skip to main |
skip to sidebar
Eξ Ίμβρου...
Καλοκαίρι,
καιρός αίθριος και ζωντανεύουν οι εξοχές, εποχή που γιορτάζουν τα ξωκλήσια και
τα ξωκλησάκια, τ’ Αγιασματάκια του Αη Γιάννη την μιά μέρα, της Αγίας
Κυριακής μιαν άλλη, της Αγίας Μαρίνας λίγες μέρες αργότερα. Κάθε παραμονή το
απόγευμα, την ώρα που o ήλιος έπαιρνε την απόφαση να αρχίσει την
καθημερινή του διαδρομή και ένας εσπερινός με την Λειτουργία την άλλη
μέρα το πρωί. Αχ αυτός ο νόστος!
Πάνε
και έρχονται οι μέρες και πάει καιρός που πέρασε το φετινό Χριστός Ανέστη
με τις ευωδιαστές πασχαλιές να προβάλλουν τα πλούσια φουντωτά κεφαλάκια τους
ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα στους μπαξέδες, στις αλλέες και στις άκρες του
δρόμου. Άδειασαν οι φοντανιέρες από τα καλογυαλισμένα κόκκινα αυγά στην
μέση του τραπεζιού. Οι ευχετήριες κάρτες βρίσκονται ακόμα πάνω στο
τραπεζάκι του καθιστικού και ξεχωρίζει αυτή που είναι πάνω-πάνω στην στοίβα.
Δείχνει την Εικόνα της Ανάστασης. Από τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στους Αγίους
Θεοδώρους της Ίμβρου.
Τρέχει
Ιμβριώτικο αίμα στις φλέβες μου αφού το Σχοινούδι, τo αγαπημένο χωριό
του πατέρα μου -μετά τα Θεραπειά-, κατέχει το ένα τέταρτο της καταγωγής
μου από την γιαγιά μου Δέσποινα του Χαράλαμπου. Εξ’ ου το
πατρικό/πατρωνυμικό της, Χαραλάμπους, πριν παντρευτεί τον παππού μου,
Κωνσταντίνο και πάρει το δικό του επίθετο, Πούλια.
Αφορμή
για να φέρω στην σκέψη μου το Ουράνιο νησί, Gokce Ada, όπως λέγεται
στα Τουρκικά τώρα -όχι και πολύ άδικα, αφού η φύση οδηγούμενη από το χέρι του
Θεού το λούζει με ουράνιο φως-, έδωσε αυτή η ευχετήρια κάρτα για το
Πάσχα -η πιό σημαντική από όλες τις άλλες-, με φωτογραφία της φορητής
Εικόνας που σκέπτομαι αφού την "κορνιζάρω" να την τοποθετήσω στα
Εικονίσματα, θα βρεθεί χώρος.
Πηγαίναμε
συχνά στην Ίμβρο όταν ήμουν μικρή. Με το βαπόρι. Άραζε πρώτα στο Τσανακκαλέ και
ύστερα μέχρι τα ανοιχτά του νησιού. Πλεύριζαν μεγάλες
βάρκες/ψαρόβαρκες/μαούνες για να μας παραλάβουν. Η θάλασσα
φουρτουνιασμένη με τα κύματα να ανεβοκατεβαίνουν, και με το κάθε ανέβασμα τους,
ανέβαινε και η βάρκα και με το ανέβασμά της έβγαινε ο κάθε
επιβάτης από το καράβι και έμπαινε στην βάρκα. Έβγα-έμπα στο τσακ και ο Αη
Νικόλας προστάτης.
Εμάς,
μας περίμενε ο Γιώργος, ένας γεροδεμένος Ιμβριώτης, που η σύζυγός του ήταν
Θεραπειανή. Στεκόμασταν στην άκρη-άκρη της σκάλας περιμένοντας
την θάλασσα που δεν χωράτευε να κάνει το κέφι
της. Αποβιβαζόταν πρώτος ο μπαμπάς μου για να επιβιβαστεί στην
βάρκα, "Γιώργο, το παιδί" φώναζε η μαμά μου
έντρομη, με άρπαζε ο Γιώργος στην αγκαλιά του με την σιγουριά που
μόνο οι θαλασσόλυκοι έχουν, αφού παλεύουν με τα θυμωμένα κύματα
νύχτα-μέρα, και ώσπου να το καλοκαταλάβω με παρέδινε σώα και αβλαβή
στα χέρια του μπαμπά μου, μετά ερχόταν η σειρά του
σαστισμένου, κατατρομαγμένου και καταβρεγμένου Φλοξ -το κυνηγετικό
σκυλί μας- και ακολουθούσε η μαμά μου. Σε λίγη ώρα με πλαφ και πλουφ
και με ήρεμη θάλασσα πια, φτάναμε στην στεριά. Φοβισμένη, κλαμένη, κουρασμένη,
έπεφτα στην αγκαλιά της Πατσής που μας περίμενε στην παραλία.
Στο
Σχοινούδι, μέναμε στο σπίτι του "Πασά", δηλαδή του κυρ Μουχάλη
και της κυρά-Μποτής. Είχαν πολλά παιδιά, τον Παναγιώτη που έφυγε από την ζωή
νεαρός ακόμα, τον Στέλιο και τον Νικόλα, δυό κοριτσάκια, ίσως και κανένα άλλο
αγόρι και την Πατσή, την αγαπημένη μου Παρασκευούλα, που με ντάντευε και
με πρόσεχε σαν να ήμουν γιαλικό της βιτρίνας. Δεν είχαμε συγγένεια με αυτήν την
οικογένεια αλλά η αδελφή της γιαγιάς μου, η Κωνσταντινιά, ήταν νουνά σε ένα ή
δυό από τα παιδιά των Πασάδων και ας πούμε, μισοσυγγενεύαμε.
Στην
πλατεία του χωριού "έζησα" το πρώτο μου μεγάλο Πανηγύρι, που ακόμα το
θυμούμαι- και ο λόγος του "Π" κεφαλαίο-, με μουσικές και
όργανα, χορούς και τραγούδια. Μέσα στο θέρος, κάποια Εκκλησία θα είχε την
γιορτή της, μαζεύτηκε κόσμος πολύς γύρω γύρω από τους μουσικούς, σαν ένα
πελώριο γύρω-γύρω όλοι, οι πάντες δηλαδή και στη μέση, αντί για τον
Μανώλη που λέει το παιδικό τραγουδάκι, οι οργανοπαίχτες, βιολάριδες και μια
αρμαθιά άλλοι.
Καλή
εφεύρεση/έμπνευση να κολληθούν οι δυό λέξεις παν και αγείρω για
να δημιουργηθεί μια άλλη, η πανήγυρις, και μεταξύ άλλων και
αυτή: πανηγύρι, όνομα ουσιαστικό ουδέτερο, σύμφωνα
με το λεξικό και την γραμματική. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, συνήθιζαν
να αγείρονται, να μαζεύονται όπως λέμε στην απλή καθημερινότητά μας,
κυρίως σε θρησκευτικές επετείους και γιορτές. Ετσι δεν κάνουμε και σήμερα;
Μαζευόμαστε στην Εκκλησία, ...Πανήγυρις Πανηγύρεων ονομάζουμε
το Πάσχα, "...φαιδρώς πανηγυρίζων..., την Ιεράν Πανήγυριν της
Θεομήτορος..." ψάλλουμε στις καταβασίες και στους ειρμούς
του Ακαθίστου Ύμνου. Και τα γνωστά, «Ο πανηγυρίζων Ι. Ναός της Αγίας
τάδε, του Αγίου τάδε» & διαβάζουμε στην Απογευματινή και στα
Κοινοτικά Δελτία, «Πανηγυρικός Εσπερινός μετά Αρτοκλασίας...».
Πανταχού
παρούσα η Αρτοκλασία, που λέγεται και Εορτή από μερικούς, ή ακόμα και Πεντάρτι
από άλλους, Δανείστηκαν την λέξη (οχι την αρτοκλασία) και άλλες γλώσσες και
λαοί, Panegyric, στα Αγγλικά, Panayir στα
Τουρκικά και από χέρι σε χέρι βρέθηκε και σε διάφορες Βαλκανικές χώρες και
γλώσσες επειδή όπως είπαμε παραπάνω, οι δύο λέξεις ενώθηκαν με κάποια δεσμά,
ποιός να ήταν άραγε ο κουμπάρος;, και απέκτησαν αμέτρητα τέκνα.
Κινήσαμε
για την Λειτουργία το πρωί, και από εκεί χέρι-χέρι με την Ντίνα, την καινούργια
μου φιληναδίτσα, ίσια για μια πλατεία του Σχοινουδιού λοιπόν. Φορούσα
τα καλά μου, τα φιογκάκια στα μαλλιά μου, τα καινούργια μου άσπρα
παπούτσια χωρίς καλτσάκια και βρέθηκα στο πρώτο μου μεγάλο Πανηγύρι. Στα
Θεραπειά δεν είχαμε τέτοια και αν είχαμε, δεν το γνώριζα. Πηγαίναμε
βέβαια στο Γκιοκσουγιού, στην αντικρινή πλευρά του Βοσπόρου, στις 8
Σεπτεμβρίου αλλά αυτό ήταν αλιώτικο. Το διασκέδασα, φαίνεται πως κάποια στιγμή
θα με πήρε ο ύπνος, άνοιξα τα μάτια μου την άλλη μέρα το πρωΐ από τις όρνιθες
με τις φωνές και τα κο-κο-κο τους κάτω στην αυλή.
Στις
δυό-τρεις εβδομάδες που μέναμε, ο μπαμπάς μου με τον Στράτο που ήταν σύζυγος
της Κατίνας -όλοι την φώναζαν Κατίνα αλλά εγώ έπρεπε να βάζω και το
"θεία" μπροστά- και με τον Φλοξ, πήγαινε για κυνήγι λίαν πρωί και
όταν επέστρεφε, πηγαίναμε στον Πύργο, για μπάνιο.
Καβάλα
στον Καλόγερο, ένα από τα τρία ζωντανά του σπιτιού -άλογο το ένα,
μουλαράκι το άλλο και γαϊδουράκι το πιό άλλο- και τα αγόρια ποδαράτο, δεξιά
γκρεμός και αριστερά ρέμα αλωνίζαμε τα χωριά του νησιού και
συναντούσαμε άλλους που πηγαινοερχόταν στα στενά χωματένια μονοπάτια
με τις πέτρες και τα πετραδάκια, που έκαναν τα ζωντανά να στραβοπατούν και εμένα
να έχω τα μάτια μου σφιχτά κλεισμένα από φόβο. Αυτά τα κακόμοιρα
(καλόμοιρα μάλλον, γιατί ήταν καλοταϊσμένατα και
καλοπροσεγμένα) γνώριζαν απ’ έξω και ανακατωτά τις στράτες και τα καλντιρίμια, ήξεραν
που βάδιζαν. Ανταμώναμε πηγές και εκκλησούλες σπαρμένες σαν
μαργαρίτες στο πουθενά και ξεπεζεύαμε για να ξαποστάσουν ο Καλόγερος και
η παρέα του και εμείς μαζί.
Ο
μπαμπάς μου είχε κάποιο αμπελάκι εδώ, ένα δυό χωραφάκια παραπέρα, κανένα
κτηματάκι κάπου, τα δούλευαν φίλοι φίλων, "Στέλιο, το
αμπέλι, Αχ βρε Στέλιο το χωράφι" έλεγε η μαμά μου για
χρόνια, "Αστα τώρα, πάντα δικά μας είναι" απαντούσε και
εκείνος, για χρόνια...
Επισκεπτόμασταν και
την πρωτεύουσα, την Παναγία. Εκεί, στα "Μητρώα αρρένων"
ήταν εγγεγραμμένος ο παππούς μου όταν κατέφθασε μαζί με την σύζυγό και
τον υιό του "πρόσφυγας εκ Κωνσταντινουπόλεως στην Ίμβρο," (έχω
αντίγραφο).
Είχαμε
φιλικούς δεσμούς με μιά οικογένεια -στο μυαλό μου έρχεται η κόρη της, μια
όμορφη κοπέλα με σκούρα μαλλιά και κόκκινα νύχια και ονειρευόμουν να γίνω σαν
και αυτήν όταν θα μεγαλώσω- , που όταν ερχόταν στην Πόλη, μας έκαναν
επίσκεψη-.
Ερχόταν
και ο κυρ-Μιχάλης, και τα αγόρια να μας δουν στο σπίτι μας, φορτωμένοι με
καλάθια γεμάτα με τα καλά του Θεού από την ιδιαίτερη πατρίδα της εκ πατρός
γιαγιάς μου. Και υφαντά από τον αργαλειό της Πατσής. Το κίτρινο μάλλινο (από
τρίχα γίδας) και βαρύ διπλό κλινοσκέπασμα και το λευκό βαμβακερό για το δικό
μου παιδικό κρεβάτι, ακόμα βρίσκονται, φυλαγμένα.
Και
η Πατσή, αχ η καλή και γλυκειά Πατσή, ερχόταν συχνά και έμενε αρκετό καιρό
κοντά μας, με βοηθούσε στην Αριθμητική όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο και έχουμε
ιστορία μαζί, ειδικά με τον αριθμό "2". Παντρεύτηκε τον καλό της
Αλέκο και βρέθηκε κάπου στην Αυστραλία...
Με
την φωτογραφία της Εικόνας της Αναστάσεως από τους Αγίους Θεοδώρους εισέβαλαν
οι απομακρυσμένες Ιμβριώτικες μυρωδιές στον νου και στην όσφρησή μου.
Κυριαρχεί η παρασκευή του τραχανά της κυρά-Μποτής με βοηθούς τα κορίτσια, από
κατσικίσιο/προβατίσιο γάλα και "μιά στάλα καλό βούτυρο". Έβλεπα το
ψιλοκομμένο σιτάρι να πέφτει αγάλια-αγάλια με προσοχή σαν να ήταν
χρυσός, μέσα στο πελώριο καζάνι. Το σιγόβρασμα με το διαρκές
ανακάτωμα με την πελώρια ξύλινη κουτάλα έπαιρνε καιρό και χρειαζόταν
υπομονή για να μην "πιάσει", συντελούσε στην ιεροτελεστία της
παρασκευής του τραχανά που σε αυτό το σημείο η μυρωδιά που
ανέβλυζε η όλη υπόθεση, άρχιζε να με ενοχλεί... Τότε η
καλή μου Πατσή, με έπιανε από το χέρι, με απομάκρυνε και με παρέδινε στις
μικρές αδελφές της και στα κοριτσάκια της γειτονιάς για να παίξουμε.
Κάποια
στιγμή η πρώτη φάση της ιεροτελεστίας έφτανε στο τέλος της και άρχιζε η
δεύτερη, το άπλωμα του πηχτού μίγματος για να κρυώσει και να στεγνώσει
και όταν τέλειωνε αυτή η δεύτερη φάση που κρατούσε Κύριος οίδε πόσο
χρόνο, άρχιζε η τρίτη και η τελευταία. Το τρίψιμο και το κοσκίνισμα για να
πάρει πλέον την μορφή του γνωστού τραχανά.
Παρόλο που
δινόταν μεγάλη προσοχή στο να μην "πιάσει" στον πάτο ο
χυλός/μείγμα, αυτός, και προς χαράν των συγγενικών και μη παιδιών, τα
καταφέρνε και έπιανε σαν το καζάν ντιμπί, (δηλ. πάτος του καζανιού) που τρώγαμε
στο μαλεμπιτζίδικο Σαράϊ στο Πέρα. Αν δεν κάνω λάθος λεγόταν
καπεράδα και κοβόταν σε κομματάκια που τα πασπάλιζαν με
ζάχαρη και τα παιδιά περίμεναν το μερτικό τους με λαχτάρα.
Κάποια
στιγμή και όπως όλα τα "μια φορά και έναν καιρό" τελειώνουν κάποτε,
οι μέρες και οι νύχτες μας στην Ίμβρο έληγαν και έφτανε η ώρα της
αναχώρησής μας από το ουράνιο νησί.
Η
επιστροφή άρχιζε, ο γεροδεμένος Γιώργος και η βάρκα του μας περίμεναν στην
ακρογιαλιά για να μας παν πάνω από τα κύματα στο καράβι που θα μας πήγαινε στην
Πόλη με την Αγιά Σοφιά μας, τους τρούλους και τους μιναρέδες της. Θα φτάναμε
στο Yiolcu Salonu, -την Αίθουσα Ταξιδιωτών- στο λιμάνι. Από εκεί, τρεις
εμείς και ο Φλοξ τέσσερις πέρναμε την άγουσα για τα Θεραπειά.
Με
το ένα και με το άλλο, τα πιό πολλά γνωστά, το πήγαινε-έλα στην Ίμβρο
σταμάτησε.
Τα
ένα-δυό χωράφια, τα κτηματάκια και τα αμπελάκια; Τα πήρε ο άνεμος και
πήγαν χαμένα, ''Ας πάει και το παλιάμπελο".
Νίκη Beales
Τ’
Αη Γιάννη της φωτιάς 2024
Buckingham,
Αγγλία
No comments:
Post a Comment