Στήν Ἀρετή, στό Βαγγέλη καί στό Δημήτρη, μέ τήν εὐγνωμοσύνη μου
γιά τή συναντησή μας
(Ἀπόπειρα καταγραφῆς τοῦ ὑλικοῦ,
γιά μιά προσπάθεια ἀνίχνευσης τῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς τῶν κατοίκων)
Στήν προσπάθειά μου
νά ἐπισημάνω κάποιες πτυχές τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ χωριοῦ τῆς Σκοπέλου, Γλῶσσα, ὅπως αὐτές διαφαίνονται μέσα στά γραπτά τοῦ μακαριστοῦ ἀπόδημου Γλωσσιώτη λογίου Βασιλείου Δ. Κουκουρίνη, ἀλλά καί τοῦ ἄλλου Γλωσσιώτη λογίου τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ Βασίλη Λαρυγκάκη, προέκυψε καί τό θέμα αὐτό, γιά τό ὁποῖο θά κάνω λόγο στή συνέχεια. Πρόκειται γιά στιγμιότυπα ἀπό τήν ἐνοριακή ζωή τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, ὅπως ἐτούτη καταγράφεται στά γραπτά τοῦ Κουκουρίνη, ἀλλά καί καθώς διασώζεται στή μνήμη ὅλων, ὅσων ζήσαμε τίς στιγμές αὐτές. Κι αὐτό, ἐπειδή χρειάζεται νά γίνει μιά πρώτη προσέγγιση στή θρησκευτική συμπεριφορά τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ, γιά νά διαφανεῖ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διαισθάνονται τήν ἐκκλησιαστική λατρευτική ζωή σέ σχέση πάντα μέ τή λαϊκή λατρεία.
Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα ὅμως πρέπει νά δοθεῖ ὁ ὁρισμός, τί δηλαδή εἶναι καί σημαίνει ᾿Ενορία καί ἐνοριακή ζωή.
«Στήν ὀρθόδοξη πραγματικότητα ἡ μικρότερη ἑνότητα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι η ᾿Ενορία. ῾Ως εὐχαριστιακή σύναξη τῶν πιστῶν ἐμφανίζεται ἡ (κάθε) ἐνορία -σέ συνάρτηση βέβαια μέ τήν ᾿Επισκοπή, στήν ὁποία ὀργανικά ἀνήκει- ὡς ἡ “καθολική ἐκκλησία”». Εἶναι ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν, πού ζεῖ καί κινεῖται, σ᾿ ὅλες τίς φάσεις τοῦ βίου της,
στό ῎Ονομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος.
Στή ζωή τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας - ᾿Ενορίας, ἔχει πρωταρχική σημασία ἡ παρουσία τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, τοῦ παπᾶ, ὁ ὁποῖος καί προΐσταται τῆς πνευματικῆς οἰκογένειας, τῆς ᾿Ενορίας.
Κέντρο αὐτῆς τῆς κοινότητας εἶναι ὁ ἐνοριακός ναός, ἀπό τόν ὁποῖο καί στόν ὁποῖο ἀρχίζει καί τελειώνει ἡ ζωή τοῦ κάθε μέλους τῆς ᾿Ενορίας, τοῦ κάθε πιστοῦ. ῎Ετσι μποροῦμε νά ποῦμε μέ κάθε βεβαιότητα ὅτι ὁ ναός, ἡ ᾿Εκκλησία, εἶναι τό σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ κάθε ἐνορίτη.
Στή Γλῶσσα, «τό γραφικό ψηλό χωριό» ἡ ἐνοριακή ἐκκλησία «ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου παντοτεινή προστάτιδα» ὑψώνεται στό κέντρο τοῦ χωριοῦ. Εἶναι κτισμένη γύρω στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., τότε πού τό χωριό ἀριθμοῦσε 50-60 σπίτια. ᾿Αργότερα, καί συγκεκριμένα στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. ἀνακαινίστηκε.
«Μέσα σ᾿αὐτήν τήν ἐκκλησιά παίρνουν μέρος οἱ χαρές καί οἱ λύπες τοῦ χωριοῦ».
᾿Εδῶ ἔρχεται ἡ μάνα νά πάρει τήν Εὐχή μόλις σαραντίσει μέ τό νεογένητο στή ἀγκαλιά. ᾿Εδῶ γίνονται τά βαφτίσια, ὅπου ὁ "λνός", ὁ νουνός δηλαδή, θά κρεμάσει τό παιδί ἀπό τό λαιμό του,
γιά νά τό παραδώσει στή μάνα του, μέ ὄνομα πιά, πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι εἶναι μιά ξεχωρισή προσωπικότητα στό νέο του βίο.
᾿Αλλά καί ἐδῶ γίνονται οἱ γάμοι καί στή συνέχεια, ἔξω στή πλατεία τῆς ἐκκλησιᾶς, ὁ χορός καί τό γαμήλιο γλέντι. «Μαζεύεται μαλλί φτερό τό χωριό, νά καμαρώση τή νύφη», ἐνῶ παραβγαίνουν οἱ χορευτές στόν κάβο, τό ποιός θά χορέψει καλύτερα τή νύφη.
Τέλος, ἀπό ἐδῶ ξεκινᾶ καί τό στερνό ταξίδι του ὁ κάθε χωριανός, πού θά πληρώσει τό κοινόν χρέος μέ τήν ἐκδημία του.
Τό σημεῖο πού φανερώνει τήν κοίμηση κάποιου μέλους τῆς μικρῆς κοινότητας εἶναι τό πένθιμο κτύπημα τῆς καμπάνας, γιά νά μάθει ὁ κόσμος τό γεγονός.
Τότε μαζεύονται στό σπίτι τοῦ νεκροῦ οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι, ἀλλά καί ὅλοι οἱ γνωστοί. Οἱ γυναῖκες φέρνουν τά λουλούδια, τά ὁποῖα καταθέτουν στό λείψανο, «τυλιγμένα μέ μεταξωτά χειρομάντηλα γιά νά μήν τούς φύγει ἡ εὐωδιά» καί ἀρχίζουν τά μοιρολόγια, ἐκεῖνα τά μακρόσυρτα πονεμένα τραγούδια. Τό νεκρό τόν μεταφέρανε στό κοιμητήριο, στόν ῾Αη-Λιά, μέ τό παλιό νεκροκρέββατο, τό ὁποῖο στόλιζαν μέ καλά μαξιλάρια καί σεντόνια, ἐνῶ ἀκολουθεῖ σχεδόν ὅλο τό χωριό στό τελευταῖο αὐτό σεργιάνι τοῦ συγχωριανοῦ τους.
Στίς γιορτές τοῦ χρόνου, στίς γιορτές δηλαδή πού ἔχουν οἱ χωριανοί τήν ὀνομαστική τους
γιορτή, ἐκκλησιάζονται σχεδόν ὅλοι. ῞Οπως ἐπίσης ὅταν τύχει μνημόσυνο. Τίς Κυριακές ἡ προσέλευση εἶναι μικρότερη.
᾿Αλλ᾿ ἐκεῖ ὅπου τό χωριό ζεῖ τή χαρά τῆς γιορτῆς εἶναι οἰ καλές ἡμέρες. Τό Δωδεκαήμερο, δηλαδή οἱ μέρες τῶν χειμωνιάτικων γιορτῶν, τῶν Χριστουγέννων, τοῦ ῾Αγ. Βασιλείου καί τῶν Φώτων, καί ἡ Μεγαλοβδομάδα. ῞Ολες αὐτές οἱ χρονιάρες μέρες γιορτάζονται καί τιμῶνται μέ μεγάλη λαμπρότητα. ῎Ετσι, τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων οἱ "μικροί καλλανδιστές", γιά νά θυμηθῶ τόν Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, θά γυρίσουν τά σπίτια γιά νά ποῦν τά κάλαντα. «Νά τά ποῦμε θειά.....ρωτοῦσαν καί (ἡ νοικοκυρά) τά φιλεύει μ᾿ ἀγαθότητα καί καλωσύνη. Τίς ἀγγελικές, μάλιστα, φωνές τῶν παιδιῶν συνώδευε ὁ μονότονος ἦχος τοῦ ραβδιοῦ» πού χτυποῦσε ρυθμικά πάνω στό πέτσωμα.
"῞Ολο τό χωριό ἀπόψε θά λειτουργηθεῖ" καθώς μέσα στή νύχτα χτυπᾶνε οἱ καμπάνες καλώντας τούς πιστούς στή μεγάλη γιορτή τῶν τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν. Καί σάν τελειώσει ἡ ἐκκλησιά, ἐκεῖ γύρω στίς αὐγές, "ἕνας ἀδελφικός χαιρετισμός, μιά θερμή χειραψία κάνει σύμπλεγμα τίς καρδιές τῶν νησιωτῶν. ῎Ετσι, μ᾿ ἕνα καινούριο πνευματικό ξύπνημα γυρίζουν στό φτωχικό τους" γιά νά γευτοῦν στή κοινή τράπεζα, τή χαρά καί τήν ἀγαλίαση πού δαψιλῶς προσφέρει ἡ γιορτή.
Παλαιό ἔθιμο εἶναι τήν παραμονή τῆς πρωτοχρονιᾶς νά ἑτοιμάζουν ὅλα τά σπίτια «τσ᾿ κλούρις». Μάλιστα, οἱ νύφες γιά νά ἐντυπωσιάσουν, τίς περιποιοῦνται περισσότερο καί τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας τίς πηγαίνουν στό σπίτι τῶν πεθερικῶν τους
μαζί μέ τό καλαθάκι, στό ὁποῖο ἔχουν βάλει γλυκά καί φιλέματα, γιά τήν καλή χρονιά. Οἱ μικροί καλανδιστές καί πάλι μέ τό σούρουπο ξεκινοῦν γιά νά τά ποῦνε.
῾Η πρωτοχρονιά εἶναι ἡμέρα «τ᾿ ἀbουδιακοῦ», τοῦ ποδαρικοῦ δηλαδή. ῎Ετσι, φυλᾶνε τό πρωΐ, ὥστε νά μήν μπεῖ στό σπίτι κάποιο ξένο πρόσωπο, πού θά φέρει "κατσπουδιά".
Πάντως πρωΐ - πρωΐ ἡ νοικοκυρά θά πάει στή βρύση, γιά φέρει φρέσκο νερό καί μιά σιδερόπετρα γιά τό καλό, ἐνῶ δέν θά παραλείψει ν᾿ ἀλλάξει καί τά ξύλα στήν παραστιά. Τέλος, τό μεσημέρι στό γιορτινό τραπέζι, ὁ νοικοκύρης θά σταυρώσει καί στή συνέχεια θά κόψει τήν κουλούρα τοῦ σπιτιοῦ.
Τήν παραμονή τῶν Φώτων, ὅπου νύχτα ἀκόμη γίνεται ὁ Μέγας ῾Αγιασμός ἡ νοικοκυρά θά πάει στήν ἐκκλησία, γιά νά πάρει τό ἁγιασμένο νερό νά πιοῦνε γιά τό καλό, ἐνῶ δέν θά παραλλείψει ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅλη ἡ οἰκογένεια νά κρατήσει τήν καθιερωμένη νηστεία. Συνάμα, ὅλα τά σπίτια θά περιμένουν νά περάσει ο παπᾶς γιά τ᾿ ἁγιάσει, ὥστε νά φύγουν τά καλλικατζούρια.
Τ ᾿ἀπόβραδο τά παιδιά θά βγοῦν νά τά ποῦνε καί πάλι.
῾Η ἑπομένη ἡμέρα, ἡ γιορτή τῶν Φώτων, δέν ἔχει τή λαμπρότητα πού ἔχει ἡ γιορτή τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου (7 ᾿Ιανουαρίου). ῾Ωστόσο, καί τήν ἡμέρα τῶν Φώτων θά πάρουν τόν Μέγα ῾Αγιασμό γιά νά ραντίσουν τά χωράφια, τά ζῶα τους κ.λ.π.
Τοῦ ῾Αη-Γιαννιοῦ, πού κλείνουν οἱ γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου, τότε εἶναι πού ζωντανεύει τό χωριό ἀπό τίς ἐπισκέψεις στούς Γιάννηδες καί, φυσικά, τά μεγάλα γλέντια στά σπίτια τῶν ἑορταζόμενων.
Μετά ἀπό τίς γιορτές αὐτές ἔρχονται οἱ ᾿Απόκριες, πού ἄν καί δέν ἔχουν καθαρό θρησκευτικό χαρακτῆρα ἐν τούτοις ἐντάσσονται μέσα στίς ψυχαγωγικές δραστηριότητες τῆς ᾿Ενορίας. ᾿Αρχίζουν μέ τό ἄνοιγμα τοῦ Τριωδίου, τελειώνουν δέ μέ τήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Τό πλέον σημαντικό τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι ἡ προσοχή πού δίνεται στό Ψυχοσάββατο, πού τιμοῦν μέ ἑορταστικό τρόπο τή μνήμη τῶν προσφιλῶν κεκοιμημένων.
Αὐτό πού λαμπρύνει τίς πένθιμες ἡμέρες τῆ Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι ἀναντίρρητα οἱ κατανυκτικές ᾿Ακολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν, στίς ὁποῖες βρίσκουν παρηγορία καί καταφυγή οἱ ψυχές τῶν ἁπλῶν χωρικῶν. Γιατί νοιώθουν τήν Χάρη τῆς Παναγίας νά τούς παραστέκεται στίς δυσκολίες τοῦ βίου, ἀλλά καί στήν ἀνάγκη νά λάβουν μιά καλή εἴδηση ἀπό τούς δικούς τους,
πού εἴτε βρίσκονται στήν ξενιτιά, εἴτε ταξιδεύουν μέ τά ποντοπόρα πλοῖα.
Κι ἔρχεται τό Μεγαλοβδόμαδο μέ τούς κατανυκτικούς Νυμφίους, τά Νύμφια, ὅπως τά λένε οἱ ντόπιοι.
Τό χωριό ἀρχίζει τότε νά μεταμορφώνεται καθώς βγαίνει ἀπό τό γκρίζο τοπίο τοῦ χειμῶνα καί είσέρχεται στή λαμπροντυμένη καί χαρμόσυνη ἄνοιξη. ᾿Αρχίζουν τότε τά λαμπριάτικα, ἀπό τή βαγιοβδομάδα ἀκόμη. Σιγύρισμα τοῦ σπιτιοῦ, ἀσβέστωμα -ἄν δέν ὑπῆρχε πένθος- καί ἡ γενική ἀφύπνηση τοῦ σπιτιοῦ ἀπό τόν λήθαργο τοῦ χειμώνα.
Τά ἔθιμα πού ἀκολουθοῦν εἶναι ταυτισμένα μέ τή λειτουργική ζωή, ἀλλά καί τό κλῖμα τῶν ἠμερῶν. ῎Ετσι ἔχουμε τήν εὐλογημένη βάγια πού προσφέρεται τήν Κυριακή τῶν Βαΐων -οἱ νύφες παίρνουν βάγια στολισμένη μέ φλουρί ἤ λίρα-, τή σύσσωμη προσέλευση τῶν πιστῶν τό πρωΐ τῆς Μ. Πέμπτης στή Θεία Μετάληψη, τό βάψιμο τῶν ἀβγῶν καί στή συνέχεια τό ζύμωμα τῆς κουλούρας.
Μέχρι τά πρῶτα χρόνια τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 λεγόταν καί τό "Χεραπύλη", ἔθιμο παλαιό καί πρωτότυπο γιά τό νησί, πού τό λέγανε μόνο μιά ὁμάδα παιδιῶν σταλμένα άπό τόν παπᾶ τῆς ᾿Ενορίας στά σπίτια τοῦ χωριοῦ, κρατώντας ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρό στολισμένο μέ λουλούδια, στόν ὁποῖο εἶχε τοποθετηθεῖ ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ ῾Αγιασμοῦ τῆς ἐκκλησίας.
Τή Μ.Παρασκευή τό στόλισμα τοῦ ᾿Επιταφίου μέ ποικίλα δροσερά ἄνθη ἀπό τίς αὐλές καί τούς κήπους τῶν χωρικῶν, ἔδινε ἰδιαίτερη χαρά καθώς αἰσθάνονταν πώς στόλιζαν μέ δικά τους
ἄνθη τό ἱερό Κουβούκλιο, ὅπου θά κατατεθεῖ ὁ Νεκρός Κύριος.
Τό βράδυ στή ἀκολουθία τοῦ ᾿Επιταφίου Θρήνου, μέ τά ᾿Εγκώμια, τήν περιφορά, τό "Αἱ γενεαί αἱ πᾶσαι", πού συγκλονίζει, τό μοσχομυρισμένο ἀεράκι άπό τή μοσχοβολιά τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, τοῦ ροδόσταμου, ἀλλά καί θυμιάματος, κατανύσσει τόσο καί συγκινεῖ περισσότερο.
῞Υστερα ἡ προετοιμασία γιά τό Πασχάλιο δεῖπνο τό Μ.Σάββατο, ἡ πρώτη ᾿Ανάσταση, οἱ χαρμόσυνες καμπάνες μαζί μέ τήν ἀναμονή, ὅλ᾿ αὐτά συνθέτουν τό Πασχαλιάτικο γεγονός πού κορυφώνεται τό βράδυ τῆς ᾿Ανάστασης στή λαμπροντυμένη καί φωτισμένη πλατεία τῆς ἐκκλησίας.
῾Ωστόσο, ἐκτός ἀπό τίς χρονιάρες αὐτές ἡμέρες, πρέπει νά ἀναφερθεῖ, πώς ἐντάσσονται μέσα στόν ἐτήσιο ἐκκλησιαστικό κύκλο καί τά πανηγύρια, τά ὁποῖα καί ἀποτελοῦν μιάν ἐξαίσια ἔκφραση τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἑρμηνεύουν μέ ἔμφαση τή θρησκευτική συμπεριφορά τῶν χωρικῶν.
Τό κυριώτερο πανηγύρι εἶναι αὐτό τῆς ἐνορίας· στίς 15 Αὐγούστου δηλαδή, πού ἑορτάζει ὁ ἐνοριακός ναός τῆς Κοιμήσεως. ῎Ετσι, μαζί μέ τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες τσ᾿ ἀγρυπνιᾶς καί τήν ἑπομένη ἡμέρα τοῦ ῎Ορθρου καί τῆς Θ. Λειτουργίας ἔχουν ἐνταχθεῖ καί ὁ χορός μέ τό γλέντι, πού γίνονται κατά βάση ἔξω, στήν πλατεία τῆς ἐκκλησιᾶς. ῎Ετσι, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι πού πρίν ἀπό λίγο παρακολουθοῦσαν
μέ κατάνυξη τίς ἀκολουθίες τιμώντας τήν Παναγία καί προστάτιδα τοῦ χωριοῦ, τώρα ξεδίνουν στό χορό "κοντασταίρνοντας", τό ποιός θά κάμει τά καλύτερα "τσαλίμια" στόν κάβο, τό ποιός θά φανεῖ νά εἶναι ὁ πιό μερακλής.
᾿Εφάμιλλο μέ τό πανηγύρι τῆς Παναγίας εἶναι κι ἐκεῖνο τ᾿῾Αη- Γιαννιοῦ, στίς 29 Αὐγούστου, πού γίνεται στό ἀσκητικό μά, καί ἐπιβλητικό ἐκκλησάκι στόν ῾Αη Γιάννη, στό Καστρί, στό βράχο ἐπάνω.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
(ὑπὸ δημοσίευση)