Ἀπὸ τὶς σιωπηλὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ χωριοῦ ποὺ πέρασες
σήμερα, δὲν ἀναδίνονταν μήτε ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ καπαμᾶ, μήτε τὸ ἄρωμα τῆς
κολοκυθόπιττας, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἡ ἀπαλὴ, ἡ εὐωδία τοῦ ρυζόγαλου μὲ τὰ ψήγματα τῆς
βανίλιας νὰ τοῦ προσθέτουν ἄρωμα καὶ γευστικότητα. Πέρασες, λοιπὸν, καὶ τὸ μόνο
ποὺ γεύτηκες ἦταν τὸ πασπάλισμα ἀπό τὶς ἀναμνήσεις, ποὺ σοῦ χτύπησαν, γι᾿ ἄλλη
μιὰ φορά, τὴ θύρα τῆς ψυχῆς, ἄγγιξαν τὶς ἱερὲς τῆς εὐαισθησίας σου χορδὲς κι ὕστερα
σοῦ ψιθύρισαν ὅτι ἔπρεπε νὰ κάμεις, ἀκόμα μὲ περισσότερη ἀντοχὴ, τὸ χρέος
σου: νὰ πεῖς, δηλαδή, δυὸ λόγια, μέρες ποὺ εἶναι, γιὰ τὸ παλιό σου
τὸ χωριό.
Οἱ παλιοὶ οἱ Κληματιανοὶ, τὸ γνώριζες πολὺ καλά, ὅτι
σέβονταν ἀπεριόριστα τὴ μέρα αὐτὴ, ἴσως γιατὶ συνορεύει μὲ τὴ ἱερότητα τοῦ
Ψυχοσάββατου, ποὺ ἀρχίζει ἀπό αὔριο τὸ ἀπόγευμα μὲ τὸν ἑσπερινό. Ἔτσι, μὲ τὸ
σούρουπο, ἀφοῦ ἑτοίμαζαν τὸ φαῒ -κυρίως κρέας καπαμᾶ- τὸ ρυζόγαλο καὶ τὴν
παραδοσιακὴ κολοκυθόπιτα, ποὺ εὐωδίαζε ἀπό τὴ κανέλλα, τὰ γαρύφαλα, τὸ γνήσιο
γίδινο γάλα καὶ τὸν εὔγευστο σπιτικὸ τραχανᾶ, μαζεύονταν παρέες-παρέες στὰ
σπίτια συγγενῶν ἤ καὶ φίλων καὶ τιμοῦσαν δεόντως τὴν ἡμέρα αὐτή. Τὴν τιμοῦσαν μὲ
τὸ πλούσιο ἀποκριάτικο τραπέζι καὶ μὲ τὸ χορὸ, ποὺ τὸν συνέχιζαν ὅλοι μαζὶ πάνω
στ᾿ ἀβέρτο τοῦ σπιτιοῦ ὅπου συνάζονταν, μὲ τὴ συναίσθηση πάντα τὸ τὶ γιόρταζαν.
Καὶ τράνταζε τὸ πάτωμα ἀπό τὸ χορὸ, ἐνῶ τὰ τραγούδια ἀκολουθοῦσαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ
ἄλλο. «Ἆχ χειλά, ἆχ, χειλάκι μου γραμμένο / σὺ μὲ ἔ, σὺ μὲ ἔχεις τρελλαμένο….», «Ἀφοῦ καλέ, ἀφουγκραστίτι νὰ σᾶς
πῶ, ἀφουγκραστίτι νὰ σᾶς πῶ τὶ ἔκαμι μιὰ χήρα...» καὶ ἄλλα ἀκόμα.
Τὴν τιμητική τους εἶχαν αὐτή τὴ μέρα κι οἱ νεόνυμφοι ἤ
οἱ ἀρραβωνιασμένοι, ἀφοῦ ἔπρεπε ὅλο τὸ σόι νὰ μαζευτεῖ καὶ ν᾿ ἀποκρέψει, σ᾿ ὅποιο
σπίτι εἶχε μεγαλύτερο χῶρο, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἀπό τὰ σπίτια ἦταν πολὺ μικρὰ,
σχεδὸν μονόχωρα.
Τὰ ἴδια γλέντια γίνονταν καὶ στὸ Κάτω τὸ Χωριὸ, στὸ
Κάτω Κλῆμα, κυρίως σὲ σπίτια, μὲ τὸ ἴδιο τὸ κέφι καὶ τὴ σεμνότητα, χωρὶς ἀκρότητες-αὐτὲς
ἦταν μεμονωμένες καὶ γνωστὲς, γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν πάντα. Γιατὶ οἱ παλιοὶ
Κληματιανοὶ ἦταν πάντα κεφᾶτοι καὶ γλεντζέδες, στὸ μέτρο φυσικὰ τοῦ δυνατοῦ, γι᾿
αὐτὸ καὶ τιμοῦσαν τὶς μέρες αὐτὲς, τὶς κορυφαῖες τοῦ χρόνου, σφραγίζοντάς τες μὲ
μνῆμες τὶς ὁποῖες παρέδωσαν σὲ μᾶς γιὰ νὰ τοὺς θυμόμαστε καὶ παράλληλα νὰ
μαθαίνουμε ὅτι μὲ τὶς λεγόμενες «πολιτιστικὲς» ἐκδηλώσεις δὲν ἀνασταίνεται ἐκεῖνο
ποὺ εἶχε ζωὴ, εἰλικρινῆ σύνδεσμο, ἀπουσία συμφερόντων καὶ ὁπωσδήποτε μεγάλη
καρδιὰ…
Πέρασες, λοιπὸν, ἔξω ἀπό σπίτια κλειστὰ καὶ μὲ ἐλάχιστα
ἴχνη ἀπ᾿ τὸ χτὲς νὰ τὰ στεφανώνουν. Γιατὶ μόλις ἔφυγαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἴδια
τὰ σπίτια λύγισαν, ἄλλαξαν ὄψη, πένθισαν τὴν ἀπουσία τῆς γιορτῆς, τὸ ἀντάμωμα τῶν
ἀνθρώπων ποὺ δὲν θὰ ξαναγίνει, μὲ τὴν ἴδια τὴ γνησιότητα, τὴν εὐπρέπεια καὶ
σοβαρότητα, ἐπειδὴ ἔλλειψαν οἱ αὐθεντικοὶ γλεντζέδες καὶ Ἄνθρωποι…
Τσικνοπέμπτη 2012, Παλιὸ Κλῆμα
π. Κων. Ν. Καλλιανός