ἤ, Μιὰ ἀνάγνωση τῆς ποιητικῆς συλλογῆς,
«Στῆς πριγκίπισσας
τὶς ὄχθες», Λονδίνο
2021, σσ. 43
«Δυὸ συνοδοιπόροι στὸ μονοπάτι τῆς Ποίησης, φίλοι μεταξύ
τους, ἡ Βασιλικὴ Β. Παπᾶ καὶ ὁ Τάσος Βυζάντιος» μᾶς προσφέρανε εὐγενῶς μιὰ φωτεινή, ἀλλὰ καὶ πρωτότυπη ποιητικὴ ἀνθολογία, στὴν ὁποία ταμιεύονται
ψελλίσματα εὐλαβικά, εὐαίσθητα καὶ καλογραμμένα κι ἀπὸ τοὺς δύο δημιουργούς. Ψελίσματα
τῆς ψυχῆς τους, λοιπόν, ἤ, μὲ λίγα λόγια ἐμβιωμένες καταθέσεις, ποὺ θυμίζουν χοροὺς ἱεροψαλτῶν: Τὸν Πρωτοψάλτη δηλ. καὶ τὸν Δομέστιχο, ποὺ εὐλαβικὰ συνεργάζονται, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ ἡ εὐλογημένη διακονία, ὅπως, πολὺ σωστά- ἀναφέρει κι ὁ κ. Λ. Τζόκας νὰ εἶναι ὄντως μιὰ «εὐτυχισμένη στιγμὴ» (σ. 6). Στιγμή, ὅπου παραμερίζονται ἐγωισμοί, συγκρούσεις καὶ περίεργοι ἀνταγωνισμοί, ποὺ ἄν δὲ συμμορφωθοῦν μὲ πειθαρχία καὶ ἀλληλοσεβασμό, θὰ χρειαστεῖ ἕνας τρίτος νὰ «βγάλει τὰ κάστανα ἀπὸ τὴ φωτιά», κατὰ τὴ σοφὴ λαϊκὴ ρήση. Ἔτσι, λοιπόν, τόσο ἡ κ. Παπᾶ, ὅσο καὶ ὁ π. Ἀναστάσιος ἀποφάσισαν νὰ μᾶς ἀποδείξουν τὸ Κυριακὸ λόγιο: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» Μτθ.
18, 20.
Ὁλιγοσέλιδο τὸ βιβλίο, ώστόσο πυκνὸ σὲ νοήματα καὶ ἀφορμὲς διαλόγων.
«Τὸ ποίημα
ὑπομονετικὰ περίμενε…»
(σελ. 17)
θὰ μᾶς πεῖ ὁ π. Ἀναστάσιος καὶ δὲν θἄχει ἄδικο. Γιατὶ θὰ μᾶς ἀπαντήσει ἡ κ. Παπᾶ:
«Ἄν καὶ τὸ μέλλον
μοιάζει νὰ ἀνήκει στοὺς ἀριθμούς
Κράτα γιὰ τὸ τέλος
μιὰ πλούσια
παλέτα μὲ χρώματα»
(σελ. 32)
ποὺ ἀσφαλῶς θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὅτι τὸ ποίημα, ὠς ἄλλη Δημιουργία, εἶναι μιὰ χαραμάδα ἐλπίδας μέσα στὸ ἔρεβος τῶν ὑπολογισμῶν καὶ τῶν προσθαφαιρέσεων, τὶς ὁποῖες μᾶς κληρονομεῖ ἡ καθημερινότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δικαίως, πάλι ἡ κ. Παπᾶ, θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ μοναδικὴ ἀντιβίωση ἀπέναντι σ’αὐτοὺς τοὺς θανατηφόρους γιὰ τὴν ὕπαρξη ἰοὺς εἶναι,
«Ὥρα νὰ κάνουμε
ταμεῖο… ὥρα μνήμης.
Τὰ παραμύθια
τοῦ παπποῦ (νὰ) ἔρχονται καὶ νὰ ξανάρχονται
Ξεθωριασμένα… ἀλλὰ πολὺ συχνά.
(Γιατὶ ἀναμφίβολα εἶναι καὶ παραμένουν
νὰ εἶναι)
Ἱστορίες ἑνὸς χαμένου
Παραδείσου
καὶ μιᾶς ἀληθινῆς ζωῆς
ποὺ ἔφυγε ἀνεπιστρεπτί…»
(σελ. 28)
Φοβᾶμαι, πὼς μὲ τὸ φτωχικό μου αὐτὸ γραφτὸ ὑποτιμῶ τὰ λαμπρὰ αὐτὰ ποιήματα τῆς ἐν ἐν λόγῳ συλλογῆς τῶν δύο δόκιμων ποιητῶν. Γιατὶ μέσα σ’αυτὸ τὸ βιβλίο τῶν σαράντα σελίδων συναντᾶς τὸ λυρισμό, τὴ νοσταλγία, τὴν ἀλήθεια, τὴν εἰλικρίνεια, ἀλλὰ καὶ τὸ Θεό: Τὸν ὄντως Δημιουργὸ καὶ ποιητὴ τοῦ παντός.
«Ὁ Ἅγιος ποὺ ἀγάπησαν
οἱ Ἀρχάγγελοι
ἀτενίζει
πάντα στοργικὰ
τὸ κερὶ ποὺ συνεχίζει
ἀκόμα νὰ φωτίζει,
σύμβολο ἐλπίδας
ἀναίρεση ἀπουσίας»!
(σελ. 31)
Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ τέλος, καθὼς κλείνω αὐτὸ τὸ ἄτεχνο κέιμενό μου, νὰ συγχαρῶ τοὺς ποιητές, ὄχι μόνο γιὰ τὸν εὔχυμο λόγο τους, ἀλλὰ καὶ γιατὶ παρέδωσαν τὸ ἔργο τους αὐτὸ μεταφρασμένο καὶ στὴν Ἀγγλικὴ γλῶσσα. Ἔπραξαν πολὺ σωστά, ἐπειδὴ ὅλο καὶ κάποιοι νέοι, ποὺ δε γνωρίζουν καλὰ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ ζοῦν «εἰς τὴν ξένην», θὰ μπορέσουν νὰ τὸ διαβάσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν ἔτσι μὲ τὸν εὐαίσθητο καὶ τρυφερό ψυχισμὸ τῶν δύο ποιητῶν.
π. Κ.Ν. Καλλιανός