…ἤ ἀκόμα δὲν εἴμαστε σίγουροι γι΄αύτό;
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον»
Γι’ ἄλλη μιὰ χρονιὰ θὰ κληθοῦμε νὰ σταθοῦμε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ μας καὶ σιωπηλοί, ἀλλὰ καὶ κάπως ἀφηρημένοι, θὰ ζήσουμε στιγμὲς οὐράνιας δωρεᾶς καὶ ἄπειρης συγκίνησης, ἀκούγοντας τὸν ἀθανατο ὕμνο «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας...» Κι εἶναι ἀλήθεια, πὼς κάτι θὰ μᾶς συνεπάρει ἐκεῖνες τὶς στιγμές, ποὺ σὲ λίγο θ’ ἀρχίζει νὰ ἐξατμίζεται, γιατὶ εἴτε παραμένοντας στὴν ὑπόλοιπη ἱερή Ἀκολουθία, εἴτε ἀναχωρώντας γιὰ τὴν «πασχάλιο» εὐωχία μας, ἄν προηγουμένως δὲν ἔχουμε λύσει μέσα μας κάποια
ἐρωτήματα ποὺ χρόνια καὶ χρόνια μᾶς βασανίζουν, θὰ συνεχίζουν νὰ μᾶς ροκανίζουν τὸ εἶναι, μόλις περάσει ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς καὶ ξαναφανεῖ ἡ καθημερινότητα. Γιατὶ μέσα σ’ ἐκείνη τὴν καθημερινότητα
συνειδητοποιεῖ κανείς, πὼς ὁ θάνατος παραμονεύει, γιατὶ στὰ νοσοκομεῖα, στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, παντοῦ δηλαδή, κάποια ψυχὴ ἀφήνει τὰ ἐπίγεια κι ἀναχωρεῖ. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἡλικία, κοινωνικὴ θέση, μόρφωση καὶ οἰκονομικὴ κατάσταση. Ὅλο καὶ σημαδεύονται οἱ ἀγγελίες στὶς ἐφημερίδες καὶ σὲ ὅλα τὰ μέσα, μὲ τέτοιου εἴδους γεγονότα: Γεγονότα
πού, ναι μὲν θλίβουν καὶ συνέχουν γιὰ λίγο τὸ εἶναι, ὅμως ἡ στερεότυπη φράση εἶναι μία καὶ κατὰ κόρον παραπλανητική: Ἡ ζωὴ συνεχίζεται. Κι ἀσφαλῶς μέσα σ’αὐτὴ τὴ «ζωή» ὅλοι θέττουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας μὴ καταννοώντας ἐκεῖνο ποὺ συχνὰ ἀκοῦμε στὶς κηδεῖες, ὅτι «μία ροπὴ καὶ πάντα ταῦτα θάνατος διαδέχεται». Καὶ ὅταν ἀναφέρει τὸ ἐπίθετο ταῦτα
ὁ ἱ. ὐμνωδὸς ἐννοεῖ ὅλα τὰ τοῦ ἀνθωπίνου βίου πεπεραγμένα,
δηλαδή, δόξες, τιμὲς, κοινωνικὲς ὑπολήψεις κ.α. ἀκόμη, ὅλα αὐτὰ εἶναι τεκμήρια μιᾶς ἐφημερίας ποὺ ζοῦμε. Ὅλ’ αὐτά, λοιπόν, κουβαλοῦμε μέσα μας, κι ἀσφαλῶς μπερδεμένα, στὴν Ἀναστάσιμη τελετὴ στὴν ὁποία στεκόμαστε μαζὶ μὲ τοὺς γείτονες, τοὺς γνωστοὺς, τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγγενεῖς μας, περιμένοντας… Κι ἀλήθεια, τί περιμένουμε; Ν’
ἀκούσουμε μονάχα τὸ Χριστὸς Ἀνέστη ἤ νὰ μᾶς φωτίσει αὐτὸ τὸ ἰσχνὸ θεῖο φῶς τῆς λαμπάδας μας τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή, ὥστε βιώσουμε πὼς ὄντως μὲ τὴν Ἀνάσταση Του, «θανάτου ἑορτάζωμεν νέκρωσιν…»; Μὲ ἀπλᾶ λόγια, νὰ βιώσουμε, νὰ πιστέψουμε, νὰ καταλάβουμε πιά, πὼς ἀπόψε, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά, μαθητεύουμε
πάνω στὸ μέγα τοῦ θανάτου μυστήριο. Τοῦ θανάτου, ὄχι ὡς ἀπώλεια, ἀλλὰ ὡς κέρδος. Ὅπως λ.χ. κέρδος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση εἶναι ὁ ὕπνος, μέσα στὴν στοργική ἀγαλλίαση τοῦ ὁποίου, ἡσυχάζουμε, ἀνακτοῦμε δυνάμεις,
ξαναζωντανεύουμε. Γιατὶ «ὕπνος φυσίζωος» εἶναι γιὰ τὸν κάθε συνειδητὸ πιστὸ αὐτὸ ποὺ ἄλλοι ὀνομάζουν «θάνατο». Ἀνάπαυση ἀπὸ τὰ ἔργα μας εἶναι, ἕως ὅτου κληθοῦμε πάλι, ὅταν ἔλθει ἐκείνη ἡ ὥρα τῆς μεγάλης προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεώς μας, ποὺ τὴν ὁμολογοῦμε, δηλ. τὴν πιστεύουμε, τὴν θεωροῦμε δεδομένη, τὴν προγευόμαστε ὄταν ἀπαγγέλλουε «ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίᾳ» στὸ Συμβολο τῆς Πίστεώς μας ἐκεῖνο τὸ συμπυκνωμένο μὲ βαθύτατο νόημα, τό, «προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν».
Αὐτή, δηλαδή, τὴ μοναδικὴ σφραγίδα μας, μὲ τὴν ὁποία πιστοποιοῦμε ὅτι «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» ( Ἑβρ. 13, 14).
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴ ζήσουμε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν νέκρωση τοῦ θανάτου καὶ συνάμα νὰ προσδοκοῦμε καὶ τὴν δικιά μας μέλλουσα Ἀνάσταση; Μήπως εἶναι καιρὸς νὰ τὸ καταλάβουμε ἀπόψε, ποὺ ὁ Κύριος μᾶς δίνει αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Διότι μὴ ξεχνᾶμε ὅτι «ὁ καιρός τῆς ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἀναχωρήσεώς μας ἐγγύς ἐστίν» (βλ. Ἀπ. 22, 9).
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment