Τῶν ἐρειπίων ἡ σιωπηλὴ παρουσία…
Τί λόγια νὰ πεῖ στ’ ἀλήθεια κάποιος, ὅταν ξαναβλέπει σπίτια καὶ γειτονὲς ποὺ τὰ γνώρισε νὰ κατοικοῦνται, νὰ ἔχουν ζωή, ν’ ἀναπνέουν ἀνθρώπινη παρουσία καὶ σήμερα ἔμειναν λησμονημένα κι ἀκατοίκητα ἐρείπια… Πῶς νὰ ἑρμηνεύσεις, ὄντως, μιὰ τέτοια ἀλλαγή, ποὺ τὴ ζεῖς καὶ τὴ
βλέπεις;
Κι ὅμως καὶ τὰ σπίτια γεράζουν ὅπως κι ἐμεῖς καὶ, μάλιστα, ἀδειάζουν, παραμένουν κενὰ καὶ μοναχικά, μέχρι νἄρθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου νὰ πληρώσουν κι αὐτὰ τὸ «κοινὸν χρέος», ὅπως ὁ καθένας μας.
Γι’ αὐτὸ κι ἕνα περίπατος ἀνάμεσα σὲ τέτοια σπίτια ἤ γειτονίες -ὅπως εἶναι σήμερα τὰ σπίτια τοῦ Κάτω χωριοῦ μας κι οἱ γειτονές τοῦ παλιοῦ, δικοῦ μας χωριοῦ, πολλὰ ἔχουν νὰ μᾶς διδάξουν, νὰ μᾶς ποῦν, νὰ μᾶς χαρίσουν στοχασμοὺς καὶ σοφία, ὥστε νὰ ὑπολογίσουμε «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν», πὼς θὰ τὸν διαθέσουμε. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔχουν τὰ ὅριά τους, τὸν πεπερασμένο χρόνο τους. Κι αὐτό, ἐπειδὴ μέσα σ’αυτὰ τὰ σπίτια ἔζησαν γιὰ κάποιες, ἐλάχιστες γιὰ τὴν αἰωνιότητα, δεκαετίες ἄνθρωποι, ποὺ εἶδαν νὰ εισοδεύει ἀπὸ τὴ θύρα τους ἡ χαρά, ἡ γιορτὴ, ἡ παρέα, ἡ ὅμορφη συντυχία μὲ γειτόνους, φίλους, συγγενεῖς. Εἶδαν σ’ αὐτὲς τὶς παραστιές νὰ μαγειρεύεται τὸ ἑόρτιο δεῖπνο, ἀλλὰ καὶ τὸ καθημερινό. Στὴν ἀναμμμένη φωτιά τους τέντωσαν τὰ χέρια τους νὰ ζεσταθοῦν στὶς παγερὲς μέρες. Ἐδῶ σ’ αὐτὰ τὰ λιτὰ δωμάτια πρωτοπερπάτησαν τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ καὶ τὰ ξενύχτισαν οἱ μανάδες νὰ τὰ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιὰ μὲ ἀνεβασμένο πυρετό καὶ σκληρὸ βῆχα…
Καὶ τώρα… Τώρα μονάχα οἱ μνῆμες ὑπάρχουν, γιατὶ ἀπὸ τὶς πόρτες ἐκείνων τῶν σπιτιῶν βγῆκαν γιὰ στερνὴ φορὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ κατοικοῦσαν καὶ θάφτηκαν στὴν ἴδια γῆς, ὅπου ὑφώνονται τὰ σπίτια ἐρείπια... Καὶ μόνο κάτι χρονιάρες μέρες ὡσὰν αὐτὲς που ἔρχονται, σαλεύουν μέσα στὰ παγερὰ καὶ λησμονημένα ἐκεῖνα ἐρείπια κάποιοι ἴσκιοι… Αὐτῶν ποὺ ἄφησαν τὴ στερνή τους ἀνάσα ἐκεῖ καὶ κάθε τόσο τὰ ξαναεπισκέπτονται, σιωπηλοί,
δακρυσμένοι, γιὰ νὰ συντροφέψουν.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment