ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΑΛΙΚΟΜΠΕΝΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Νωρίς ακόμα, βγήκα να ποτίσω τις γλάστρες με τις φούξιες,
σκουλαρικιές τις έλεγε η γιαγιά μου, πριν πέσει ο ήλιος στο μπροστινό μπαξεδάκι
του σπιτιού. Το γρασίδι καταπράσινο χρειάζεται κούρεμα, ραδίκια, dendelions στα Αγγλικά, και ζοχοί με τις κίτρινες μαργαρίτες
φυτρώνουν ανάμεσα τους. Ο συργκάς έχει δυό τρία ανθάκια πάνω του και τα κλαδιά
του ζαμπούκου είναι γεμάτα από μαύρους σπόρους. Η αγριοκερασιά πέρασε το ύψος
του σπιτιού και θα χρειαστεί κλάδεμα, τον Φλεβάρη, γράφει το βιβλίο. Θα
περιμένει.
Διανύουμε ένα κιουτσούκ (μικρό) καλοκαιράκι που θα
λέγαμε, παιδάκια περνούν έξω από την καγκελόπορτα και τα πιό μικρά κρατιούνται
από τις μαμάδες και γιαγιάδες, με το άλλο χέρι βαστούν την καινούργια τους
τσάντα, "ακόμα δεν θα έχει και πολλά πράματα μέσα", σκέφτηκα. Μιά νεαρή μάνα σπρώχνει με το ελεύθερο της
χέρι μιά πουσέτα, μπάγκι λέγεται εδώ, με ένα μωρό μέσα που κοιμάται του καλού
καιρού και το σκυλάκι της οικογένειας συγχρονίζει τα βηματάκια του με αυτά της
υπόλοιπης συντροφιάς. "Good morning, lovely weather, ωραίος καιρός", χαιρετηθήκαμε, όπως συνηθίζουμε
γνωστοί και άγνωστοι. Στα νιάτα του ο Σεπτέμβρης, πρώτες μέρες του σχολείου και αυτά πάνε ταιριαστά.
Ετσι ταιριαστά και χεράκι-χεράκι πιαστήκαμε, στις αρχές
του Σχολικού έτους, με την Λίτσα για να πάμε εκδρομή στο Κιρέτς Μπουρνού,
ποδαράτο, όλο το Σχολείο. Έτσι είπε η κυρία Ευγενία. Το Κιρέτς Μπουρνού, δεν
ήταν κοντά. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, μας ενημερώνει πως ο Γύλλιος, Γάλλος
περιηγητής, τοπογράφος, βοτανολόγος και βάλε, που απεσταλμένος από τον βασιλιά
του, μεταξύ 1544 και 1547 έφτασε, υποθέτω δια θαλάσσης, δεν υπήρχε το TURK HAVA YOLLARI -οι Τουρκικές Αερογραμμές, τότε-
ούτε και η AIR FRANCE, για να ερευνήσει τα του τόπου μας, έγραψε:
"Πεντακόσια βήματα οδεύσας από την Θεραπείων, έφθασα εις την κοιλάδαν κτλ...". Λοιπόν
ερεύνησε ο άνθρωπος και άφησε τις εντυπώσεις του και ας ελπίσουμε πως σωστά τις
κατέγραψε.
Λοιπόν, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο, Pierre Gilles, που είναι το πραγματικό του όνομα στα Γαλλικά, υπάρχει και στα Λατινικά,
αλλά θα το αγνοήσουμε, δεν μας χρειάζεται, το χωριουδάκι στο οποίο
αναφερόμαστε, παλιά λεγόταν Διάλυθρα και πιό παλιά Κλείθρα ή Κλείδες του
Πόντου -να τι παθαίνει / μαθαίνει κανείς
αν ψαχουλεύει το Ιντερνέτ-, είχε πετροβουνοπλαγιές από μάρμαρα, βράχους, ασβεστόλιθους
και τέτοιου είδους πράγματα της φύσης, που κατέβαιναν μέχρι την θάλασσα, και
από αυτά τελικά πήρε την ονομασία του, αφού "κιρέτς" θα πει ασβέστης
στα Τουρκικά.
Που μείναμε; Ναι, στην πορεία για το Κιρέτς Μπουρνού.
Μακρύς μεν, αλλά γνωστός δε δρόμος, αφού πηγαίναμε εκει στο καζινάκι με όλη την
γυναικοπαιδοπαρέα των συγγενών τε και φιληνάδων, τα καλοκαίρια για απογευματινό
τσαγάκι, βυσσινάδα για τα παιδιά, με κουλουράκια και σιμίτια χαλκαδάκια. Με
γέλια και χαρές, με τα εργόχειρά μας στα καλαθάκια που μας τα αγόραζαν στο
ετήσιο Πανηγύρι του Γενέσιου Της Παναγίας, κοινώς και στην καθομιλουμένη, η
Παναγία Γκιόκ Σου (τόπος στα αντικρινά που το Εκκλησάκι γιορτάζει στις 8 του
μήνα το οποίο τόσο δεινοπάθησε στα Σεπτεμβριανά).
Ξεκινήσαμε λοιπόν, η πρώτη τάξη τραγουδώντας, "Πάμε
στο βουνό να κόψουμε αμόρια...", μπροστά, η δεύτερη καταπόδη με το ίδιο
τραγουδάκι και ούτω καθεξής. Πήραμε ίσια την κατηφόρα από το Σχολείο μας, την
Αστική Σχολή Θεραπείων, Tarabya Rum Ilkokulu, φτάσαμε στο σκιερό δρομάκι για να περάσουμε στο σοκάκι
του Αη Γιώργη, κάναμε τον Σταυρό μας,
μερικά μέτρα ακόμα και από εκεί γραμμή για την παραλία.
Βρεθήκαμε στην γωνία που τελειώνει το λιμάνι και αλλάζει
ο αέρας, συνεχίσαμε την πορεία μας, δυό - δυό και σύριζα στο πεζοδρόμιο που μας
χωρούσε τσίμα-τσίμα με την θάλασσα στα δεξιά μας, αρχίσαμε να προσπερνούμε τα
όμορφα σπίτια, γιαβγκίρια [1] ή ξύλινα, μεγάλα και επιβλητικά, αρχοντόσπιτα
τέλος πάντων. Πρώτα το Ιταλικό - κτίριο της Ιταλικής Πρεσβείας-, μετά, το
Γαλλικό, της Γαλλικής, που ήταν κάποτε, λένε οι ιστοριοδίφες, κατοικία της
οικογένειας Υψηλάντη και που κατακόκκινο φάνταζε στον αστραφτερό ήλιο, την
καγκελόπορτα του κήπου/πάρκου με τα
λογής-λογής λουλούδια, του Αγγλικού, που
είχε ένα μικρό σπιτάκι λίγο ψηλά, -το μεγαλόπρεπο κτίριο της Αγγλικής Πρεσβείας
(το είδα σε φωτογραφία) κάηκε παλαιότερα- , και ως εδώ ως εκεί, φτάσαμε στο
Ρούσικο. Όμορφο και αυτό. Έτσι τα λέγαμε, το Ιταλικό, το Γαλλικό, το Αγγλικό
κτλ και όλοι ξέραμε για τι μιλούσαμε. Παραπάνω δεν χρειαζόταν.
Κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον ουρανό, ούτε την θάλασσα
που το μαϊστράλι την ξελόγιαζε σε παιχνιδίσματα και αυτή με τσαχπινιά,
παρασυρόταν σε τσαλιμάκια ανεβάζοντας μικρές λευκές γλωσσίτσες, μαζί με κοπάδια
από παρλαδόρικα σταυριδάκια που έπαιζαν κυνηγητό μεταξύ τους. Κάποιοι έριχναν
τις καλαμιές τους, ε, θα τσιμπούσε κανένα,
έστω για μεζέ.
Η Λίτσα, αχ πόσο το θυμούμαι, έσφιξε το χέρι μου,
κάνοντας με να γυρίσω το πρόσωπό μου μπροστά. Ενα τσούρμο παιδιών ερχόταν
καταπάνω μας. Παιδάκια σαν και εμάς. Μερικά με κλάματα, άλλα κατσουφιασμένα,
αλλά όλα με μανίκια σηκωμένα. Παραξενεύτηκα αλλά δεν μυρίστηκα τίποτα, μέχρι
που φτάσαμε σε ένα κτίριο και μπήκαμε μέσα.
Η μυρωδιά εκεί πέρα με ενόχλησε. Τσαμασίρ σουγιού [2] και
σπίρτο σαν της Ζεχρά χανούμ, που μ' έβαζε ενέσεις και νοσοκομείο θύμιζε. Ένα-δυό
άντρες με άσπρα μακριά πουκάμισα, σαν του κυρ-Δημήτρη του μπακάλη, χαμογελαστοί
αλλά σοβαροί, μερικές γυναίκες γύρω-γύρω, μας υποδέχτηκαν με τα, "Hos Geldiniz (Καλώς ορίσατε) και buyurun (περάστε)". Καθόλου δεν μ’ άρεσε, μα καθόλου.
Τρόμαξα. Μπήκαμε στην σειρά, με πλησίασε κάποιος από αυτούς με τα μακριά
πουκάμισα, άρχισα να τρέμω και μετά, πάγωσα. Πάγωσα ή πέτρωσα; Το ίδιο κάνει.
Θυμούμαι μέχρι σήμερα, πως έμεινα σαν αυτό που λένε, στήλη άλατος. Δεν
υπερβάλλω. Το θυμούμαι. Μέχρι σήμερα!
Άλλες εποχές και η εκδρομή ήταν το Τουρκικό σχολείο του
Κιρέτς Μπουρνού που είχε διατεθεί εκείνη την μέρα, για να κάνουν φέλι
(εμβολιασμό) οι μαθητές των σχολείων της
περιοχής.
Δεν ξέρω τι έγινε μετά, ο δρόμος της επιστροφής σβήστηκε
από την μνήμη μου, όπως και όλα από την στιγμή που ο ασπροντυμένος
"κάποιος" ήρθε κοντά μου, οριστικά. Αυτό που έμεινε από εκείνη την
μέρα εκτός από τα του περιπάτου, ήταν οι λυγμοί, τα δάκρυα και το κλάμα μου,
στο αναπαυτήριο της διευθύντριας, της
κυρίας Ασπασίας περιμένοντας την μαμά μου, που εσπευσμένα ενημερώθηκε για τα
συμβάντα: Η κόρη της δεν εμβολιάστηκε, ο γιατρός αρνήθηκε να την εμβολιάσει, "το παιδί πρέπει να έπαθε σοκ"
και τα διάφορα. Με πήρε αγκαλιά και μετά
από το χέρι για να επιστρέψουμε στο σπίτι μας. Εκεί και όπως πάντα, γιαγιά,
θεία, θείος, περίμεναν με ανησυχία. Σε
λίγο έφθασε και ο μπαμπάς από "αντίκρυ" (Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου).
Ψου-ψου, οικογενειακό συμβούλιο με θέμα την αφεντιά μου, πεταχτές ματιές προς εμένα και αλληγορικά
σου-σου και μου-μου.
Μαθεύτηκε το πράγμα, "Θέλει ξύλο" είπαν
μερικοί, "την καλομάθατε, την παρα-καλομάθατε, την κακομάθατε" είπαν
άλλοι. Το μακρύ και το κοντό του ο καθένας.
"Ανεξίτηλο ψυχολογικό παιδικό τραυμα", θα λέγαμε σήμερα. Τότε
τί λέγαμε;
Ο νόμος όμως είναι νόμος και το φέλι, φέλι. Άρον-άρον
ήρθε στο σπίτι ο "Ταϊρης", με το όνομα. Ο Tahir Bey, ο δικός μας γιατρός, του χωριού
μας, μας ήξερε, τον ξέραμε, ήξερε και τα Ελληνικά μας, εμείς τα δικά του, τον
αγαπούσαμε, τον σεβόμασταν και εμπιστευόμασταν την γνώμη και την γνωμάτευσή
του. Τον φωνάζαμε και αυτός ερχόταν πρόθυμα, με γιατρικά και τα απαραίτητα στην
τσάντα και στις τσέπες του. Και αυτός μας αγαπούσε, μας πίστευε όταν τον
καλούσαμε μέρα ή νύχτα, ήταν ας πούμε, δικός μας. Αυτός κατάλαβε, αλλά "OLMAZ [3] YAPAMAM [4], χρειάζεται κρατικός
γιατρός" είπε. Η επόμενη κίνηση ήταν ο παιδίατρος Ζάρβανος στο Πέρα, και
αυτός κατάλαβε, αλλά, "Δεν γίνεται, χρειάζεται κρατικός γιατρός",
είπε με την σειρά του.
Τρέξτε βούρτσες και λανάρες... και η λύση βρέθηκε, στο
πρόσωπο του κρατικού από "αντίκρυ"! Αχ αυτό το αντίκρυ, η εταιρία που
δούλευε ο μπαμπάς μου. Πόσο εξυπηρέτησε αυτό το αντίκρυ το σπιτικό μας και την
καθημερινότητα της ζωής μας!
