…ο
αληθινός Ποιητής
Ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα κατέχει ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης,
ένας άνθρωπος που δεν έγραψε μόνο ποίηματα, αλλά έζησε όλη του την ζωή ως
αληθινός ποιητής με ευαισθησία, βυρωνισμό που άγγιξε την αυτοκαταστροφή,
ρομαντισμό και ίσως και επιπολαιότητα.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Η μητέρα του ήταν
ανηψιά του Χαριλάου Τρικούπη και ο πατέρας του, Λεωνίδας, κυπριακής καταγωγής,
ήταν μαθηματικός, ποιητής και ανώτατος
στρατιωτικός, από το 1903 διετέλεσε Βουλευτής και το 1909 έγινε Υπουργός
Εξωτερικών. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης έγραφε ποιήματα από την παιδική του ηλικία
και το 1905 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επίσημα ως ποιητής στο περιοδικό Νουμάς.
Το 1907 μαζί με άλλους εννιά λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ. Το 1909
πήρε το δίπλωμα της Νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά δεν άσκησε ποτέ το
επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1916 εγκαταστάθηκε μαζί με τον πατέρα του στην
συμπρωτεύουσα, όπου προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Το 1917 συνόδευσε τον πατέρα του στην Αίγυπτο προκειμένου
να στρατολογήσουν εθελοντές για τον στρατό της Θεσσαλονίκης. Kατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός - διερμηνέας έως
και το 1921. Στην Αίγυπτο γνώρισε και τον Καβάφη.
Έζησε για πάνω από σαράντα χρόνια σε ένα νεοκλασικό διώροφο κοντά στον λόφο
του Στρέφη. Eκεί έγραψε και το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του
έργου, το οποίο είναι επηρεασμένο από την αισθητική των αρχών του εικοστού
αιώνα και τον Όσκαρ Ουάιλντ. Εκτός από ποιήματα έγραψε πεζά, διηγήματα και
διάφορα κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939.
Πολύ μετά τον θάνατό του ο Άρης Δικταίος επιμελήθηκε την έκδοση των ποιημάτων
του.
Η μητέρα του πέθανε το 1938 και τέσσερα χρόνια μετά πέθανε και ο πατέρας του. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης παρά την
ευρεία μόρφωσή του, το ταλέντο του, την γλωσσομάθειά του (μιλούσε αγγλικά,
γαλλικά και ιταλικά) δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί και να ενηλικιωθεί.
Ο θάνατος των γονιών του τον άφησε μόνο, ορφανό και ανυπεράσπιστο σε έναν άγριο
κόσμο, σε μια αδιάφορη κοινωνία. Ο ίδιος δεν αχολήθηκε με κάποιο βιοποριστικό
επάγγελμα και έχασε όλη την πατρική του περιουσία από επιτήδειους ανθρώπους που
εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις καθημερινές, πρακτικές
δυσκολίες της ζωής. Απομονώθηκε στο σπίτι του φτωχός, ξεχασμένος σχεδόν από
όλους, έγραφε ποιήματα γεμάτα απελπισία. Mε τα τελευταία του, λιγοστά χρήματα τάιζε τα αδέσποτα ζώα της γειτονιάς
του. Το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου 1944, περήφανος, πληγωμένος και ολομόναχος,
πήρε το υπηρεσιακό πιστόλι του πατέρα του και αυτοκτόνησε. Η κηδεία του έγινε
τέσσερις ημέρες μετά και τα έξοδά της καλύφθηκαν έπειτα από έρανο που έκαναν οι
φίλοι του. Έτσι έζησε και έφυγε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο άνθρωπος που δεν
μπόρεσε να αντέξει την ίδια την ζωή του, ο άνθρωπος που δεν μπόρεσε να
συμβιβαστεί με τις πρακτικές δυσκολίες και τα τερτίπια της έννομης κοινωνίας.
Το 1985 βγήκε στους ελληνικούς κινηματογράφους η ταινία του Τάκη Σπετσιώτη
«Μετέωρο και Σκιά» που βασίζεται στην ζωή του μεγάλου ποιητή με τους ηθοποιούς
Τάκη Μόσχο, Μιχαήλ Μαρμαρινό, Γιώργο Κέντρο και Γιάννη Ζαβραδινό.
Ο Λαπαθιώτης δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μπει σε φιλολογικούς κύκλους, να
δημοσιεύσει τα έργα του, να γίνει γνωστός, να αποκτήσει εισόδημα από την
ποίηση. Ακολούθησε το «αίτημα» του Νίτσε: «Έχει μεγαλύτερη σημασία να ζεις και
να φέρεσαι σαν γνήσιος Ποιητής, παρά να γράφεις ποιήματα στα πλαίσια μιας
κάποιας εργασιοθεραπείας της νεύρωσής σου, μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρεις να
πλέκεις ή να κεντάς.» Ο ίδιος ο
Λαπαθιώτης μας εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται την έννοια του ποιητή στο κάτωθι
ποίημα.
Πόσο
βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!»
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!»
Εύη Ρούτουλα
No comments:
Post a Comment