Monday, 15 July 2019

Ἀνάκλημα ἱερό πάντιμων ἡμερῶν καί χρόνων


, Μι διαφορετικ νάγνωση το διήγηματος το λ. Μωραϊτίδη,
μπάρμπα Δήμαρχος,  μ τν πιμέλεια κα φροντίδα το Κων. Σπ. Τσιώλη,
κδ. ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, θήνα 2019, σσ. 72


χι, δν εναι βιβλιοπαρουσίαση, μήτε κα κριτικ λογοτεχνικο ργου, ν λόγ γραφή. Εναι πρωτίστως εκαιρία γι τν γράφοντα, ν ξεδιπλώσει τς μνμες του, πιχειρώντας τσι μιν ελογημένη πιστροφή. πιστροφή, πού, σφαλς, γι τος πολλος μηδαμιν χει σημασία, μως γι τν διο εναι μι εκαιρία, μοναδικ θ τν λεγα, ν ξαναζήσει. Ναί, ν ξαναζήσει τν παιδεμένο, μως κοινωνικ χρήσιμο, κόσμο τς Μιλάχρως τς φουρνάρισσας, πο δν θ τν ντίκρυζες ς «ξόανο», πως επώθηκε, λλ᾿ ς να σπάραγμα μις μεταβυζαντινς γιογραφίας, λησμονημένο σήμερα...

Ν μ συγχωρέσουν ο ναγνστες μου πο δν θ σταθ διόλου στ ντως ξαίσια κα μ ερ προσοχ γραμμένα, προλεγόμενα κα πιλεγόμενα π τ λόγιο γιατρό Κων. Σπ. Τσιώλη, λλ θ τολμήσω ν π τ δικά μου: Ατ δηλαδή, πο μο φανερώνουν ο εκαρπες σελίδες το πάμφωτου Μωραϊτίδου, το λησμονημένου, δυστυχς, λλου λέξανδρου τς γείτονος νήσου Σκιάθου.

Μικρς ταν κα παλαις φορνος μας στ χωριό μου, τ Κλμα, πο καθημεριν γναντεύει «το Σκιάθου», βλέποντας, τς θερινς δίως νύχτες, τ φεγγοβολ τν φώτων τς πολίχνης της.

ς ψυχ το φούρνου ατο, μέχρι τς ρχς το 21ου αι. ταν Μάνα μου, πο ς λλη Μιλάχρω τν καιγε τ βαθει τ χαράματα μ τς κλάρες, γι ν θερμανθε καλά -κι θελε, στ᾿ λήθεια δεμάτια κάθε μέρα- κι στερα πρεπε ν μπον τ ξύλα πο χρειάζονταν: Πρώτα τ πευκίτικα, γι ν αξήσουν τ  θερμοκρασία κι στερα τ γρια, το βουνο τ λίτικα, γι ν τ διατηρήσουν. κόμα βλέπω τς μεγάλες σταχτόχρυσες φλόγες ν χώνονται μέσα στ δεμάτι π τς κλάρες κι στερα ν ζώνουν τ πευκίτικα τ ξύλα, ν τ ξεφλουδήζουν π τ πτίκι κα ν ψάχνουν πατόκορφα τ κορμί τους.  Κι π τν λλη μεριά, πέναντι π τ νοιγμα το φούρνου, πο φωτίζονταν π τς πύρινες φλόγες πο βγαιναν π «το τ᾿φέκ’», τ στρογγυλή, δηλαδή, π, πο πρχε στ κέντρο τς πιφάνειας το φούρνου, φουρνάρισσα «σπογγίζουσα τ μετωπόν της», ν τοιμάζεται γι τ φούρνισμα...

Κι στερα κενα τ χέρια τ «ποα σαν μαρα ς ν τ εχεν ψήσει το φούρνου  λαμπή» ν φουρνίζουν κα ν ξεφουρνίζουν τέλειωτα ταψιά, ταβάδες κα σινιά... λα καφτερά κα ροδοψημένα, πο στ βγάλσιμό τους φηναν στν έρα μιν εωδία μοναδική.


Γι τ χωριό μας, πρέπει ν πομε, πς  φορνος ταν καφενς τν γυναικν, λκυστικς τόπος συνάξεώς των. Μ λίγα λόγια, κε «συνηθρίζοντο λαι [σχεδν] α γυνακες τς γειτονις, νεούπανδροι, χραι, κα γρααι, κα νεκοίνουν πρς λλήλας τ νέα τς μέρας» ( . Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στ σπόρκα).

μως πέρα π τ σα ναφέρθηκαν τ διήγημα ατ παρέχει στν πογράφοντα ατ τ κείμενο μιν λλη φορμή. Τ ν θυμηθε κάτι τεμάχια συζητήσεων, πο κάναμε μικρ παιδιά στ περίφημα τ «Κάγκελα», ξω π τ μαγαζ τς θεις Εανθίας, τ θεριν τ βράδυα ρεμβάζοντας παράλληλα πρς τ μισοφωτισμένο Λουτράκι κι πέναντι στ μισοσκότεινη τ Σκιάθο κα τὴν Εβοια.

Κι νάμεσα, λοιπόν, στς λλες στορίες πο λέγανε ο μεγαλύτεροι π μς, ταν κι κενες πο σχετίζονταν μ τν ερεση θησαυρο π κάποιους -λέγανε, μάλιστα, κα τ νόματά τους. τσι κουγες πς νας βρκε λίρες στν «ραπουσπλιά», λλος κε πο κάθησε ν ξαποστάσει σν γύριζε π τ δουλι κα παραμέρισε πέτρα κα φάνηκε τ κιούπι, πόμενος τς βρκε, φο τν νείρεψε κα πγε νύχτα, δίχως ν τ πε σ κανένα. Γιατ λλις θ βρισκε κάρβουνα κι χι λίρες πως τ πάθανε μερικοί κι λλα κόμα... στορίες, λοιπόν, πο τς ναφέρανε σφαλς ο πατεράδες ο παπποδες στ σπίτια τους κα τς κούγανε μ προσοχ τ παιδιά. Πο μετ τς διέδιδαν στς συντροφιές τους, κάποιες φορς λίγο παραλλαγμένες κα  μ μικρ δόση μυστηρίου... Πού, στόσο, τόσο πολ μάγευε, πως μαγεύει τς ποιες τρυφερς ψυχς πόμειναν σ ατν τν τραγικ πεζ κα διαταραγμένο κόσμο μας.

ναπαμένη, εχόμαστε, λοιπόν,  ν εναι γία ψυχούλα το λλου λέξανδρου το Μωραϊτίδου, το κα νδρονίκου Μοναχο, καθς φέτος συμπληρώνονται ξήντα τη π τν σιακή Του κοίμηση. Κι «Μπάρμα Δήμαρχος» πιστεύω,  πς εναι να ξεχωριστ νθος ελαβείας στν ερή του Μνήμη.

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: