Tuesday, 11 March 2025

Και ένας Σμάραγδος μαζί


Θα γιόρταζε η θεία Σμαρώ σήμερα. Η συννυφάδα της γιαγιάς μου, η χήρα του μπάρμπα Σπύρου, και μαμά της Βαρβάρας. Η Βαρβάρα ήταν θεία μου αλλά όντας η μικρότερη εξαδέλφη της μαμάς μου, το θεία πήγαινε περίπατο. 


Συγκάτοικος της γιαγιάς, από το ίδιο κατώφλι μπαινόβγαιναν, Τζιρά σοκάκ, αριθμός 7, χήρα η μιά, χήρα και η άλλη. Εδώ που τα λέμε, όλες χήρες ήταν, όπως και η θεία Μαρούλα ή Μαρουλιώ, ανάλογα ποιός την φώναζε, που έμενε μεν στο ίδιο σπίτι αλλά είχε δική της εξώπορτα, με τον ίδιο αριθμό, νουμαρά 7.  Εγώ προτιμούσα το Μαρούλα, ακουγόταν πιό γλυκό. Ανάμεσα στις δύο πόρτες, υπήρχε και μιά άλλη, η μεσαία που αν δεν απατώμαι ήταν μεγαλύτερη και ήταν πάντα κλειστή. Δεν με πολυένοιαζε, την έβλεπα, θα με κοίταζε και αυτή, ξύλινη ήταν, τα ξύλα τρίζουν με την αλλαγή του καιρού, τα νερά και τα χιόνια και αφού τρίζουν, άρα ζουν και αφού ζουν θα πρέπει να αναπνέουν και αφού αναπνέουν, ίσον βλέπουν.... 

Επί του παρόντος, δεν θα καταπιαστώ με τις άλλες τρεις συνυφάδες (πέντε όλες μαζί) της γιαγιάς Βαγγελιώς που προτιμούσε το Ευαγγελία. Έτσι κι αλλιώς δεν ζούσαν κάτω από το ίδιο κεραμίδι.  Θα σταθώ λιγάκι μόνο σε αυτήν που θα ήταν η εορτάζουσα. Θα πήγαινε η μαμά μου επίσκεψη και εγώ μαζί, η θεία Λεμονίτσα και η γιαγιά μου, που θα έβγαινε από την δική της κάμαρη, και θα έμπαινε στην διπλανή. Με το καλό της φουστάνι, η ραφή της νάϊλον κάλτσας ολόισια στη σωστή της θέση, το μαντηλάκι με την νταντέλα στην άκρη μέσα στο τσαντάκι, κολονιαρισμένη, με καλοχτενισμένη την γκριζόασπρη και καλοπιασμένη με μπίχτρες και φουρκέτες κουλουρίτσα, να μην πετάξει καμιά τρίχα και φαίνεται ασυγύριστη. 

Όλοι με τα καλά μας, επίσκεψη ήταν αυτή, και εγώ με τα μαύρα λουστρινάκια μου με την μπαρέτα, τα λευκά καλτσάκια με τις φουντίτσες μέχρι το γόνατο, πηγαίναμε νωρίς το απόγευμα. Πρώτα το λικεράκι για τα Χρόνια Πολλά,  βύσσινο σπιτικό -τα παιδιά δεν πίνουν-, συνοδεία σοκολατάκι -τα παιδιά τρώνε-, τα αλμυρά μπισκότα και το γλύκισμα χωρίς σαντιγί. Πονοκέφαλος μέσα στην νηστεία οι γιορτές, και η Βαρβάρα να κάνει τα τραταμέντα. Η (πάντα σοβαρή) θεία Σμαρώ, με τα μεγάλα μάτια, χαμογελαστή, δίχως τον πονοκέφαλο που διαρκώς την βασάνιζε, ευχαριστημένη και περιποιημένη, του κουτιού, όλα κι όλα.  <Ελάτε, περάστε,  καλωσορίσατε, καθίστε... δεν έπρεπε...> τα γνωστά και χιλιοειπωμένα λόγια που λέγονται σε τέτοιες περιστάσεις. Με τα κλαρωτά μακάτια στον καναπέ καλοσιδερωμένα, το μπλε στόρι του παραθυριού ανεβασμένο ψηλά και οι μπερντέδες τραβηγμένες για να μπαίνει το φως από τις τούλινες κουρτίνες γύρω μας, καθόμασταν καμιά ώρα. Μετά από εμάς μέσα στο κεντί και πριν σκοτεινιάσει, θα ερχόντουσαν άλλοι μουσαφιρέοι.
 
Σμαράγδας ή Σμαραγδής, προσπαθώ να θυμηθώ ποιό απ τα δύο διάβαζε ο Πατ. Αχιλλέας στις Παρακλήσεις και στις Αρτοκλασίες, <Υπερ των δούλων του Θεού...>,  όποιο και να ήταν μ’ εντυπωσίαζε το όνομα, με ταξίδευε. Με μάγευε, με έφερνε κοντά στην Εσμεράλδα της Παναγίας των Παρισίων που θαύμαζα στα ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ. Θα ήθελα και εγώ να είχα τέτοιο όνομα, αλλά δεν είχα και έπρεπε να το πάρω απόφαση.  Στα Θεραπειά τα δικά μου, τα κατάδικά μου,  στην δική μου εποχή, ήταν δύο κοριτσάκια με αυτό το όνομα, αλλά αυτές τις φώναζαν Σμαρούλες. Το ένα, η κόρη του κυρίου Γιάγκου. Το άλλο, η κόρη της κυρίας Όλγας, αδελφούλας του Άκη. Η κυρία Ολγα ήταν συμμαθήτρια,  μπορεί και συνταξιώτισσα της μαμάς μου, μάλλον στο Κεντρικό. Δεν είμαι σίγουρη. Θα υπήρχαν ίσως  και άλλες αλλά δεν τις γνώριζα. Τα Θεραπειά ήταν τότε και ακόμα πιο πριν Ρωμηοχώρι για την ακρίβεια, είχε κόσμο και κοσμάκη. Δικούς μας.  Τώρα, αι νέαι εποχαί επέβαλλαν νέα καθήκοντα, που σε είδα που σε ξέρω... 

Βέβαια, για σμαράγδια και πέτρες πολύτιμες με λυμπιστερά χρώματα, ούτε κατά διάνοια. Η πέτρα είναι πέτρα.  Χρησιμεύει για να χτίζονται σπίτια, γέφυρες, πύργοι και κάστρα, σκάλες και σκαλοπάτια, σκαλάκια σαν και αυτά στον Γαλατά και στο Γιουκσεκ Καλντιρίμι που σε ανεβάζουν από το Καράκιοϊ στο Τουνέλι και από εκεί ίσια στο Πέρα αφού περάσεις την Σάντα Μαρία, το Ρούσικο Προξενείο και τον Σάντ Αντόνιο. Χρησιμεύει ακόμα και για να γράφονται ποιήματα και τραγούδια  <Πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το ’χτισα> λέει ένα,  <έριξε μαύρη πέτρα πίσω του> λένε για κάποιον που έφυγε με βαριά καρδιά, από κάπου, ακόμα και για πέτρινες καρδιές μιλούν άνθρωποι και ανθρωπάκια. Αυτήν την έκφραση την βρίσκουμε ακόμα και στον Όμηρο, όταν ο Έκτορας είπε πριν πεθάνει στον Αχιλλέα <η καρδιά σου είναι από πέτρα>. Θα το είπε σε αρχαία Ελληνικά ή τουλάχιστον στην καθαρεύουσα. Τότε που ό ένας λεγόταν Έκτωρ και ο άλλος Αχιλλεύς.   

Άλλες βαριές και ασήκωτες, άλλες μικρές μια σπιθαμίτσα, υπάρχουν. Είναι  και μερικές για τα καλά ενοχλητικές, που παν και θρονιαζονται... άσε, για αυτές, όξω από δω και μακριά, καλύτερα ας μην μιλήσουμε. 

Καμιά σχέση όμως δεν έχουν αυτές που εμπνέουν ποιητές, ούτε  αυτές που μεταχειρίζονται οι καλφάδες μαζί με τσιμέντα και τούβλα με τα ονομαστήρια της θείας Σμαρώς. Ούτε και αυτές που βρίσκονται στα βάθη της θάλασσας, στους ποταμούς, στις όχθες τους, και στα αρχαία θέατρα, στις αρχαίες Ρωμαϊκές Αγορές και στους Αρχαιολογικούς χώρους. <Πέτρες όρθιες, πέτρες πεσμένες> που λένε κάποιοι.

Τα ονομαστήρια της συγκατοίκου συνυφάδας της,  προέρχονται, έλεγε η γιαγιά μου, από την σημερινή Γιορτή, Των Αγίων Σαράντα. Των Αγίων και Τεσσαράκοντα Μαρτύρων σύμφωνα με το ημερολόγιο της Εκκλησίας. Ανάμεσά τους, υπήρχε και ένας Σμάραγδος. Άκου Σμάραγδος! 

Τα χρόνια πέρασαν, η γιαγιά με την συνυφάδα της και τις άλλες τέσσερις θα συναντήθηκαν εκεί στον ουρανό για τα λένε κοιτάζοντας με αφ’ υψηλού. 

Εγώ δεν έμεινα δίχως Σμαράγδα. Συνάντησα μια κοπελιά  που λόγω γιαγιάς της, έχει αυτό το όνομα. Από ξένο τόπο και αλαργινό και αυτή, της διασποράς όπως και εγώ  Κόσμημα της συντροφιάς, σμαράγδι δουλεμένο με χρυσάφι. 

Ανοίγοντας την πόρτα που βάζει στο περιβόλι μας νωρίτερα, στο κατώφλι, με καλημέρισε μια και μοναδική μαργαρίτα.

Καλή μου Σμαράγδα, Χρόνια Πολλά

Νίκη Beales
Κυριακή Της Ορθοδοξίας, 9 Μαρτίου 2025
Buckingham, Αγγλία

No comments: