(Διαβάζοντας
τὸ βιβλίο τοῦ Γ.
Σανιδᾶ, Δὲν
χάθηκαν ὅλα, ἐκδ.
ΚΥΜΑ, [Σκιάθος 2014] σσ. 292)
Ἐξηγοῦμαι ἀπὸ τὴν ἀρχή: Βασική μου
πρόθεση, καθὼς γράφω αὐτὲς τὶς ἀράδες, εἶναι νὰ μοιραστῶ μὲ τὸν ἀναγνώστη μου τὰ κοινὰ βιώματα καὶ κοινοὺς τοὺς καημούς, ποὺ ἀντάμωσα μέσα στὸ ἐξαίρετο αὐτὸ βιβλίο ποὺ προανάφερα. Κι ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ θέλω θερμὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν καλό μου φίλο κι
ἄοκνο ἐρευνητὴ τῆς ἱστορίας τῆς Σκιάθου, τὸν καπετὰν Γιάννη Θεοδ.
Παρίση, ποὺ μὲ τίμησε, στέλνοντάς
μου καὶ τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ κ. Γ. Σανιδᾶ μαζὶ μὲ τὸ δικό του: Τὸ θαυμάσιο
φωτογραφικὸ ἀρχεῖο μὲ τὶς νοσταλγικὲς καὶ φωτεινὲς Μνήμες τῆς προσφιλοῦς μας
Σκιάθου.
Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, μόλις ἄνοιξα τὸ βιβλίο τοῦ κ. Σανιδᾶ, κάτι τάραξε τὴν ψυχή μου, καθὼς εἶδα τὴν χαρακτηριστικὴ φωτογραφία τοῦ ἀείμνηστου φίλου
μου τοῦ Χρήστου Β.
Χειμώνα: Ἑνὸς κορυφαίου λογίου
καὶ ἀθεράπευτου Σκιαθίτη,
ἀπὸ ἐκείνους δηλαδή, ποὺ δὲν εἶδε τὴν πατρίδα του ὡς τεκμήριο «ἀξιοποιήσεως», ἀλλὰ ὡς νῆσο τῶν λογίων, ὡς μιὰ εὐλογημένη συνέχεια
τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διαπρεπῶν Σκιαθιτῶν λογίων, ἀπὸ τοῦ λογιωτάτου Ἐπιφανείου
Δημητριάδη, τοῦ γιοῦ του Διονυσίου τοῦ Γέροντος, τῶν δύο Ἀλέξανδρων κ.ἄ. ἀκόμη. Κι εἶπα ὅτι μοῦ ἀνακάλεσε μνῆμες ἀγαθὲς αὐτὴ ἡ φωτ. καθὼς θυμήθηκα τὸ Χρήστο στὸ γραφεῖο του, στὸ Γραφεῖο Τύπου, νὰ ἔχει σιμὰ στὴν πάντα γεμάτη
πέτρινη σάκκα του, κι ἄλλες τσάντες νάυλον μὲ βιβλία, περιοδικά
κ.ἄ. ἔντυπα. Κι ὁ καημός του πάντα ἡ Σκιάθος… Κι εἶναι ἄξιος τιμῆς ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ποὺ ἀναφέρει ὅτι «στὰ σπουδαῖα κείμενά του ἀνακαλύπτουμε τὸ τί πραγματικὰ σημαίνει Σκιάθος»
(σελ. 191).
Φρονῶ, λοιπόν, πὼς αὐτὸ τὸ βιβλίο τούτη τὴ γραμμὴ ἀκολουθεῖ. Τὴ γραμμὴ τοῦ μακαριστοῦ Χρήστου, ποὺ λάτρευε τὴ Σκιάθο καὶ τὴν ἱστορική της
μαρτυρία μέσα στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Καὶ τὸ λέω αὐτό, γιατὶ παρατηρῶ μέσα στὶς σελίδες του νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴ νοσταλγία τοῦ συγγραφέα.
Νοσταλγία, ὄχι μονάχα γιὰ τὰ χρόνια τῶν παιδικῶν καὶ ἐφηβικῶν του χρόνων, «στὸ ἀθῶο τότε», (σελ.
110) ἀλλὰ καὶ τῆς Σκιάθου ἑνὸς ἄλλου καιροῦ: «τῆς ἀσπρόμαυρης ἐποχῆς» (σελ. 271) -ὅπως λέμε ἀσπρόμαυρη φωτογραφία-,
στὰ τελειώματα τῆς ὁποίας ἔζησε πολλὲς παραδοσιακὲς πρακτικές, εὐτυχῶς κι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτὸ καὶ μέσα του διακρατεῖ ἕν’ ἀπέραντο μεταλλεῖο άπὸ Μνῆμες καὶ Γεγονότα αὐτοβιογραφικοῦ χαρακτήρα.
Γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ στολίζουν ἀρχοντικὰ ἀνεξίτηλες εἰκόνες ἀπὸ τὸ χτές. Εἰκόνες ποὺ μᾶς τὶς χαρίζει ὁ συγγραφέας, πλαισιωμένες
πάντα μὲ ὑπέροχες λεζάντες,
ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὶς προσπεράσεις
δίχως τὰ ἀπαραίτητο ρίγος ποὺ ἀφήνει η συγκίνηση,
ἡ πάντα φορτωμένη μὲ δάκρυα, ποὺ δὲν φαίνονται, ὅμως ραντίζουν ὁλάκερο τὸ εἶναι μὲ χαρμολυπικὴ εὐλογία.
