Monday, 4 April 2011

Αυτοποιμαντική...

Αὐ­το­ποι­μαν­τι­κή: ἤ,Ψάχνοντας πίσω ἀ­πό τά προ­σω­πεῖ­α

Στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πέργης κύριο Εὐάγγελο, οφειλή

Ὅταν βρε­θεῖς στό κα­τώ­φλι τοῦ πό­νου, ὅ­ταν στιγ­μα­τι­στεῖς ἀ­πό τίς κο­ρυ­φαῖ­ες τῆς ἀ­γω­νί­ας ὦ­ρες, τό­τε οἱ ἀ­νά­γκες σου γιά μιά χει­ρα­ψί­α ἀ­δελ­φι­κή, γιά ἕ­να χα­μό­γε­λο πού θά θρα­ύ­ει το­ύς κα­θρέ­φτες τῆς φαρ­μα­κω­μέ­νης σου ζω­ῆς, αὐ­ξά­νον­ται ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο. Για­τί τό­τε χρειάζε­ται νά στυ­λω­θεῖς, νά βρεῖς τίς ρί­ζες τοῦ ἑ­αυ­τοῦ σου ἀπ᾿ ὅ­που καί θά κρα­τη­θεῖς, ἐλ­πί­ζον­τας πά­ντα στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καί στή συ­ναν­τί­λη­ψη τῶν "φί­λων καί τῶν πλη­σί­ων", ἀλ­λά καί ὅλων τῶν ὅ­σων πα­σχί­ζουν νά δοῦν μέσ᾿ ἀ­πό τόν πό­νο σου τό δι­κό τους δε­ί­κτη εὐ­αι­σθη­σί­ας. Ὅ­πως ἐ­πί­σης τό­τε εἶ­ναι πού χρει­ά­ζε­ται ὀ συ­νάν­θρω­πος καί, γιά νά μή πο­λυ­λο­γῶ, τό­τε εἶ­ναι πού ἀ­να­μέ­νεις τή συν­δρο­μή του σ᾿ αὐ­τή σου τή ζη­τε­ί­α: μιά ζη­τε­ί­α προ­σφο­ρᾶς τῆς ἀν­θρω­πιᾶς καί τῆς φι­λο­τι­μί­ας τοῦ ἄλ­λου, ὥ­στε νά προ­στρέ­ξει χα­ρί­ζον­τας ἔ­να χα­μό­γε­λο κι ἔ­να λό­γο εἰλι­κρι­νῆ, τί­μιο, φι­λά­δελ­φο καί φι­λό­ξε­νο.


Στέ­κο­μαι ἔ­πει­τα ἀ­πό ἰ­κα­νό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, δι­ά­στη­μα ὀ­χτώ χρό­νων, καί πα­σχί­ζω νά βά­λω σέ μιά τά­ξη πρό­σω­πα, γε­γο­νό­τα, συμ­πε­ρι­φο­ρές.

Ξα­να­βλέ­πω τή χο­ρε­ί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων πού συ­νά­ντη­σα σέ πο­λυ­τε­λεῖς αἴ­θου­σες, σέ με­γα­λό­πρε­πα γρα­φεῖ­α, σέ θέ­σεις ἀ­νώ­τε­ρες. Βλέ­πω ὅ­λους ἐ­κε­ί­νους πού ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν κρα­τώ­ντας ὅ­μως τά σχή­μα­τα καί τήν ἀ­ναγ­κα­ί­α ἀ­πό­στα­ση, ὥ­στε νά πε­ρι­φρου­ρεῖ­ται ἡ ἡ­συ­χί­α τους. Συ­ναν­τῶ καί πά­λι ἐ­κεῖ­να τά πρό­σω­πα πού στέ­κουν ἀ­τσα­λά­κω­τα πί­σω ἀ­πο τά φρο­ύ­ρια-γρα­φεῖ­α τους καί πα­σχί­ζω νά ἑρ­μη­νε­ύ­σω τήν ψυ­χρή τους ἀν­τι­με­τώ­πη­ση στό κο­ρυ­φαῖ­ο μου πρό­βλη­μα καί φυ­σι­κά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α τους νά το­ύς ἀ­φή­σω τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο ἥ­συ­χους.

Ὡ­στό­σο, ὅ­ταν πε­ρά­σουν ἐ­κεῖ­νες οἱ ὧ­ρες τῶν ἀ­νή­συ­χων καί ἀ­γω­νι­ω­δῶν κα­τα­στά­σε­ων, ὅ­ταν διέλθεις σχε­δόν ἀ­λώ­βη­τος κι αὐ­τές τίς συμ­πλη­γά­δες, τό­τε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά κα­τα­λά­βεις κά­ποι­α πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξι­σορ­ρο­ποῦν μέ­σα σου ποι­κί­λες ἀν­τι­δρά­σεις, ἀν­τι­λή­ψεις πε­ρί­ερ­γες καί δύ­στρο­πους ψυ­χω­τι­κο­ύς κιν­δύ­νους. Για­τί τό­τε μπο­ρεῖς νά δεῖς τά πράγ­μα­τα μέ ἡ­ρε­μί­α καί κα­τα­νό­η­ση. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή πί­σω ἀ­πό τά πρό­σω­πα ἐ­κεῖ­να καί τίς συμ­πε­ρι­φο­ρές τους ὑ­πάρ­χει ἤ μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει τό ἄ­γνω­στο παι­χνί­δι στό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι κε­κλημ­μέ­νοι νά συμ­με­τά­σχουν. Ἔ­τσι, πί­σω ἀ­πό τίς φαι­νο­με­νι­κές κα­τα­στά­σεις τῆς ἀ­τα­ρα­ξί­ας καί τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας, τῆς ἀ­που­σί­ας κά­θε εἰ­λι­κρι­νοῦς συν­δρο­μῆς, τῆς λη­σμο­νη­μέ­νης εὐ­αι­σθη­σί­ας καί ἀν­θρω­πιᾶς, μπο­ρεῖ νά κρύ­βε­ται μιά ἐ­πώ­δυ­νη κα­τά­στα­ση, ἕ­νας σταυ­ρός βα­ρύ­τε­ρος τοῦ δι­κοῦ σου, πού τόν συγ­κα­λύ­πτει γιά λί­γο αὐ­τή ἠ στά­ση, αὐ­τή ἡ τά­ση γιά ὑ­πε­ρο­χή, γιά κυ­ρι­αρ­χί­α. Ποι­ός γνω­ρί­ζει ἄν στό βά­θος τῆς ψυ­χῆς αὐ­τῶν τῶν ἀν­θρώ­πων δέν ὑ­πάρ­χει μιά τρι­κυ­μί­α, ἡ ὁ­πο­ί­α καί τα­λα­νί­ζει τό εἶ­ναι, ἄν τά σπλά­χνα τους δέν τά ρο­κα­νί­ζει ἡ ἀρ­ρώ­στεια, πού καί τε­λι­κά ρυθ­μί­ζει ὄ­λες τίς πτυ­χές τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου βί­ου, ὅ­ταν φτά­σει στή κο­ρύ­φω­σή της;

Ἔ­τσι βλέ­πεις πί­σω ἀ­πό τ᾿ ἄ­γνω­στα αὐ­τά πρό­σω­πα καί τό δι­κό σου τό πρό­βλη­μα· συγ­κρί­νον­τάς το λοι­πόν πιό ψύ­χραι­μα, πα­σχί­ζεις νά ρυθ­μί­σεις τό βί­ο σου κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νά μπο­ρέ­σεις νά στα­θεῖς ὄρ­θιος ἀ­πέ­ναν­τι στά σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α καί ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ὑ­ψώ­νουν τά τε­ί­χη τους.

Πάντως ὀ­φε­ί­λω νά ὁ­μο­λο­γή­σω καί νά κα­τα­θέ­σω, ὡς προ­σω­πι­κῆς ἀ­να­ψυ­χῆς βί­ω­μα καί δι­έ­ξο­δο ἀ­πό κά­ποι­ες πνι­γη­ρές καί ἀρ­ρω­στη­μέ­νες ὧ­ρες μέ­σα σέ γρα­φεῖ­α καί νο­σο­κο­μεῖ­α, με­σοῦν­τος τοῦ θέ­ρους, τή δρο­σε­ρή καί φι­λό­ξε­νη πλα­τε­ί­α τῆς Μο­νῆς Πε­τρά­κη, ὅ­που πέ­ρα­σα πολ­λά με­ση­μέ­ρια, κά­τω ἀ­πό τίς ζε­ί­δω­ρες φυλ­λω­σι­ές τῶν δέ­ντρων καί σι­μά σ᾿ ἔ­να ἱ­ε­ρό χῶ­ρο, χῶ­ρο γνώ­ρι­μο ἀ­πό πα­λιά. Ἠ ἀρ­μο­νί­α τοῦ ἥ­ρε­μου θε­ρι­νοῦ με­ση­με­ριοῦ συν­τα­ί­ρια­ζε πλή­ρως μέ τό σε­μνό καί εὐ­κα­τά­νυ­κτο Κα­θο­λι­κό, τό ὁποῖο παρ᾿ ὅ­λο πού ἦ­ταν κλει­στό ἐ­κεῖ­νες τίς ὧ­ρες, ὧ­ρες κοι­νῆς ἡ­συ­χί­ας, ἐν το­ύ­τοις ἀ­πέ­πνε­ε ἕ­να κάλ­λος, μιά παρηγορία, μιά ἀνάπαυση, βο­η­θοῶντας πλή­ρως στή ἀ­πο­φόρ­τι­ση τῆς ψυ­χῆς. Ἐ­κεῖ γύ­ρω καί τά σε­μνά κελ­λί­α, συν­τρό­φευ­αν, ἔ­στω καί κλει­στά, για­τί ἄ­φη­ναν στήν ψυ­χή ἐ­κε­ί­νους το­ύς στα­λαγ­μο­ύς ἀ­πό τό τό­σο εὐ­ῶ­δες καί βα­θύ πο­ί­η­μα τοῦ γε­ί­το­νά μου, τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου Πα­πα­δι­α­μά­ντη.

"Κίνησα πά­λι γιά νά ρθῶ, Χρι­στέ μου, στήν αὐ­λή σου..."

Αὐ­τή ἡ αὐ­λή πού ξέ­ρει ν᾿ ἀ­να­πα­ύ­ει, ἡ ὅ­ποι­α αὐ­λή τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι πού με­τα­βάλ­λει τόν πό­νο μας σέ ἀ­να­ψυ­χή, τόν θυ­μό μας σέ συγ­κα­τά­βα­ση καί φυ­σι­κά τήν ὁρ­γή σέ μιά στα­γό­να εὐ­αι­σθη­σί­ας καί πε­ρί­σκε­ψης. Για­τί ἐ­δῶ εἶ­ναι πού χω­ρᾶ­με ὅ­λοι, πού μπο­ροῦ­με νά ξα­πο­στά­σου­με, νά βγά­λου­με τό ψω­μί τό νε­ρό καί τή ντο­μά­τα, γιά νά στυ­λω­θοῦ­με, ἀλ­λά καί ν᾿ ἀ­πο­θέ­σου­με τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ πού εἶ­ναι ἐ­κεῖ κον­τά καί μᾶς ἀ­κο­ύ­ει.

Πᾶ­νε χρό­νια ἀ­πό τό­τε. Ὅ­μως ἡ αὐ­λή ([1]) ἐ­κε­ί­νης τῆς Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς Μο­νῆς ἀ­κό­μα μέ ἀ­να­ψύ­χει, μέ δι­δά­σκει καί μέ παρηγορεῖ, για­τί οἱ βλο­συ­ρές μορ­φές τῶν ἀν­θρώ­πων δέν ἔ­πα­ψαν νά ὑ­πάρ­χουν, οἱ ἀ­πο­στά­σεις νά κρα­τοῦν­ται μέ πε­ρισ­σή βε­βαι­ό­τη­τα καί φυ­σι­κά ἡ ἀ­παν­θρω­πί­α νά γί­νε­ται δι­κα­ί­ω­μα τοῦ κα­θε­νός πού ἐ­πι­μέ­νει νά θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του τό κέ­ντρο αὐ­τοῦ τοῦ μά­ται­ου κό­σμου... Ἔ­στω γιά λί­γες ὦ­ρες. Για­τί τίς ὑ­πό­λοι­πες, τοῦ ἡ­με­ρή­σιου κύ­κλου του, τίς δι­α­τρέ­χει ἡ βα­σα­νι­σμέ­νη καί πι­κρα­μέ­νη βι­ο­τή, ἐ­πι­με­ρι­σμέ­νη σέ ποι­κί­λες θλί­ψεις καί σταυ­ρο­ύς. Τό ἐ­ρώ­τη­μα ὄ­μως εἶ­ναι ἄν ἔ­χουν κι αὐ­τοί ἀ­να­κα­λύ­ψει μιά δρο­σε­ρή αὐ­λή ὅ­που θά ξα­πο­στά­σουν...

[1] Προτείνω ἐδῶ στόν ἀναγνώστη μου νά μελετήσει μέ προσοχή τό ποιητικό δοκίμιο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέργης κυρίου Εὐαγγέλου Γαλάνη, "Ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου", πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο του, Λαός Χάριτος, Ἀθήνα 1973, σελ. 61-79.

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: