Ἡ κάθε Γιορτὴ ἔχει ἀσφαλῶς τὸ εἰδικό της βάρος, ποὺ κατακάθεται στὴν ψυχὴ ὡς ἐμπειρία καὶ βίωμα φωτεινὸ καὶ ἀξεπέραστο. Γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ μνῆμες ἱερές, ἀπὸ εἰκόνες ποὺ κρυσταλλώνουν τὸ Χρόνο καὶ τὸν διακρατοῦν χλωρό, νεανικὸ καὶ αἰσιόδοξο. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ, ἄν τὸ ἐπιθυμεῖ, ἀξιοποιεῖ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Ἄν ὄχι, καταποντίζεται μαζί της. Καὶ νομίζω, πὼς ἐλάχιστοι θὰ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ξεκουράζονται
μέσα στὶς πολύτιμες ὧρες τῆς κάθε γιορταστικῆς ἀναπόλησης, καθὼς θ᾿ ἀφουγράζονται
φωνές, θὰ ξαναβλέπουν
πρόσωπα, θὰ συναντοῦν γεγονότα.
Γεγονότα ἀνεπανάληπτα πιά, ὡστόσο χωνεμένα
μέσα στὴν ἀκένωτη ἀρχειοθήκη τοῦ Χρόνου, ποὺ ξέρει νὰ συλλέγει ἐμπειρίες καὶ σὲ πρώτη εὐκαιρία νὰ μᾶς τὶς ξαναπροσφέρει.
Δεκαπενταύγουστος. Μὲ τὴν κορυφαία τῆς Παναγίας τὴν πάντιμο ἑορτὴ νὰ ξεκουκίζει τὸ κομποσχοίνι τῆς Μνήμης καὶ νὰ ξαναφέρνει σιμά
μας, μαζὶ μὲ τὸ ζείδωρο τὸ μελτέμι καὶ τὸ δροσερό, ἀλλὰ καὶ μυρωμένο ἀπόβραδο, εἰκόνες ἄφθιτες ἀπὸ τὴν καταιγίδα
κάποιων ἄλλων γεγονότων ποὺ πάσχισαν νὰ τὰ καλύψουν νὰ τ᾿ ἀφανίσουν...
Ὅπως τὸ δροσερὸ τὸ πρωϊνὸ στὴ φρεσκοπλυμένη τὴν αὐλὴ μὲ θέα τὸ πέλαγο ποὺ ρυτιδιάζει, καθὼς δέχεται τὸ πρῶτο τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἀλήθεια, λησμονιέται
ἐκείνη ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὸ νοτισμένο τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἀνάσα τῶν βασιλικῶν, τῆς ματζουράνας, τῶν γαρύφαλλων, ποὺ στόλιζαν, μέσα ἀπὸ τὶς ἀσβεστωμένες
γλάστρες τους, τὸ σπίτι. Κι ὕστερα, ἐκεῖνες οἱ πρῶτες χαρωπὲς καμπάνες, νὰ καλοῦν τὸν κόσμο στὴ Γιορτή! Γιορτὴ ντυμένη τὴ χαρμολύπη καὶ τὴ συγκίνηση... Γιορτὴ μὲ ὕμνους ἄχραντους δομημένη,
ὥστε νὰ νοιώθει ὁ κάθε πιστὸς ὅτι «ἐν τῇ
Κοιμήσει Της τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε...». Τὸν δικό Της τὸν κόσμο. Ὅπως τὸν ταπεινὸ χωρικὸ ποὺ νηστεμένος
ζυγώνει νὰ κοινωνήσει, νὰ νοιώσει ὅτι τίμησε τὴν Παναγιά. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν πορεύεται γιὰ τὸ σπίτι νὰ εὐφρανθεῖ στὴ γιορταστικὴ τὴν τράπεζα, ζεὶ μιὰ ἀπὸ τὶς ὑπέρλαμπρες ὧρες τοῦ βίου του.
Δεκαπενταύγουστος,
λοιπόν... Μὲ τὸ βραδυνὸ τὸ γλέντι στὴν πλατεῖα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ χορό, τὸν «κάβο» καὶ τοὺς παλιοὺς γλωσσιῶτες ὀργανοπαίχτες νὰ πασχίζουν νὰ σκορπίσουν χαρὰ καὶ κέφι... «Μὴ μὲ στέλνεις μάνα, στῆν Ἀμερική...», τό «Ἀμὰν, Μαρία...» κ.
τόσα ἄλλα. Πραγματικὸ παραδοσιακὸ γλέντι ποὺ τάϊζε τὸ χωριὸ αἰσιοδοξία καὶ εὐχές... Πολλὲς εὐχές. Εὐχὲς γιὰ ὑγεία, γιὰ καλὸ τυχερό, καλὸ «προυόδο», ἀλλὰ καὶ καλὸ μαξούλι. Ὅλα τοῦτα φερμένα μπροστά
Της νὰ τὰ εὐλογήσει, τέτοια
χρονιάρα μέσα...
Ἄντε καὶ τοῦ χρόνου, λοιπόν...
π.Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment