Ταξιδεύουμε ἀπάνου στὴ στιγμή. Μιὰ στιγμὴ ποὺ ξεκινάει ἀπό τὴ σιωπὴ καὶ, πρὶν προφτάσει νὰ ζήσει, ξαναπέφτει στὴ σιωπή.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
Μεσονύχτιες στιγμές, μέσα στῶν οἰκτιρμῶν Του τὸ πέλαγος καὶ τὴ βεβαιωμένη Του παρουσία, ποὺ ἐξατμίζει κάθε ἴχνος φόβου καὶ ἀνησυχίας καὶ κραταιώνει τὴν ψυχὴ γιὰ τὸ ἐπερχόμενο, κι ἴσως ὀδυνηρό, ξημέρωμα: αὐτὸ τὸ προαύλιο τῆς καθημερινότητας.
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται ποικίλες μουσικές, κρωγμοὶ ἀπὸ τὰ νυχτοπούλια, ἄλλοι ἦχοι παράξενοι τῆς νύχτας, πού ὑφαίνουν γύρω σου τὸ χιτώνα τῆς ἀγωνίας καὶ κάποτε τῆς ἀπελπισίας. Γιὰ τὴν ὅποια ἀβεβαιότητα ὑπάρχει γύρω ἤ καὶ μέσα σου. Γιατὶ τὴν ἐλπίδα τὴν ἄνέθεσες σ᾿ Ἐκείνη, ποὺ ὡς ἄλλη Μάνα σοῦ παραστέκει μὲ τὴν γνησιότητα τῆς Ἀγάπης καὶ τῶν πρεσβειῶν Της τὴν προστασία. Ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὴ στηρίζεσαι μέσα σὲ τοῦτο τὸν ἄσπλαχνο κόσμο.
Σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ, λοιπὸν, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ κι ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ποικίλους τρόπους διαθλᾶται μέσα καὶ γύρω σου. Σιωπὴ αἰνιγματική, ἀλλὰ καὶ πρὸς παιδαγωγίαν· μὲ ἐρωτήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ στέρεες ἀπαντήσεις, ποὺ χαρακτηρίζουν καίρια καὶ κορυφαία ἐτούτη Του συμπεριφορά. Μιὰ συμπεριφορά, δηλαδή, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσεις, νὰ τὴ σπουδάσεις καὶ ἐνδεχομένως νὰ τὴν ἐξετάσεις, μελετώντας την μὲ εἰλικρίνεια, ἀπαιτεῖται νὰ περπατήσεις δρόμους παράλληλους: δρόμους διαδοχῆς καὶ μαθητείας ποὺ σοῦ προσφέρονται μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐμβιωμένη πραγματικότητα, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ἀδίσταχτη τὴν καθημερινότητα. Γιατὶ ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅπως ἠ σιωπὴ τοῦ γονιοῦ, τοῦ κάθε γονιοῦ, σὲ ὧρες φαρμακωμένες καὶ ἀνήλιαγες, ὅταν μέσα σὲ στιγμὲς ταραχῆς καὶ κλυδωνισμοῦ σφίγγει τὰ χείλη, χαμηλώνει τὰ μάτια καὶ σφιχτοδένει τὰ χέρια, λὲς καὶ κρατεῖ τὸ εἶναι του ὅλο σὲ ἐγρήγορση, ὅπως σὲ ὥρα καταποντισμοὺ ὁ καπετάνιος περιμαζεύει ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ κοιτάζει νὰ σώσει τὸ πλοῖο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ. Παραδειγματικὴ ἔκφραση αὐτῆς τῆς θείας Σιωπῆς, ἡ Σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἡγεμόνος . «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Μτθ. 26, 63). Ἡ σιωπὴ τῶν Ἁγίων ποὺ καθημερινὰ τοὺς ἐμπαίζουμε, μὲ ποικίλους τρόπους καὶ συμπεριφορές…
Σπουδάζοντας τὴ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ βρίσκεις ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματὰ σου, γιατὶ συνυπολογίζεται αὐτὴ ἡ σιωπὴ μὲ τὴ δικὴ σου προσπάθεια γιὰ ἐπανεύρεση τοῦ ἑαυτοῦ σου, γιὰ τὸν ἐπανακαθορισμὸ τοῦ «χαμένου κέντρου» τῆς ζωῆς σου, τὸ ὁποῖο ἀνακαλύπτεις σιγὰ-σιγὰ σκάβοντας μέσα σὲ δεδομένα ἀποστασίας καὶ μικροπρέπειας ἀπέναντὶ Του. Ἀνακαλύπτεις τότε στιγμὲς ἐπισκέψεών Του μέσα σου, ὅταν ἐσὺ δὲν ἤσουν ἕτοιμος, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἐπέμενε: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω...» (Ἀποκ. 3, 20). Καὶ τότε σκέφτεσαι πόσος χρόνος πῆγε χαμένος δίχως τὴν παρουσία Του, ἔστω καὶ τὴ σιωπηλὴ παρουσία Του, μέσα στὸν κόσμο ποὺ φρονεῖ πάντα τὰ δικὰ του καὶ ἐπιμένει στὸ θελημὰ του, ποὺ, ὅσο περνᾶνε τὰ χρόνια, ὅλο καὶ χειροτερεύει, γιατὶ ἐκπληρώνεται ἡ Προφητεία τοῦ Μ. Ἀντωνίου. « Ἔρχεται καιρὸς.» Κι ὄχι ἁπλῶς ἐκπληρώνεται, ἀλλὰ πιστοποιεῖται ὡς μιὰ θεμελιωμένη ἀξία τῆς ἐμβιωμένης Σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ κόπους, εὐχὲς, ἀγρυπνίες, πειρασμῶν ἐπιδρομὲς καὶ ἀνθρώπων διαβολὲς, ἀποκρυπτογραφήθηκε καὶ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βέβαιο τῆς ἑρμηνείας της στέλεχος: παρακαταθήκη καὶ κληρονομία εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι συν-ομιλία μὲ τὸν προσευχόμενο, τὸν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκόμενο, τὸν ἀπελπισμένο μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου, τὸν ἀναβαίνοντα τὸν προσωπικὸ του Γολγοθᾶ ἀναζητώντας, εἰς μάτην, κάποτε, τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο. Ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀσθενείας. Τότε δηλαδὴ ποὺ μέσα στὴ δοκιμασία ἔρχεται ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ. «…καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς· κακεῖ Κύριος» (Γ᾿ Βασ. 19, 12).
Συγχωρέστε με ποὺ δὲν κατάφερα μέχρι σήμερα ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσω τὴ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ «ἔτι καὶ ἔτι». Ὅ,τι γράφω εἶναι σημεῖα ποὺ μοῦ πρόσφεραν κάποιοι ἀδελφοὶ, ἔμπιστοι Ἐκείνου καὶ δαψιλῶς εὐεργετούμενοι, μὲ ἰχνογραμμένη πάνω τους τὴν ἐλπιδοφόρο σκέπη καὶ συνδρομή: ἐξάπαντος μαθητεία ὅλων μας...
Ἐπισημείωση: Εἶχε γραφεῖ τὸ παραπάνω, ὅταν διάβασα τὸ σενάριο τῆς ταινίας τοῦ Ἴγκριντ Μπέρκμαν, «Οἱ Μεταλαμβάνοντες». Ἐκεῖ κατάλαβα πὼς ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίκρα Του ποὺ διαρκεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτολμίας μας, τὶς σκοτεινὲς μας ψυχὲς καὶ, φυσικά, γιὰ μᾶς τοὺς κληρικούς, ἡ ἀπουσία τοῦ γνήσιου λόγου μας ποὺ θὰ παιδαγωγήσει, θὰ περιθάλψει, θὰ νοηματοδοτήσει τὴ ζωή μας. Γιατὶ καθημερινὰ φορτώνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ποικιλία ἐνασχολήσεων, μεριμνῶν καὶ ναρκισσισμοῦ. Ὁ Θεὸς, νοιώθουμε, ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπέναντί μας, ὄπως ὁ κάθε γονιός, κι ἐμεῖς ἔχουμε μόνο δικαιώματα, καὶ καμμιὰ ὑποχρέωση γιὰ εὐγνωμοσύνη (πρβλ. Λκ. 17, 11-19), τὰ ὁποῖα καὶ μὲ γκρίνια διεκδικοῦμε συνεχῶς.
Φυσικὰ τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ διαμετρικὰ ἀντίθετα μὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ πράττουμε. Νομίζουμε, δηλαδή, ὅτι ὁ βίος μας εἶναι πεδίο ἀνταγωνισμῶν, ὅπου ἐμεῖς ἀπομένουμε θεατὲς καὶ κάποιοι ἄλλοι ἐπιμένουν ν᾿ ἀγωνίζονται. Γιατὶ πιστεύουμε, πὼς, ὅπως ἐξαπατοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ στὸ Θεὸ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀκούει σωπαίνει διακριτικὰ καὶ μὲ σημασία, ἀφοῦ μᾶς δίνει καιρὸ… Τὸν ὅποιο καιρὸ γιὰ νὰ βροῦμε τὶς παραμέτρους ἐκεῖνες ποὺ θὰ μᾶς ξανατοποθετήσουν σιμὰ Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναζητώντας τὸ κλειδὶ ποὺ θ᾿ ἀνοίξει τὴ θύρα τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ θὰ κατορθώσουμε νὰ Τὸν ἐπισκεφθοῦμε καὶ νὰ συνομιλήσουμε μαζὶ Του, θρυμματίζοντας τὴν πολύμηνη ἤ πολυετῆ Σιωπή Του, ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ στὶς μέρες μας, ἀλλοίμονο, ποῦ καὶ πῶς νὰ βρεθοῦν...
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται ποικίλες μουσικές, κρωγμοὶ ἀπὸ τὰ νυχτοπούλια, ἄλλοι ἦχοι παράξενοι τῆς νύχτας, πού ὑφαίνουν γύρω σου τὸ χιτώνα τῆς ἀγωνίας καὶ κάποτε τῆς ἀπελπισίας. Γιὰ τὴν ὅποια ἀβεβαιότητα ὑπάρχει γύρω ἤ καὶ μέσα σου. Γιατὶ τὴν ἐλπίδα τὴν ἄνέθεσες σ᾿ Ἐκείνη, ποὺ ὡς ἄλλη Μάνα σοῦ παραστέκει μὲ τὴν γνησιότητα τῆς Ἀγάπης καὶ τῶν πρεσβειῶν Της τὴν προστασία. Ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὴ στηρίζεσαι μέσα σὲ τοῦτο τὸν ἄσπλαχνο κόσμο.
Σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ, λοιπὸν, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ κι ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ποικίλους τρόπους διαθλᾶται μέσα καὶ γύρω σου. Σιωπὴ αἰνιγματική, ἀλλὰ καὶ πρὸς παιδαγωγίαν· μὲ ἐρωτήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ στέρεες ἀπαντήσεις, ποὺ χαρακτηρίζουν καίρια καὶ κορυφαία ἐτούτη Του συμπεριφορά. Μιὰ συμπεριφορά, δηλαδή, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσεις, νὰ τὴ σπουδάσεις καὶ ἐνδεχομένως νὰ τὴν ἐξετάσεις, μελετώντας την μὲ εἰλικρίνεια, ἀπαιτεῖται νὰ περπατήσεις δρόμους παράλληλους: δρόμους διαδοχῆς καὶ μαθητείας ποὺ σοῦ προσφέρονται μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐμβιωμένη πραγματικότητα, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ἀδίσταχτη τὴν καθημερινότητα. Γιατὶ ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅπως ἠ σιωπὴ τοῦ γονιοῦ, τοῦ κάθε γονιοῦ, σὲ ὧρες φαρμακωμένες καὶ ἀνήλιαγες, ὅταν μέσα σὲ στιγμὲς ταραχῆς καὶ κλυδωνισμοῦ σφίγγει τὰ χείλη, χαμηλώνει τὰ μάτια καὶ σφιχτοδένει τὰ χέρια, λὲς καὶ κρατεῖ τὸ εἶναι του ὅλο σὲ ἐγρήγορση, ὅπως σὲ ὥρα καταποντισμοὺ ὁ καπετάνιος περιμαζεύει ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ κοιτάζει νὰ σώσει τὸ πλοῖο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ. Παραδειγματικὴ ἔκφραση αὐτῆς τῆς θείας Σιωπῆς, ἡ Σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἡγεμόνος . «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Μτθ. 26, 63). Ἡ σιωπὴ τῶν Ἁγίων ποὺ καθημερινὰ τοὺς ἐμπαίζουμε, μὲ ποικίλους τρόπους καὶ συμπεριφορές…
Σπουδάζοντας τὴ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ βρίσκεις ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματὰ σου, γιατὶ συνυπολογίζεται αὐτὴ ἡ σιωπὴ μὲ τὴ δικὴ σου προσπάθεια γιὰ ἐπανεύρεση τοῦ ἑαυτοῦ σου, γιὰ τὸν ἐπανακαθορισμὸ τοῦ «χαμένου κέντρου» τῆς ζωῆς σου, τὸ ὁποῖο ἀνακαλύπτεις σιγὰ-σιγὰ σκάβοντας μέσα σὲ δεδομένα ἀποστασίας καὶ μικροπρέπειας ἀπέναντὶ Του. Ἀνακαλύπτεις τότε στιγμὲς ἐπισκέψεών Του μέσα σου, ὅταν ἐσὺ δὲν ἤσουν ἕτοιμος, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἐπέμενε: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω...» (Ἀποκ. 3, 20). Καὶ τότε σκέφτεσαι πόσος χρόνος πῆγε χαμένος δίχως τὴν παρουσία Του, ἔστω καὶ τὴ σιωπηλὴ παρουσία Του, μέσα στὸν κόσμο ποὺ φρονεῖ πάντα τὰ δικὰ του καὶ ἐπιμένει στὸ θελημὰ του, ποὺ, ὅσο περνᾶνε τὰ χρόνια, ὅλο καὶ χειροτερεύει, γιατὶ ἐκπληρώνεται ἡ Προφητεία τοῦ Μ. Ἀντωνίου. « Ἔρχεται καιρὸς.» Κι ὄχι ἁπλῶς ἐκπληρώνεται, ἀλλὰ πιστοποιεῖται ὡς μιὰ θεμελιωμένη ἀξία τῆς ἐμβιωμένης Σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ κόπους, εὐχὲς, ἀγρυπνίες, πειρασμῶν ἐπιδρομὲς καὶ ἀνθρώπων διαβολὲς, ἀποκρυπτογραφήθηκε καὶ μᾶς δόθηκε μὲ τὸ βέβαιο τῆς ἑρμηνείας της στέλεχος: παρακαταθήκη καὶ κληρονομία εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι συν-ομιλία μὲ τὸν προσευχόμενο, τὸν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκόμενο, τὸν ἀπελπισμένο μὲ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου, τὸν ἀναβαίνοντα τὸν προσωπικὸ του Γολγοθᾶ ἀναζητώντας, εἰς μάτην, κάποτε, τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο. Ἡ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀσθενείας. Τότε δηλαδὴ ποὺ μέσα στὴ δοκιμασία ἔρχεται ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ. «…καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς· κακεῖ Κύριος» (Γ᾿ Βασ. 19, 12).
Συγχωρέστε με ποὺ δὲν κατάφερα μέχρι σήμερα ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσω τὴ Σιωπὴ τοῦ Θεοῦ «ἔτι καὶ ἔτι». Ὅ,τι γράφω εἶναι σημεῖα ποὺ μοῦ πρόσφεραν κάποιοι ἀδελφοὶ, ἔμπιστοι Ἐκείνου καὶ δαψιλῶς εὐεργετούμενοι, μὲ ἰχνογραμμένη πάνω τους τὴν ἐλπιδοφόρο σκέπη καὶ συνδρομή: ἐξάπαντος μαθητεία ὅλων μας...
Ἐπισημείωση: Εἶχε γραφεῖ τὸ παραπάνω, ὅταν διάβασα τὸ σενάριο τῆς ταινίας τοῦ Ἴγκριντ Μπέρκμαν, «Οἱ Μεταλαμβάνοντες». Ἐκεῖ κατάλαβα πὼς ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίκρα Του ποὺ διαρκεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτολμίας μας, τὶς σκοτεινὲς μας ψυχὲς καὶ, φυσικά, γιὰ μᾶς τοὺς κληρικούς, ἡ ἀπουσία τοῦ γνήσιου λόγου μας ποὺ θὰ παιδαγωγήσει, θὰ περιθάλψει, θὰ νοηματοδοτήσει τὴ ζωή μας. Γιατὶ καθημερινὰ φορτώνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ποικιλία ἐνασχολήσεων, μεριμνῶν καὶ ναρκισσισμοῦ. Ὁ Θεὸς, νοιώθουμε, ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπέναντί μας, ὄπως ὁ κάθε γονιός, κι ἐμεῖς ἔχουμε μόνο δικαιώματα, καὶ καμμιὰ ὑποχρέωση γιὰ εὐγνωμοσύνη (πρβλ. Λκ. 17, 11-19), τὰ ὁποῖα καὶ μὲ γκρίνια διεκδικοῦμε συνεχῶς.
Φυσικὰ τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικὰ καὶ διαμετρικὰ ἀντίθετα μὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ πράττουμε. Νομίζουμε, δηλαδή, ὅτι ὁ βίος μας εἶναι πεδίο ἀνταγωνισμῶν, ὅπου ἐμεῖς ἀπομένουμε θεατὲς καὶ κάποιοι ἄλλοι ἐπιμένουν ν᾿ ἀγωνίζονται. Γιατὶ πιστεύουμε, πὼς, ὅπως ἐξαπατοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, θὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ στὸ Θεὸ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀκούει σωπαίνει διακριτικὰ καὶ μὲ σημασία, ἀφοῦ μᾶς δίνει καιρὸ… Τὸν ὅποιο καιρὸ γιὰ νὰ βροῦμε τὶς παραμέτρους ἐκεῖνες ποὺ θὰ μᾶς ξανατοποθετήσουν σιμὰ Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναζητώντας τὸ κλειδὶ ποὺ θ᾿ ἀνοίξει τὴ θύρα τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου καὶ θὰ κατορθώσουμε νὰ Τὸν ἐπισκεφθοῦμε καὶ νὰ συνομιλήσουμε μαζὶ Του, θρυμματίζοντας τὴν πολύμηνη ἤ πολυετῆ Σιωπή Του, ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ στὶς μέρες μας, ἀλλοίμονο, ποῦ καὶ πῶς νὰ βρεθοῦν...
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
No comments:
Post a Comment