Με χίλια ζόρια, αγκαλίτσες, τον αντικρινό και με τα
διάφορα, "παιδάκι μου, γιαβράκι και τζιεράκι μου" (αυτά τα γνωστά
Πολίτικα ιδιώματα που έκαναν θαύματα), "η θεία Αλεξάντρα θα ράψει
φουστανάκι για την κούκλα σου, θα πάμε στο πάρκο, στις κούνιες, στο
τσίρκο..." και το φέλι, ή η βατσίνα ή όπως αλλιώς και να λεγόταν, με
δάκρυα και στεναγμούς, έγινε. Είπαμε, ο νόμος, νόμος.
Από τότε και μέχρι την έκτη τάξη, μία φορά τον χρόνο
ερχόταν κρατικός γιατρός για να εμβολιάσει τα παιδιά, όλα, εκτός από μένα. Ήμουν
... εξαιρετέα. Η κυρία Ασπασία, πριν την άφιξη του γιατρού με το επιτελείο του
στο σχολείο, με συνοδεία του κυρ Παναγιώτη,
του παιδονόμου, με στελνε στην κυρία Γεωργία, την μαμά του Σπύρου, του
Γιώργου και της Στέλλας -παντρεύτηκε τον θείο Σταύρο ή όμορφη και στρουμπουλή
Στέλλα με εμένα παρανυφάκι και στο σκέτο Στέλλα, αναγκαστικά προστέθηκε το θεία
-, να με δώσει το Αλικομπενί,[5] που ιδέα δεν είχα τι ήταν. Είπαμε, τα παιδιά
δεν ρωτούνε...
Η κυρία Γεωργία, έμενε όχι μακριά από το Σχολείο, κάπου
στην Αλλέα, στον Φραγκομαχαλά, ορμηνεμένη όντας, με περίμενε, "έλα, έλα
μέσα, κάτσε", με τράταιρνε λουκούμι κομμένο στα τέσσερα για να μην πνιγώ
(αυτά κάναμε τότε στα μικρά παιδιά, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, την
δίπλωνε και καθόταν και αυτή μαζί μου
παρατώντας τις δουλειές της, με έλεγε ιστορίες και ιστοριούλες, ερχόταν ο κυρ
Νίκος, ο άντρας της, που ήταν κηπουρός, έπινε τον καφέ του με κανένα παξιμαδάκι
με γλυκάνισο δίπλα, έπερνα και εγώ το μερτικό μου. Σε λίγο κινούσε για να
επιστρέψει στην δουλειά του, και τότε η κυρία Γεωργία, ξανάβαζε την προστέλα
της, αποφάσιζε πως δεν μπορούσε να βρει το πολυπόθητο αλικομπενί [5] και με
ξαπόστελνε συνοδεία του συζύγου της, μέχρι τα πέτρινα σκαλιά του Σχολείου μου.
Γυρνούσα άπρακτη και ανέβαινα τα σκαλιά στεναχωρημένη που
θα απογοήτευα, την κυρία Ασπασία που, φυσικά
δεν περίμενε τίποτα, έλεγε "α, τι κρίμα, δεν πειράζει, ε, μιά άλλη
φορά" και τέλειωνε η υπόθεση.
Η υπόλοιπη μέρα περνούσε με μαθήματα που σε αυτά αργότερα προστέθηκαν, Tarih, Cografya, Yurtaslik [6], Ιερά Ιστορία, Αριθμητική και ότι άλλο όριζε το
Υπουργείο Παιδείας, με τον μαυροπίνακα, τους σπόγγους και τις κιμωλίες, φυσικά,
τω καιρώ εκείνω, οι διαδραστικοί πίνακες δεν είχαν εφευρεθεί.
Σε μια δυό μέρες ερχόταν "ο αντικρινός" στο
σπίτι μας για τα περαιτέρω.
Νίκη Beales
Σεπτέμβριος 2023
Buckingham, Αγγλία
[1] πέτρινα
[2] χλωρίνη
[3] δεν γίνεται
[4] δεν μπορώ να το κάνω
[5] Ali koy beni = Αλή βάλε με κάπου, κρύψε με
[6] ιστορία, γεωγραφία, πατριδογραφία
No comments:
Post a Comment