Τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς σιωπῆς, ὥρα ἀπόβραδη, καθὼς τὰ φῶτα τοῦ ἱεροῦ Δωδεκαημέρου ἀρχίζουν νὰ χαμηλώνουν, ξανακοιτᾶς κάποιες παλιὲς κι εὐλογημένες στιγμὲς τοῦ χτὲς, τοῦ μαγεμένου χτὲς τῶν παιδικῶν σου χρόνων καὶ ξανοίγεσαι μαζὶ τους σ᾿ ἕνα ταξίδι. Ἕνα ταξίδι βέβαιης ἀναψυχῆς μέσα σὲ τούτη τὴ ρηχὴ πραγματικότητα ποὺ πληγώνει, καθὼς μὲ τὴ νοερὴ ἐπίσκεψη στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα χώματα τοῦ τόπου σου ξαναβρίσκεις τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφραστεῖς γιὰ τὴν ἀποψινὴ τὴ βραδυὰ, βραδυὰ γιορτῆς τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ, ποὺ κρύβει μέσα της νοσταλγία καὶ φῶς.
Γιατὶ ἡ μέρα αὐτὴ δὲν ξεπερνιέται εὔκολα, καθὼς ἔχει μέσα της ἀποταμιευτεῖ μιὰ τεράστια συλλογὴ ἀπό εἰκόνες καὶ μνῆμες, ποὺ πάντα ἔχουν ὡς περιεχόμενό τους τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἑπομένη, ὅταν ἄρχιζε δηλαδή τὸ Σχολεῖο, ἤ ἔφτανε ἡ μέρα γιὰ τὸ ταξίδι στὸ Βόλο, γιὰ τὸ Γυμνάσιο. Αὐτὴ, λοιπὸν, ἡ ἑτοιμασία ἄρχιζε ἀπό τὶς ἀπόβραδες ὥρες τῆς μέρας αὐτῆς, ποὺ ἦταν ὄντως ἔνα σύνορο: μεταξὺ τῆς τρυφερότητας τῆς γιορτινῆς σχόλης καὶ τῆς πραγματικότητας ποὺ ἀνοίγονταν τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης. Κι αὐτὸ ποὺ ἀναθυμᾶσαι τούτη τὴ στιγμὴ εἶναι ἐκείνη ἡ κουλούρα τῆς Πρωτοχρονιὰς ποὺ τὴν ἔκοβες λίγη-λίγη στὸ Βόλο, γιὰ νὰ σοῦ θυμίζει, τόσο τὶς γιορτὲς ποὺ πέρασαν, ὅσο καὶ τὸ σπίτι, μὰ περισσότερο τὴν παραστιὰ ποὺ γύρω της μαζευόσασταν, ἐκεῖ πάνω στὸ ἀβέρτο τοῦ φούρνου καὶ ζούσατε τὸ Δωδεκαήμερο λιτὰ, σιωπηλά καὶ ήσυχα.
Ὅμως, ὅπως πάντα, ἡ μέρα ἡ σημερινὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περάσει δίχως τὸ ἀνάκλημα κάποιων στιγμῶν ἀπό τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὅπως τὸ στερνὸ παιχνίδι στὸ στενὸ τῆ Πανταζίνας, έκεῖ ποὺ εἶναι ὁ βράχος, ὁ ὁποῖος ἀκουμπᾶ στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μπάρμπα τοῦ Παντελῆ. Παίζατε βόλους καὶ δεκάρες ἤ πενηνταράκια, ὅ,τι περίσσεψε δηλαδὴ ἀπό τὰ κάλαντα... Ἦταν σούρουπο, θυμᾶσαι, καὶ σὺ πῆρες μιὰ χαρὰ τότε, γιατὶ κέρδισες ἕνα πενηνταράκι! Ἀπό ποιὸν δὲ θυμᾶσαι… Ἀπ᾿ τὸ Δῆμο, ἀπ᾿ τὸν Τάκη, δὲ θυμᾶσαι… Βλέπεις πέρασε μισὸς αἰώνας ἀπό τότε. Μόνο τὸ σπίτι θυμᾶσαι μὲ τὸ δάσκαλο νὰ τὸν κερνᾶ ἡ θεία ἡ Νίνα, γιὰ τὸ θεῖο τὸ Γιάννη ποὺ ἔλειπε στὴν Ἀμερικὴ. Μόνο πώς αὐτή ἡ παρουσία τοῦ δασκάλου σοῦ προμηνοῦσε ὅτι ἀρχίζουν τὰ Σχολεῖα τὴν ἐπαύριο. Τότε κάτι ἔστιβε τὴν ψυχὴ σου, γιατὶ ἔνοιωθες πὼς πέρασαν κι ἐκεῖνες οἱ γιορτὲς καὶ πάσχιζες νὰ τανύσεις τὸ χρόνο νὰ μὴ χαθοῦν ἐντελῶς λέγοντας μέσα σου, πὼς ἀκόμα γιορτὲς ἔχουμε… Μέχρι ποὺ ἔρχονταν ὁ ὕπνος καὶ τὸ πρωῒ τὰ πράγματα ἔμπαιναν σὲ μιὰ νέα σειρὰ, μιὰ νέα ἀρχὴ.
Ἴσως ὅταν ἤσουν μαθητὴς στὸ Βόλο νὰ σὲ παρηγοροῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν στολισμένες ἀκόμα οἱ βιτρίνες μὲ γιορταστικὸ διάκοσμο, ὡστόσο κι αὐτὸ κάποτε τέλειωνε κλείνοντας τὰ ἀγαπημένα σου Δωδεκαήμερα, μέχρι ποὺ μεγάλωσες κι ἔπαψες νὰ βιώνεις, μόνο νὰ θυμᾶσαι… Εὐτυχῶς ἤ καὶ δυστυχῶς (κάποτε)...
Γιατὶ ἡ μέρα αὐτὴ δὲν ξεπερνιέται εὔκολα, καθὼς ἔχει μέσα της ἀποταμιευτεῖ μιὰ τεράστια συλλογὴ ἀπό εἰκόνες καὶ μνῆμες, ποὺ πάντα ἔχουν ὡς περιεχόμενό τους τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἑπομένη, ὅταν ἄρχιζε δηλαδή τὸ Σχολεῖο, ἤ ἔφτανε ἡ μέρα γιὰ τὸ ταξίδι στὸ Βόλο, γιὰ τὸ Γυμνάσιο. Αὐτὴ, λοιπὸν, ἡ ἑτοιμασία ἄρχιζε ἀπό τὶς ἀπόβραδες ὥρες τῆς μέρας αὐτῆς, ποὺ ἦταν ὄντως ἔνα σύνορο: μεταξὺ τῆς τρυφερότητας τῆς γιορτινῆς σχόλης καὶ τῆς πραγματικότητας ποὺ ἀνοίγονταν τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης. Κι αὐτὸ ποὺ ἀναθυμᾶσαι τούτη τὴ στιγμὴ εἶναι ἐκείνη ἡ κουλούρα τῆς Πρωτοχρονιὰς ποὺ τὴν ἔκοβες λίγη-λίγη στὸ Βόλο, γιὰ νὰ σοῦ θυμίζει, τόσο τὶς γιορτὲς ποὺ πέρασαν, ὅσο καὶ τὸ σπίτι, μὰ περισσότερο τὴν παραστιὰ ποὺ γύρω της μαζευόσασταν, ἐκεῖ πάνω στὸ ἀβέρτο τοῦ φούρνου καὶ ζούσατε τὸ Δωδεκαήμερο λιτὰ, σιωπηλά καὶ ήσυχα.
Ὅμως, ὅπως πάντα, ἡ μέρα ἡ σημερινὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περάσει δίχως τὸ ἀνάκλημα κάποιων στιγμῶν ἀπό τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὅπως τὸ στερνὸ παιχνίδι στὸ στενὸ τῆ Πανταζίνας, έκεῖ ποὺ εἶναι ὁ βράχος, ὁ ὁποῖος ἀκουμπᾶ στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μπάρμπα τοῦ Παντελῆ. Παίζατε βόλους καὶ δεκάρες ἤ πενηνταράκια, ὅ,τι περίσσεψε δηλαδὴ ἀπό τὰ κάλαντα... Ἦταν σούρουπο, θυμᾶσαι, καὶ σὺ πῆρες μιὰ χαρὰ τότε, γιατὶ κέρδισες ἕνα πενηνταράκι! Ἀπό ποιὸν δὲ θυμᾶσαι… Ἀπ᾿ τὸ Δῆμο, ἀπ᾿ τὸν Τάκη, δὲ θυμᾶσαι… Βλέπεις πέρασε μισὸς αἰώνας ἀπό τότε. Μόνο τὸ σπίτι θυμᾶσαι μὲ τὸ δάσκαλο νὰ τὸν κερνᾶ ἡ θεία ἡ Νίνα, γιὰ τὸ θεῖο τὸ Γιάννη ποὺ ἔλειπε στὴν Ἀμερικὴ. Μόνο πώς αὐτή ἡ παρουσία τοῦ δασκάλου σοῦ προμηνοῦσε ὅτι ἀρχίζουν τὰ Σχολεῖα τὴν ἐπαύριο. Τότε κάτι ἔστιβε τὴν ψυχὴ σου, γιατὶ ἔνοιωθες πὼς πέρασαν κι ἐκεῖνες οἱ γιορτὲς καὶ πάσχιζες νὰ τανύσεις τὸ χρόνο νὰ μὴ χαθοῦν ἐντελῶς λέγοντας μέσα σου, πὼς ἀκόμα γιορτὲς ἔχουμε… Μέχρι ποὺ ἔρχονταν ὁ ὕπνος καὶ τὸ πρωῒ τὰ πράγματα ἔμπαιναν σὲ μιὰ νέα σειρὰ, μιὰ νέα ἀρχὴ.
Ἴσως ὅταν ἤσουν μαθητὴς στὸ Βόλο νὰ σὲ παρηγοροῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν στολισμένες ἀκόμα οἱ βιτρίνες μὲ γιορταστικὸ διάκοσμο, ὡστόσο κι αὐτὸ κάποτε τέλειωνε κλείνοντας τὰ ἀγαπημένα σου Δωδεκαήμερα, μέχρι ποὺ μεγάλωσες κι ἔπαψες νὰ βιώνεις, μόνο νὰ θυμᾶσαι… Εὐτυχῶς ἤ καὶ δυστυχῶς (κάποτε)...
Τετάρτη, 7 Ἰανουαρίου 2009
π. Κ.Ν. Καλλιανός
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment