Monday, 27 December 2021

Τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ταπεινός ὁ στοχασμός...

 
Εχετήριος τιμ στς ξ. Κυρίες
Μαρία Κοτοπούλη, νθούλα Δανιήλ κα Μαρία (+φιγενεί) Δελήτσικου
 

σο μεγαλώνει νθρωπος τόσο   χρόνος  πο σωρεύεται μέσα του το χαρίζει να πλθος π  μπειρίες. ‘Εμπειρίες,  π τς ποες, κάποιες  κι πομένουν λησμόνητες κα χλωρς στν ψυχή του, γιατ διακρατον μιν ερότητα κι να δέος μοναδικό. Τότε, λοιπόν, νοιώθει πς μερικς π κενες τς  στιγμς πο ζησε στ παρελθόν του, λο κα ποκτον μεγάλη άξία, καθς μεταβάλλονται σ πολύτιμα κοσμήματα, κριβ κοσμήματα κα μ συναισθηματικ ξία φορτωμένα.
 
τσι, π τς πι κορυφαες στιγμές το χθές πο δύσκολα λησμονιονται, εναι κι κενες τν παιδικν του χρόνων κα μάλιστα ατς πο συνδέονται μ τν τρυφερ τ γιορτ τν Χριστουγέννων. Γιατ τότε  λα σα ζε κανείς,  πασπαλίζονται μ τ χρυσόσκονη τς Νοσταλγίας κα τς Συγκίνησης. στω κι ν σήμερα χει μβλυνθε συνείδηση κα σύγχρονος νθρωπος τς κατανάλωσης κα τς λατρείας τς εκόνας του, δ συγκινεται πιά, μήτε κι γναντεύει π τ χαγιάτι το Χρόνου ν ξαναδε περιούσιες στιγμς πο στήνονται, ς λλοι δοδεχτες, μέσα στν λη του βιοπορεία. Τ γιατ εναι εκολο ν πισημανθε...
 
Δικαιώνω, λοιπόν, πόλυτα τος λογίους γείτονές μου, τος δύο λέξανδρους τς φίλης Σκιάθου, πο τέτοιες μέρες Νοσταλγία κι εαιασθησία λειτουργοσαν τόσο παραστατικά, στε ν μς παρουσιάσουν νεπανάληπτες εκόνες π μιν ποχή χαρισματική, (π.χ. βλ. τς κορυφαες «Εκόνες» το λ. Μωραϊτίδη), γιατ μέσα τους διακρίνεται πλότητα, σοφία κα μορφι τς ψυχς κείνων  τν νθρώπων.  
 
Κάποιες εκόνες π τότε, π τ τρυφερ κενα τ χρόνια θ προσπαθήσω κι γ ν χνογραφήσω, τσι, γι ν θυμηθομε, μες, ο σοι πιστο πομείναμε ν γναντεύουμε π τ παράθυρο τς Νοσταλγίας κα ν θυμόμαστε...
 
π τς πλέον λησμόνητες στιγμς πο ζήσαμε, λοιπόν, τότε πο πηγαίναμε στ σπίτια τ πόβραδο τς Παραμονς τν Χριστουγέννων γι τ Κάλαντα ταν κι ο εκόνες μ τς ναμμένες παραστιές, πο φεγγοβολοσαν σ᾿ λο τ μικρ τ δωμάτιο, φήνοντας μι λάμψη χρυσαφένια, ζωντανή, παραμυθητική. ντύπωση, μάλιστα, προκαλοσαν πολλ π τά πέροχα κενα τζάκια τν παλιν Κληματιανν σπιτιν, μως κείνη παραστι το σπιτιο το μπαρμπα Βαγγέλη το Καραστάθη στ Κάτω Χωριό, εχε μι λλη χάρη κι μορφιά... Γιατ τ δωμάτιο ταν χωμένο μέσα στ γς, σν μι σπηλιά, μ να παράθυρο ν κοιτ κατ τ πέλαγο κα τς φραγκοσυκις πο εχαν φυτρώσει παρακάτω. Πόση θαλπωρή, στ᾿ λήθεια,  κτινοβολοσε  κενο τ λιτ δωμάτιο…   
 
Σιμ στν γραφικ Τσιτσίραφλο ταν τ σπίτι ατό,  δυτικ τς μικρς πλατείας. Γι ν πς μως κάτω, κε, δηλαδή,  πο ταν παραστι,  πρεπε ν κατεβες δυό-τρία σκαλοπάτια -πάντα λευκά, φρεσκοασβεστωμένα. πως σχεδν κατάλευκη ταν κι παραστιά, που δίπλα της ξεκουραζονταν μπάρμπα Βαγγέλης.
 
ταν τ δεύτερο τ τρίτο σπίτι πο πηγαίναμε ν «τ πομε»-πρτο ταν πάντα το μπάρμπα-Κωνσταν το Τρακόσα σιμ στν κκλησιά. μως πίσκεψη σ κείνη τν περιοχ εχε κα τ λλο της κέρδος. κείνη τν πανοραμικ θέα π τν Τσιτσίραφλο κατ τ Λουτράκι, λλ κα κατ τ Γλώσσα παραπάνω,   κι ντίκρυ πρς τ Σκιάθο, πο βούλιαζε μέσα στ θεϊκ τ χρώματα το δειλινο.
 
κόμα κενο πο ντυπωσίαζε τς παιδικές μας ψυχς ταν τ κρέας, τ όρτιο δεσμα, πο ν δν βραζε στν παραστιά, ταν κρεμασμένο στ καρφί, ψηλ στν παραταριά, σ μέρος δροσερό, χι στ χειμωνιάτικο. Λιγοστ ταν πάντα, γιατ φτωχο ταν ο περισσότεροι κα τέτοια πίσημα φαγητ μονάχα στς γιορτάδες τρώγανε κα κάποιες λιγοστς Κυριακς λο τ χρόνο.
 
Συνήθως στ περισσότερα τ σπίτια πρχαν κα τ λεγόμενα «γριουμιρνά», τ πουλι δηλαδή, πο πιάνανε μ παγίδες, πως κοσύφια κα καμμι μπεκάτσα. Ατά, λοιπόν, πο  συμπλήρωναν τ γεμα τ δεπνο τ γιορταστικό, π τ Σαρακοστ τν Χριστουγέννων, τ Σαρανταήμερο, δηλαδή, λόγω τς νηστείας,  τ λάτιζαν κα τ τρώγανε σ πρώτη εκαιρία.  
 
Καθς νεβαίναμε τώρα, γι ν πμε στ σπίτι το μπαρμπα-Γιωργάκη, περνούσαμε π τ σπίτι τς θεις-Μαριγούλας, πο εχε μι διαίτερη ψη, φο ταν π τ καινούρια σπίτια το Κάτω Χωριο. ντύπωση, μάλιστα, μς κανε μεγάλη παραστι πο ταν φρεσκοβαμμένη μ διάφορα χρώματα κα δινε στ σπίτι μι νότα γιορταστικς ασιοδοξίας κα θαλπωρς. Κα σιμ κε καλς μπάρμπα Γιάννης, π τος καλύτερους καμινάδες το χωριο. Κι π κε τραβούσαμε γι τ σπίτι το Γερο Ζησιμή, μ παγωμένη πάντα τν ψυχή, γιατ ταν στν κρη το χωριο, στ δρόμο γι τν Πλατάνα κι ταν ρχιζε ν σκοτεινιάζει, λο κα πι βιαστικ πηγαίναμε... Γιατ μν τ ξεχνμε πς ταν κι ποχ πο λεύθερα κυκλοφοροσαν τ καλλικατζούρια!!!
 
Μι λλη εκόνα πο δ φεύγει π τ νο εναι κι κείνη τς καλιάγριας, πο καθς ποτέλειωνε τ τριμμένο στάμα κα βγαζε τ στερν τ  λάδι κείνης τς μέρας, κι τοιμαζόταν ν κλείσει γι το Χριστο, στε ν ξανανοίξει μετ τς Παναγίας.
 
Καθώς περνούσαμε, λοιπόν, πέξω π τν καλιάγρια σ ρα πόβραδη, γι πμε ποπέρα, κοιτάζαμε μ πορία ν χνοφέγγει τ σωτερικό της π τν σχν φωτισμό κα ν χωνεύουν λα κε μέσα, νθρωποι κα ργαλεα  στ χρυσόμαυρη καπνιά, πο νάδινε καμμένος πυρήνας, λλ κι θερμς πο βραζε στν παραστι,   λουζε τ τσουπι πάνω στ μηχανή. Κι βλεπες λους έκείνους τος λαδωμένους καλιαγρατζδες ν βιάζονται ν συμμαζέψουν τ πράματα, στε ν πνε στ σπίτια τους -χρονιάρα μέρα ξημέρωνε, βλέπεις- ν ξαποστάσουν κα ν πνε στν κκλησιά. Ν γιορτάσουν το Χριστο μ σεβασμ κα συνάμα εφροσύνη.
 
λλη λησμόνητη εκόνα ταν κι ατή. ταν, δηλαδή, νύχτα πι πηγαίναμε κατ τν Πεκο ν τ πομε στ σπίτια πο ταν κε γύρω. Κα λέω τι λησμόνητη ταν εκό/να πο βλέπαμε, γιατί γναντεύαμε τ χλωμά φωτισμένα σπίτια το χωριο μας, ντίθετα μ τν ντικρυν τ Γλώσσα πο μ ζωηρ φτα -εχε βλέπεις λεκτρισμ τ χωρι τότε- φάνταζε γιορταστική, πανέμορφη.
 
μως κενο πο μάγευε τν παιδικ ψυχ ταν κείνη συχία τς νύχτας, πο κάποιες στιγμς τν κοβε ργς παφλασμς π τ κύματα κάτω στο «Κώστα» στ «Σπάσματα» κα τ «Δάφνη». Θύμιζε, λοιπόν, ατ θαλασσοταραχ τ Χριστουγεννιάτικο διήγημα πο εχαμε διδαχτε  κα μς εχε ντυπωσιάσει τόσο: ταν τ διήγημα «Φουρτουνιασμένη θάλασσα» το  Γεράσιμου ννινου κα βρίσκεται στ ναγνωστικ τς Δ΄ Δημοτικο (κδ. 1959, σελ. 75-78). να γνήσιο Χριστουγεννιάτικο  διήγημα μ σημασία μεγάλη κα πολλαπλ μηνύματα, πο μέχρι σήμερα κεντον τν ψυχισμό μας.
 
Δ θέλω ν κλείσω ατ τ γραφτό μου δίχως ν παρουσιάσω μι κόμα τελευταία εκόνα:  κείνη το βαθέως ρθρου, νήμερα τ Χριστούγεννα, πο νεβαίναμε γι τν κκλησιά -ρχιζε τότε κολουθία γύρω στς 3 τ πρω- κρατώντας ο περισσότεροι φανάρια καί κάποιοι τ λεγόμενα «λάϊτ» μ μπαταρία. Πάντως κενο τ σεργιάνι μέσα στ νύχτα μ τ σκόρπια φτα ν κινονται κάτω π τν οραν πο ψιχάλιζε στέρια, ταν να θέαμα λησμόνητο, μοναδικό, ξεπέραστο. Κα πάντα ατ σκην δένεται μέσα μου μ τ βιβλικό «Διλθωμεν δ ως Βηθλεμ, κα δωμεν τ ῥῆμα τοτο τ γεγονς Κριος γνρισεν μν» (Λκ. 2, 17- 18).
 
Στ᾿ λήθεια πς μπορε κανένας ν μν τ θυμηθε λ᾿ ατ, μέρες πο ρχονται, κα συνάμα ν μν προβληματιστε, πο τ νέα τ παιδι δ θ ζήσουν ποτέ τους εκόνες σν ατές. Εκόνες σφραγισμένες μ τν πλότητα κα τν παρουσία το Θεο... Στιγμς ντως πάντερπνες, στιγμς ελογημένες.
 
Κλείνοντας ατν τν περιήγηση,  νοιώθω,  πς τιμ πο μυστικ μο δόθηκε, στε ν καταγράψω κάποιες τέτοιες εκόνες, λησμονημένες σήμερα, εναι ναμφίβολα μι μεγάλη ποχρέωση πο χω πέναντι σ πρόσωπα ερ κα γαπημένα, πο χουν ναχωρήσει πιά, χρόνια τώρα π τν κόσμο ατό. ναρωτιέμαι, μάλιστα, τι μπορε ν εμαι μόνος πο ψάχνει τς μνμες του μ μιν εαισθησία περίεργη -χι νοσηρή, τ ννο ατό. Κι ατ γίνεται, πειδ πιστεύω πς πρέπει ν βγον π τν φάνεια γεγονότα κα πρόσωπα, θαμμένα μέχρι σήμερα στ λήθη κα στν διαφορία -δ χρησιμοποι τ λέξη περιφρόνηση, γιατ δν  μο ρέσει ν τν υοθετήσω. Θ ταν εροσυλία ατ λλωστε. Γι᾿ ατ κα κάθε χρόνο πασχίζω ν᾿ νασέρνω π τ βαθει ρμάρια τς ψυχς μου ,τι θυμμαι, μέχρι νρθει ρα ν σωπάσω. Φυσικ λα σα γράφω δν χουν τ χαρακτήρα τς ατοπροβολς, λλ τς διάσωσης, γιατ μαζ μ τ γεγονότα βγαίνουν  στν πάνω κόσμο κι τ πρόσωπα πο μνημονεύονται. Κι ατό, χι τυχαα...
 
π. K.N. Kαλλιανός
Χριστούγεννα 2017/2019

No comments: