Ὅταν σὲ καιρὸ χειμώνα ἀκούγονταν στὸ χωριὸ τὸ θλιβερὸ μαντᾶτο κάποιου ναυαγίου καὶ τὴν ἀπώλεια, τόσο τοῦ σκάφους, ὅσο καὶ τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν ποὺ ταξίδευαν μ᾿ αὐτό, τότε ὅλα γύρω μας πάγωναν, ἀκινητοῦσαν, βυθίζονταν σὲ μιὰ σιωπὴ τέτοια, ποὺ νόμιζες ὅτι ἡ ζωὴ εἶχε σταματήσει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Γιατὶ ἀπὸ τὶς πιὸ πικρὲς
ὧρες ποὺ ἔζησα στὰ παιδικά μου χρόνια στὸ μικρὸ τὸ χωριό μας, τὸ Κλήμα, ἦταν καὶ
ἐκεῖνες τῶν θλιβερῶν μαντάτων τῶν ναυαγίων. Καὶ μάλιστα χειμώνα καιρό, ὅταν κατέβαιναν
ἐκεῖνοι οἱ σκληροὶ χιονιάδες μὲ τὶς θύελλες καὶ ἀναταράζονταν τὸ πέλαγο, σκοτείνιαζε,
βάθαινε τόσο, ποὺ νόμιζες ὅτι γίνονταν ἕνα τεράστιο πηγάδι. Ἕνα πηγάδι ποὺ κατάπινε καΐκια κι ἀνθρώπους.
Θυμᾶμαι, λοιπόν τὰ ναυάγια καὶ τὸν χαμὸ κάποιων συγχωριανῶν
μου, ποὺ ἄφηναν πίσω τους ὀρφάνια, κενὸ ἀγεφύρωτο, φαρμάκι κι ὀδύνη, ἀλλὰ καὶ ἕνα
μούδιασμα στὴν ψυχὴ τῶν ἁπλῶν Κληματιανῶν. Κι ἄκουγες τότε θρήνους, μοιρολόγια,
κοπετοὺς καὶ πάγωνε ἡ ψυχή, ἀκινητοῦσε. Μάλιστα, ὅταν τὸ βλέμμα ἔπεφτε, σὲ ὥρα ἀπόβραδη
πάντα, κατὰ τὸ πέλαγο, ἕνα δυνατὸ ρίγος
διαπερνοῦσε τὸ κορμί, καθὼς παρατηροῦσες κομμάτια ἀπὸ μελανὸ φῶς, ποὺ δραπέτευε
ἀπὸ τὶς μαυρογκρίζες στοῖβες τῆς συννεφιᾶς, νὰ φέγγει πάνω στὰ γκρίζα νερὰ τῆς
θάλασσας. Ἦταν ἕνα φῶς παράξενο, τὸ ὁποῖο ἄνοιγε σιγά-σιγά σὲ κύκλους μὲ μικρὴ
διάμετρο, καὶ ἔδειχνε τὰ σκοτεινὰ νερά, τὰ νερὰ ποὺ κατάπιανε ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἁπλωσαν πάνω στὸ χωριὸ τὸ μαῦρο σεντόνι τῆς ἀπελπισίας.
Τὰ μαντάτα λοιπόν, ἔφταναν στὸ χωριὸ συνήθως τὸ ἀπομεσήμερο, στὸ
μοναδικὸ χειροκίνητο καὶ πρωτόγονο τηλέφωνο ποὺ βρίσκονταν στὸ μαγαζὶ τοῦ
Γραμματικοῦ τῆς Κοινότητας. Ἀπὸ κεῖ δὲ ἔφευγαν, κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἁπλώνονταν, ὅπως ἡ ἐπιδημία
στὴ μικρὴ κοινωνία. Τότε ἀνέβαινε κι ἡ σιωπή... Μιὰ αἰνιγματικὴ σιωπή, ποὺ τὴ
συνόδευε ἡ κατήφεια καὶ ἡ ἀδυναμία γιὰ ἐπικοινωνία. Ὅλοι βιάζονταν νὰ πᾶνε στὰ
σπίτια τους νὰ στοχαστοῦν, ν᾿ ἀφουγκραστοῦν τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ ξαναδοῦν ἔτσι
τὸν χαμένο φίλο, γνωστό, ἤ συγγενή, ποὺ δὲν θὰ ξαναντάμωναν.
Ἡ ὅλη δὲ αὐτὴ δραματικὴ κατάσταση κορυφώνονταν ὄταν στὸ σπίτι τοῦ χαμένου ναυαγοῦ στρώνονταν τὰ πάντα ὡσὰν νὰ προετοιμάζονται γιὰ μιὰ πραγματικὴ κηδεία: μὲ τὸ λέιψανο στὴ μέση τοῦ σπιτιοῦ, μὲ τοὺς γύρω ἀπὸ αὐτὸ συγγενεῖς καὶ γνωστούς, ἀλλὰ καὶ τὴν «κάσα» ποὺ περίμενε ἔξω, γιὰ νὰ φιλοξενήσει τὸ ἄψυχο κορμί. Φυσικὰ τὸ λείψανο ἔλειπε, γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴ θέση του τοποθετοῦσαν μιὰ φωτογραφία τοῦ νεκροῦ, στολισμένη μὲ λουλούδια καὶ νοτισμένη ἀπὸ τὰ δάκρυα...
Γιὰ νὰ μὴ νομιστεῖ δὲ ὄτι οἱ συγγενεῖς δὲν ἤθελαν νὰ κάμουν καὶ τὴν κηδεία τοῦ δικοῦ τους ἀνθρώπου, ὅταν ἔφθανε ὁ καιρὸς νὰ γίνει τὸ πρῶτο μνημόσυνο, «τὰ σαράντα» ποὺ λέει ὁ λαός, τότε λιτανεύονταν ἀπὸ τὸ σπίτι στὴν ἐκκλησία τὸ «σινί» μὲ τὸ κόλυβο μὲ ὄλη τὴ λαμπρότητα: δηλαδή, μὲ τὰ ἐξαπτέρυγα, τὶς λαμπάδες, ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ ὅλους τοὺς γνωστούς νὰ τὸ συνοδεύουν, λὲς καὶ γίνονταν ἡ πραγματικὴ κηδεία... Καὶ καθὼς πήγαινε ἡ σιωπηλὴ πομπὴ στὸ ναό, τότε ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ σπίτια τους οἱ χωρικοὶ καὶ βουρκωμένοι παρατηροῦσαν τὴ λιτανεία.
-
Θεός σχωρέστον... λέγανε κι ὕστερα ἐτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἐκκλησία, ὥστε νὰ παραβρεθοῦν στὸ μνημόσυνο.
Κι ὕστερα, τὴν ἄλλη μέρα, τὸ χωριὸ ἄρχιζε καὶ πάλι νὰ ξαναβρίσκει, ἔστω καὶ μὲ πληγές, τοὺς ρυθμούς τῆς καθημερινότητας. Ἀλλὰ μὲ τὶς μνῆμες πάντα ζωντανές...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment