Πολλὰ πράγματα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἁπωλέσει σ’ ὅλο τὸ μάκρος τῆς ζωῆς του. Ὅμως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ άφαιρέσει τὶς ἀναμνήσεις του, αὐτὰ τὰ ἱερὰ θησαυρίσματα, ποὺ ταμιεύονται σὲ πολύτιμες τῆς ψυχῆς μυστικὲς κοσμηματοθῆκες. Κι ἀπὸ κεῖ ἀνασύρονται σὲ ὧρες πικρὲς καὶ φαρμακωμένες τῆς στυγνῆς καθημερινότητας, γιὰ νὰ τοῦ φέγγουν στὸ γύρω του σκοτάδι ποὺ ἀπάνθρωπα ἁπλώνεται. Κι οἱ ἀναμήσεις αὐτές, ἰδίως ἐκεῖνες τοῦ καιροῦ ποὺ ἄνθιζε μιὰ παιδικότητα στολισμένη μὲ ὄνειρα, αἰσιοδοξία καὶ φωτεινὴ προοπτικὴ, εἶναι ποὺ ἀποτελοῦν τὸν βασικὸ ἄξονα γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἐξακτινώνεται ἡ ὅλη συγγραφικὴ παρουσία τοῦ βιβλίου αὐτού.
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἐρίτιμε κ. Δήμαρχε, έντιμότατοι κ. Ἀντιδήμαρχοι, ἐκλεκτοὶ Δημ. Σύμβουλοι, πολύτιμοι
βιβλιοπαρουσιαστές, προσφιλεῖς συμπατριῶτες μου Κληματιανοὶ, ἀγαπητοὶ Σκοπελίτες καὶ φίλοι τοῦ νησιοῦ μας, μὲ ἱερὸ δέος καὶ ἀληθινὴ συγκίνηση σᾶς καλωσορίζω καὶ σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμή, τὴν ὁποία μαρτυρεῖ ἡ παρουσία σας.
Δὲν ἔχω πρόθεση νὰ ἀποσιωπήσω τὴν βαθύτατη ἔγνοια μου: ὅτι δηλ. τὸ βιβλιο αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀγαπημένα μου, γιατὶ δὲν περιέχει μονάχα σπαράγματα
τῆς παλιᾶς Κληματιανῆς κοινωνίας καὶ βιοτῆς, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ στὶς σελίδες του κατατίθενται
καὶ αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα, ἀναγκαῖα ἐξάπαντος, ὥστε νὰ σταθεῖ καὶ νὰ φανερωθεῖ ὁ ἐμβιωμένος χρόνος, ποὺ τὸ πασπαλίζει, ὅπως ἡ πρωϊνὴ ἡ δροσιὰ τὰ μισοφωτισμένα στὸ πρῶτο ἡλίοφως ἄνθη.
Ἐπισκεπτόμενοι τώρα τὶς σελίδες τοῦ ἄνω βιβλίου, τὸ πρῶτο ποὺ παρατηροῦμε εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστη συνέχεια μὲ τὸ προηγούμενο, τὸ, Σεργιάνι σὲ ξεχασμένα μονοπάτια - Σελίδες ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ λαογραφία τοῦ Κλήματος, ποὺ κυκλοφορήθηκε πρὶν ἀπὸ 22 χρόνια μὲ τὴν φροντίδα τοῦ τότε Πολιτιστικοῦ Συλλογου Ν. Κλήματος. Καὶ ἐδῶ θὰ ἤθελα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ὁμολογήσω, ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ ἄτεχνα καὶ πενιχρὰ γραφτὰ τεκμήρια ἐπιθυμῶ νὰ τιμήσω τὸν γενέθλιο τόπο μου καὶ τοὺς ἀνθρώπους του, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς, δυστυχῶς, ἔχουν ἀναχωρήσει. Δὲ γνωρίζω ἄν τὰ κατάφερα, ὅμως προσπάθησα, ἰδίως σὲ αὐτὸ τὸ δεύτερο μέρος νὰ ἀνασύρω ἀπὸ τὴ στάχτη ποὺ τὰ σκέπαζε, πρόσωπα,
γεγονότα καὶ συμπεριφορές. Γιατὶ μέχρι ἐκεῖ εἶναι τὰ ὅρια αὐτοῦ ποὺ γράφει, ἤ καλύτερα συν-γράφει, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ταμιεύσει καὶ ἤχους, μυρωδιές, κινήσεις
κ.ἄ. Μὲ λίγα λόγια δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ζωγραφίσεις εἰκόνες καὶ νὰ φανερώσεις ἤχους, ὅπως τὸ βαρὺ τὸ βάδισμα τοῦ τσοπάνη, ποὺ χειμώνα καιρὸ γυρίζει στὸ σπίτι του μουσκεμένος ἀπὸ τὸ ἀπόβροχο, πάνω στὸ κουρασμένο ζῶο του, ποὺ κατεβαίνει τὸ βρεγμένο καλτερίμι ἀργά, κουρασμένα, σιωπηλά.
Μήτε μπορεῖ νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὶς στοιβάδες τοῦ χρόνου τὸ σιωπηλὸ χιονοσκέπαστο χωριὸ, ποὺ ἀπὸ τοὺς καπνοδόχους ἀνεβαίνει ὡς ἄλλο λιβανωτὸ ἡ εὐωδιὰ τῶν ξύλων τοῦ δάσους ποὺ καῖνε στὴν παραστιὰ ἤ τὴν εὐλογημένη τὴν ὀσμὴ ἀπὸ τὸ ζεστὸ τὸ λάδι ἀπὸ τὶς τηγανίτες μὲ τὸ μυρωμένο πετιμέζι ποὺ ἑτοιμάζονται.
Μήτε περιγράφεται ἡ εὐωδιὰ ἐκείνη ἀπὸ τὸ ἀνοιξιάτικο ἄρωμα τοῦ Ἐπιταφίου, τοῦ παλιοῦ Ἐπιταφίου, τοῦ στολισμένου μὲ τὰ ἄνθη ποὺ ἀνάθρευαν οἱ Κληματιανὲς στὶς γλάστρες καὶ στοὺς μικρούς τους κήπους. Κι ἐδῶ θέλω νὰ μνημονέψω κάποιες ἀπὸ τὶς στολίστρες, ὅπως τὴ θειὰ τὸ Ἀναργυρώ τοῦ καπετὰν Χρήστου, τὶς ἀδελφές της Μαγδαλινίτσα καὶ Ἀναστασία, τὴ θειὰ τὸ Λενιὼ τὴ Ράπαινα, τὴ θειὰ τὴν Οὐρανία, τὴ γιαγιὰ τοῦ Παναγιώτη τοῦ Σταμούλη, τὴν Ἀλεξάνδρα τὴν Καραμαλίνα, τὴν Ἀντρομάχη τὴ μητέρα τοῦ Γιάννη τοῦ Ὑδραίου, τὸ Μακακὶ τὴν ἐπιτρόπισσα, τὴ Ρήτα τοῦ Γιάννη Δήμου, τὴ θειὰ τὴν Ἀλεξάνδρα τοῦ Μπερδάνη κ.ἄ. Ὅλες τους ἀλλησμόνητες καὶ σιμὰ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ ἀναπαμένες.
Ὅμως ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ζήσαμε στὸ παλιό μας τὸ χωριό καὶ τὸ ὁποῖο σιγὰ σιγὰ μακραίνει ἀπὸ τὴ σημερινὴ βιοτὴ ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἀθάνατο πνεῦμα τοῦ κοινοτισμοῦ. Κι ὅταν μιλᾶμε γιὰ κοινοτισμὸ ἐννοῦμε συνεργασία, συνδρομὴ στὶς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου, τοῦ συγχωριανοῦ, τοῦ συνανθρώπου. Ἔτσι, ὅταν ἐμφανίζονταν ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο ἤ θλιβερό, ὅπως παντριὲς, γάμοι, κηδείες, μνημόσυνα,
ἀλλὰ καὶ γιορτὲς ἀκόμα, τὸτε τὴν οἰκογένεια ποὺ λάχαινε νὰ ἔχει τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὴ συνέτρεχαν συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες καὶ βοηθοῦσαν ὥστε νὰ γίνουν ὅλα ὅσο μποροῦν καλύτερα. Μὲ λίγα λόγια στὶς περιπτώσεις ἀρραβώνων, γάμων, ἀλλὰ καὶ μνημοσύνων, ἔπρεπε νὰ γίνουν λ.χ. τὰ γλυκὰ ἤ τὰ κόλυβα. Ἔτσι μαζεύονταν οἱ γυναῖκες κι ἄλλες ἔσπαζαν τὰ ἀμύγδαλα, ἄλλες τὰ πάστρευαν, τὰ ἄσπριζαν καὶ στὸ τέλος τὰ τρίβανε. Πρέπει δὲ νὰ γνωρίζουμε, πὼς παλιότερα δὲν ὑπῆρχαν μηχανὲς νὰ κόβουν τὰ καθαρισμένα ἀμύγδαλα, ἀλλὰ τὰ τρίβανε μὲ προσοχὴ καὶ ὑπομονὴ μὲ τὸ «λάλαρο», τὸ μεγάλο λευκό, σὲ σχῆμα γροθιᾶς βότσαλο. Μετὰ τὸ ἐπεξεργάζονταν καὶ ἔφτιαχαναν τὸ γλυκὸ ἀμύγδαλο τοῦ κουταλιοῦ, τὰ χαμαλιὰ τὰ ἀμυγδαλωτά κ.ἄ. Βλέπετε, τότε ἀπουσίαζαν βιοτεχνίες
παραγωγῆς τῶν ἀνωτέρω κι ἦταν ἀναγκασμένοι, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, νὰ συνδράμουν στὰ μεγάλα αύτὰ χοσμέτια.
Μιὰ ἄλλη ὄψη τοῦ κοινοτικοῦ πνεύματος ἦταν καὶ τὸ «γιαρτίμι» σὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες, στὸ πάστρεμα τῶν άμυγδάλων, στὸ μάζεμα τοῦ δαμασκηνού τῆς ἐλιᾶς κι ἀκόμα σὲ ἕνα σωρὸ ἄλλες περιπτώσεις.
Σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ ἀναφερθῶ μὲ λεπτομέρειες, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ κουράσουν, ἀλλὰ νὰ σᾶς δώσω νὰ καταννοήσετε γιατὶ γράφτηκε αὐτὸ τὸ βιβλίο, ποὺ προσπαθεῖ νὰ διασώσει ὄψεις ἀπὸ γεγονότα, ἀσχολίες καὶ συμπεριφορὲς ἑνὸς ἄλλου καιροῦ: τότε ποὺ δὲν εἶχε εἰσβάλει στὰ σπίτια ἡ τηλεόραση καὶ οἱ γειτονιὲς τὰ καλοκαίρια ἤ τὰ σπίτια τὰ χειμωνιάτικα ἀπόβραδα γέμιζαν μὲ συντροφιὲς. Κι ἦταν στ’ ἀλήθεια αὐτὸ μιὰ ἰδίοτυπη ψυχοθεραπεία, σχεδὸν λησμονημένη σήμερα. Θὰ ἤθελα ἐπίσης ν’ ἀναφερθῶ καὶ στὰ γλέντια, στὰ πανηγύρια (τῶν Ἁγ. Ἀναργυρων, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς, τῆς Παναγίας τῆς Ἡλιώτισσας -ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Δαπόντες), ὅμως σᾶς ἀφήνω νὰ ταξιδέψετε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σας, ὥστε μέσ’ στὸ σύθαμπο τοῦ χρόνου στοργικὰ ν’ ἀγναντέψετε τὸν «κάβο» λ.χ. μὲ τὰ τσαλίμια ποὺ κάνει ὁ πρώτος ὁ χορευτὴς, τὶς εὐχὲς καὶ τὰ τσουγρίσματα τῶν ποτηριῶν στὶς παρέες, τὰ νοσταλγικὰ τραγούδια, τὰ μυρωμενα μαγειρευτὰ φαγητὰ καὶ τόσα ἄλλα ἀκόμη.
Λέω νὰ τελειώσω… Γιατὶ ἄν θυμηθῶ τὴν παλιὰ τὴ βρύση μὲ τὶς λαΐνες ποὺ τὶς γεμίζαμε τὰ καλοκαιρινὰ τὰ βράδυα μὲ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὰ ἀκούσματα ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τῖς γυναῖκες -ἄν δὲν παρεμβάλλονταν φράσεις
κωμικὲς, ὅπως «ἀρὴ χουλέρα, μπατκὰ μπατκὰ πῆγις κι γιομσεις κι ας ἤξιρις οτι ημνα ἰγώ….» κ.α. ἀκόμα- θὰ ἐπεκταθῶ πολύ.
Θἄθελα ἐπίσης νὰ θυμηθῶ καὶ τὰ σπίτια μας τὰ λησμονημένα σήμερα μὲ τὶς μυρωδιές τους καὶ τὴ στοργὴ τὴν ὁποία νοιώθαμε σιμὰ στὸ τζάκι ταπεινά, φτωχικὰ καὶ νοικοκυρεμένα σπίτια μὲ τὰ ἀγγειά τους καὶ τὸ κμάντο τους, δίχως ὑπερβολές, φωτισμοὺς καὶ ἄλλες πολυτέλειες. Κι ἄν θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ἀλεξανδρινὸ τότε θὰ ψυθιρίσουμε τοὺς ἐξαίσιους στίχους του «Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας που βλέπω κι
όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.»
Θἄθελα, λοιπόν, νὰ θυμηθῶ πολλά… Συγχωρέστε με ὅμως γιατὶ ἡ συγκίνηση μοῦ
καταπίνει τὴ φωνή. Γι’ αὐτὸ καὶ προσπάθησα νὰ διασώσω μέσα στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὅ,τι ἔζησα, ὅ,τι θυμόμουν, ὅσα
ἀκουσα ἤ καί βαθιὰ βίωσα. Γιατὶ τὸ βιβλιο «– είναι ένας ολάκερος κόσμος,
κόσμος συμπυκνωμένος, κόσμος δυναμικός, κόσμος ικανός να αλλοιώσει και να
διαμορφώσει τον άνθρωπο. Το λιγότερο, ένα βιβλίο είναι μια ψυχή που ντυμένη
λέξεις, φράσεις κι εικόνες, ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες, γεμίζοντας φως και
πόνο κι αγάπη τους ανθρώπους» (Κ.Ε. Τσιρόπουλος).
Περατώνοντας
τὸ λόγο μου σᾶς
διαβάζω ἕνα παράθεμα ἀπὸ
μιὰν ἀγαπημένη
μου νουβέλα , τὰ Παγανὰ τοῦ Στρατή
Μυριβήλη. Καὶ
τὸ διαβάζω γιατὶ ὁ
λόγος τοῦ Μυριβήλη εἶναι
ἀπόλυτα συντονισμένος με ὅσα
θησαυρίζονται στὸ «Καὶ τὸ σεργιάνι συνεχίζεται».
«Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβησε ὁ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ τ᾿ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νοῦ του ἕνα πρὸς ἕνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες
οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γυρίζει βουὴ καὶ σάλαγο.
Κάποια μέρα θἄρθει
βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές» (Στρατής Μυριβήλης, Τὰ Παγανά).
Ναι, κάποτε κι ἐγὼ θὰ φύγω καὶ θὰ πάρω πολλὰ μαζύ μου ἀπὸ τὰ ὅσα ἔζησα στὸ παλιό μας τὸ χωριό. Ὅμως κάποια ἀπὸ αὐτὰ θὰ μένουν θησαυρισμένα στὸ βιβλίο αὐτό.
Τα ἀφήνω,
λοιπόν, ὡς κληρονομιὰ τὴν ὀποία καὶ ἀφιλοκερδῶς ἀλλ’ ἐγκαρδίως προσφέρω στὸν κάθε Κληματιανό, ὅπου γῆς. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν μπορεῖ νὰ τὴν κρατήσουν μὲ ἱερὴ εὐλάβεια μέσα τους, ἀλλὰ καὶ να τὴν ἀποποηθοῦν ὅσοι ἔπαψαν μὲ τρυφερότητα νὰ νοσταλγοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέφουν -κατὰ τόν Ἀλεξανδρινὸ πάντα- λησμονώντας τὶς ρίζες τους…
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ καταθέσω τὴν βαθειὰ εὐγνωμοσύνη στοὺς προλαλήσαντες ἐντίμους καὶ καλούς συγχωριανούς μου, τὸν Γιατρὸ καὶ πρ. Πρόεδρο τοῦ Πολιτ. Συλλόγου Ν. Κλήματος τὸν κ. Παν. Γρ. Σταμούλη καὶ τὸν ἐκπαιδευτικὸ κ. Γιάννη Ἀναστ. Ὑδραίου πρ.
Πρόεδρο τοῦ χωριοῦ μας καὶ πρ. Ἀντιδήμαρχο, ἀλλὰ καὶ σὲ Σᾶς ἀγαπητέ μου κ. Δήμαρχε ποὺ ἀγκαλιάσατε μὲ ὅλο τὸ σεβαστὸ Δημ. Συμβούλιο τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ τὸ συμπεριλάβατε στὶς ἐκδόσεις τοῦ Δήμου μας, ὅπως ἐπίσης εύχαριστῶ καὶ ὅλους ἐσᾶς, ποὺ παραβρεθήκατε σὲ αὐτὴν τὴν ἐκδήλωση καὶ μὲ ὑπομείνατε…
Ὁ Θεὸς νὰ Σας εὐλογεῖ πλούσια ὅλους.
π. Κωνσταντίνος Ν. Καλλιανός
Σημείωση: Ἀναγνώστηκε
κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου «…Καὶ τὸ
σεργιάνι συνεχίζεται…», ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ Σκόπελο, τὸ Σάββατο 27-8-2022.
No comments:
Post a Comment