«Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναί ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. Ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22, 20)
Κι ἐνῶ κάθε χρόνο,
τέτοια βραδυά,
κρατοῦμε τὴν ἀνάσα μας ἀνάμεσα σὲ δυὸ στιγμές, ἐκείνης, δηλαδή, ποὺ ἀπέρχεται καὶ τῆς ἄλλης ποὺ πρωτοεμφανίζεται βαφτισμένη μὲ νέο ὄνομα, -π.χ. 2016- καὶ συνοδεύεται ἀπὸ πολλὲς προσδοκίες, ὄνειρα καὶ προπάντων ἐλπίδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς μάθανε αὐτὸ τὸ καινούριο, ἀγχωτικὰ νὰ τὸ περιμένουμε αὐτὴ τὴ βραδυά, τὴ νύχτα, δηλαδή, τῆς 31ης
Δεκεμβρίου, τότε ποὺ ἀνταμώνουν οἱ δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ ἤ ὅταν ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε. πληροφορηθοῦμε τὴν ἔλευση τοῦ λεγόμενου νέου χρόνου. Κι
ἀμέσως κραυγάζουμε, εὐχόμαστε, χαιρόμαστε καὶ πίνουμε εἰς ὑγείαν. Γιατὶ κι ἡ ὥρα τὸ καλεῖ, ἀλλὰ περισσότερο ἐπειδή, μέρα ποὺ ξημερώνει, Πρωτοχρονιά,
δηλαδή, πρέπει νὰ εἴμαστε εὔθυμοι, χαμογελαστοί,
χαλαροί καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα καρφωμένη στὴν ψυχή, ὅπως τὰ στολίδια στοὺς τοίχους.
Ὅμως σὲ λίγη ὥρα, αὐτὸ τὸ πρῶτο σκίρτημα σιγά-σιγά ἀρχίζει ν᾿ ἀτονεῖ, νὰ ἐξατμίζεται, ἀφοῦ οἱ στιγμὲς τίποτε τὸ καινούριο πιὰ δὲν ἐμφανίζουν, γιατὶ δὲν διαφέρουν σὲ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ παρῆλθε. Χώρια ποὺ πάρα πολλὲς κουβέντες μας ἀναφέρονται σ᾿ αὐτὸ ποὺ πέρασε κι ὄχι σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς φάνηκε ὅτι μόλις ἔφτασε.
Γιὰ κάποιους ποὺ συνειδητοποιοῦν ἀπόψε τὴν ἐλαχιστότητα καὶ τὴν ἐφημερία τους, αὐτὴ ἡ βραδυὰ εἶναι οὐσιαστικὰ μιὰ ἐρεβώδης νύχτα, τὴν ὁποία καὶ καλούμαστε νὰ ὑπερβοῦμε. Νὰ τὴν ὑπερβοῦμε μὲ φιλόσοφο διάθεση καὶ ἔνθεη πειθαρχία, γιατὶ μονάχα ἔτσι θὰ κατορθώσουμε νὰ αἰτιολογήσουμε τὸ ἑξῆς: Γιατί, τάχα, καθόμαστε κάθε νύχτα τῆς 31 τοῦ Δεκέμβρη καὶ περιμένουμε νὰ πᾶνε οἱ δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ δώδεκα καὶ ἕνα; Περιμένουμε, ἄραγε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε κάτι, στὸ ἀόριστο, στὸ κρυμένο μέσα στὴν ὀμίχλη ποὺ περιβάλλει αὐτὸ τὸ καινούριο ποὺ ἔρχεται; Κι ὅμως στὸ βάθος ὅλων αὐτῶν ὑπάρχει μιὰ ἀπάντηση, ἀκαθόριστη μέν, ἀλλὰ στὰ θεμελιά της οὐσιαστική. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ἐξακριβωθεῖ, ἄν τελικὰ ἔχουμε καταλάβει τί
χρειάζονται τὰ γλέντια, οἱ εὐωχίες, οἱ χαρὲς καὶ οἱ πανηγυρισμοί, αὐτὴ τὴν νύχτα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ λεγόμενου νέου χρόνου. Κι
αὐτὸ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ «νέο», τὸ μόνο ποὺ μᾶς προσφέρει-πασπαλισμένο μὲ τὴ χρυσόσκονη τοῦ ἐνθουσιασμοῦ μας- εἶναι μιὰ παραπάνω γραμμὴ στὸ βιολογικό μας θερμόμετρο,
μιὰ προσέγγιση στὰ γερατειά καὶ μᾶς σιμώνει, ἀργὰ μέν, ἀλλὰ σταθερά, στὸ τέλος τοῦ ἐγκόσμιου βίου μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πικρὴ ἀλήθεια, ποὺ τὴν καλύπτει ὡστόσο, ὅλο αὐτὸ τὸ ἐνθουσιαστικό, γιορτινὸ πνεῦμα.
Ὅμως ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν ἔχει προσεχτεῖ ὅσο πρέπει καὶ κυρίως δὲν τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει: Τὸ ὅτι, αὐτὴ ἡ γιορτινὴ ἀτμόσφαιρα δὲν ἁπλώνεται γύρω μας τυχαῖα. Ἴσως στὸ βάθος της νὰ ὑπάρχει μιὰ μικρὴ σπίθα ἐπιθυμίας νὰ προσεγγίσουμε περισσότερο
τὸ Θεό, γι᾿ αὐτὸ καὶ χαιρόμαστε ποὺ ζυγώνουμε τὴν ἀναχώρησή μας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Ἑπομένως κι οἱ πανηγυρισμοὶ γιὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ παλιοῦ καὶ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ νέου, στὸ βάθος ἴσως κρύβουν τὴν ἐπιθυμία μας, ποὺ πλησιάζει αὐτὴ ἡ ἀναχώρηση. Ὅσο κι ἄν ἐπιμένουμε νὰ λέμε περισσότερες εὐχές, χρόνια πολλά κ.ἄ. ἀκόμα. Ὅλοι μας θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε αὐτὸ τὸ «νέο» στὴν προοπτικὴ τοῦ βιώματος τῶν πρώτων χριστιανῶν: «Ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. 22, 20).
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Πρωτοχρονιὰ 2015, Σκόπελος
No comments:
Post a Comment