Στέκομαι π.χ. στὴ σελ. 275 καὶ βλέπω τὴν παλιὰ Σκιαθίτισσα γιαγιὰ νὰ «λιάζει» τὰ σύκα πάνω στὴν καλαμωτά -λιάστρα
τὴ λέγαμε στὸ χωριό μου- καὶ θυμᾶμαι τὴ δικιά μου τὴ μανού, νὰ λιάζει τά ἄσπρα καὶ μαῦρα σῦκα πάνω στὴν παλιὰ τὴ λιάστρα στὸ χτήμα μας. Τὰ σῦκα, πού, ἀφοῦ τὰ «ζεμάτιζαν», τὰ βάζανε μετὰ στὴ «φτύνα» μὲ κλωνάρια βάγιας, ὥστε νὰ μοσχοβολοῦν. Κι ἦταν στ’ ἀλήθεια, πρὶν βγοῦνε οἱ γκοφρέτες καὶ τὰ γαριδάκια ἤ τὰ τσίπς, ἡ λατρεμένη τροφὴ τῶν παιδιῶν, τόσο στὸ Σχολεῖο, ὅσο καὶ τ’ ἀπογεύματα στὰ παιχνίδια τους.
Μέσα στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου βρίσκω ἐπίσης κι ἄλλα κοινὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα κι ἀνακαλοῦν Μνῆμες καὶ συμπεριφορές. Βλ.
π.χ. τὶς σελ. 67-69, ὄπου γίνονται ἀναφορὲς στὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν Σκιαθιτῶν ἤ τὴ σελ. 129, ὄπου ξαναθυμόμαστε τὰ ἔθιμα τῆς Πρωτομαγιᾶς, ποὺ τόσο μοιάζουν μὲ ἐκείνα τοῦ παλιοῦ μου χωριοῦ καὶ πολὺ χαριτωμένα τὰ ἀναφέρει ὁ ἀλησμόνητος
Μωραϊτίδης στὸ διήγημά του «Τὰ Βακούφικα» κ.ἄ. ἀκόμη, τὰ ὁποῖα φρονῶ ὅτι πρέπει ν’ ἀνακαλύψει ὁ κάθε ἀναγνώστης.
Ὅμως ἐκεί ποὺ στάθηκα μὲ μεγάλη συγκίνηση
εἶναι τὰ δύο κεφάλαια «Ὅταν ἐπέστρεφε…» (σελ.
95-114), «Ὅταν ἔφευγε…» (σελ. 117-123), ὅπου γίνεται λόγος
γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπό τὸ ξενήτεμα καὶ τὴν ἐκ νέου ἀναχώρησή τοῦ Πατέρα του. Καὶ στάθηκα ἐδῶ, γιατὶ ξαναεῖδα τὸν ἑαυτό μου στὴν παιδική ἡλικία, ὅταν στὸ Λουτράκι ὑποδεχόμασταν ἤ ξεπροβοδούσαμε
δικά μας πρόσωπα, ποὺ ἔρχονταν ἤ φεύγανε ἀπὸ καὶ γιὰ τὴν ξενητιά. Εἰλικρινά, ἐκεῖνες οἱ στιγμές, οἱ κορυφαῖες τοῦ βίου μας, μοιάζουν
μὲ πίνακες ζωγραφικὴς, ὅπου τὰ χρώματα ἐναλάσσονται. Κι εἶναι ὄντως ἱερὲς αὐτὲς οἱ στιγμὲς γιατὶ τότε ὑψώνεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι στὴν ὑπέρτατη χαρὰ ἤ τὴ στενοχώρια... Κι ὑπάρχουν στὸ βιβλίο αὐτὸ κι ἄλλες ἀκόμα εἰκόνες, ποὺ χρήζουν προσοχῆς καὶ ἐπεξεργασίας (βλ.
σελ. 133 έξ. σελ. 177 ἑξ. κι ἄ.).
Ὁ συγγραφέας τιτλοφορεῖ τὸ βιβλίο του «Δὲν χάθηκαν ὅλα». Κι αὐτὸ ποὺ λέει τὸ ἐννοεῖ καὶ τὸ προβάλλει μὲ αἰσιοδοξία καὶ φιλοτιμία. «Ὁ τόπος μας μπορεῖ νὰ ἐλπίζει ἀκόμα», σημειώνει
παραθέτοντας μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐνέργειες κι ἀσχολίες τῶν Σκιαθιτῶν, ποὺ ἔχουν τὴ ρίζα τους βαθειὰ μέσα στοὺς αἰῶνες (βλ. σελ.
239-240).
Πολὺ δὲ ὀρθὰ ἔγραψε καὶ ἡ κυρία Σεραϊνὼ Διονυσίου-Κορωνιοῦ ὅτι ὁ συγγραφέας «ἐπιχειρεῖ ἕνα ταξίδι πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ρεαλισμοῦ, στὸν κόσμο τοῦ συναισθήματος καὶ ἀναζητεῖ τὸ φιλότιμο, τὴν εὐθύνη, τὴν ἀγάπη, τὸ σεβασμό, τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἐλπίδα…» (βλ. ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου) καὶ δὲν ἔχει, νομίζω, ἄδικο…
π. Κ.Ν. Καλλιανός