Εἶναι ὅμορφα ὅταν βρέχει. Κι ἄς εἶναι μουντὸς ὁ ὁρίζοντας, κι ἄς σέρνεται ἡ σιωπὴ στὸ δρόμο, ὅπως σέρνεται ἔξω στὸ δρόμο τὸ μικρὸ ποτάμι ποὺ κατεβαίνει γιὰ τὴ θάλασσα. Ναί, εἶναι ὅμορφα ὅλα γύρω, ἀφοῦ ἡ βροχὴ μὲ τὴ μουσική της παραμυθία
συντονίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὸ μέγιστο τῆς μοναξιᾶς προνόμιο, τὴν συγυρίζει καὶ συνάμα τῆς ἀναθέτει τὴν ἄλλη διακονία: νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ μιὰ σημαντικὴ καὶ κορυφαία ἐπίσκεψη. Ἀπαραίτητη ἐπίσκεψη, ποὺ γίνεται συνάμα καὶ καταφυγή. Στὸ σιωπηλὸ τὸ πατρικὸ τὸ σπίτι, ἐκεῖ ὅπου πρωτάκουσε, τότε στὰ πρῶτα της τὰ χρόνια, τὰ χλωρὰ αὐτὴ τὴ νοσταλγικὴ τῆς βροχῆς τὴ μουσική, καθὼς ρυθμικὰ ἔσταζε πάνω στὸ σκουριασμένο τσίγκο τοῦ χαγιατοῦ, κι ὕστερα κύλαγε γιὰ νὰ κατέβει στὸ δρόμο... Γιατὶ στοὺς σκοτεινούς μας καιροὺς ἡ ἀναζήτηση μιᾶς χλωμῆς, ἔστω, ρωγμῆς ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἀνέβει τὸ φῶς, εἶναι ἀπαραἰτητη, ὅπως ἀπαραίτητα εἶναι καὶ τὰ ἐφόδια τὰ πνευματικὰ ἐφόδια, ποὺ ἀνασύρουμε ἀπό μέσα μας, γιὰ νὰ ξορκίσουμε τὴν ὅποια δυστυχία. Ὄχι τὴ μοναξιά. Τὴ δυστυχία μονάχα, ποὺ γενᾶ ἡ ἀπραξία καὶ ἡ ἀπουσία, στὸ νὰ μὴν ἔχεις συντροφιά, δηλαδή. Ὄχι ἐξάπαντος ἀνθρώπινη συντροφιά, ἀλλὰ τὴ συντροφιὰ κάποιων ἀγαπημένων στιγμῶν, ποὺ τὶς φυλᾶς μέσα σου, ὅπως φυλᾶς τὴς παλιὲς οἰκογενειακὲς φωτογραφίες: αὐτὲς τὶς κρυσταλλωμένες στιγμὲς τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ὁποῖες, μάλιστα, καὶ μυστικὰ συν-διαλέγεσαι, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀναπαύει ἡ ἔστω κι αὐτὴ τους ἡ παρουσία.