβάντων, έγραψε: «Μια από τις δυνατότερες μνήμες που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος...».
 
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας στην ελεύθερη Ελλάδα άρχισε από το μηδέν. Με πολύ κόπο και ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες αναπτύχθηκε και βοήθησε στην πρόοδο της χώρας. Τώρα όλοι μας πρέπει να προσέξουμε. Όπως είχε πει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος το 1453 ο Ελληνισμός έχασε την ανεξαρτησία του, αλλά διατήρησε τα εδάφη του και την ταυτότητά του. Το 1922 έχασε τα εδάφη του στη Μικρά Ασία, αλλά διατήρησε την ταυτότητά του. Τώρα κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά του και δεν θα  έχει πια τίποτα... Αν χρωστάμε κάτι στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, όσους σφαγιάστηκαν και όσους κατέφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα και συνετέλεσαν στην ανάπτυξή της, είναι να παραδώσουμε ατόφια στους επόμενούς μας την ιδιοπροσωπία και τις αρετές που παραλάβαμε από αυτούς.
 
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου