skip to main |
skip to sidebar
Ο εντεκάρης
«Με τα δόντια» θα έλεγε η
γιαγιά μου και εννοούσε τον ήλιο που έπαιζε κρυφτό με τα φύλλα της ερικιάς που
άρχιζαν να κιτρινίζουν, στον μπαξέ του Α(χ)μέτ Εφέντη, του γείτονα στα πισινά
του σπιτιού μας. Ζήλεψε το παιχνίδι τους το αεράκι και μπήκε στην παρέα μαζί
και τα συννεφάκια. Οκτώβρης ήταν, καιρός πιά να τελειώνει το καλοκαίρι, έτσι
λέει το ημερολόγιο, αλλά τα δόντια του, ο μπάρμπα ήλιος τα είχε για τα καλά
κρυμμένα πίσω από τα χαμόγελά του.
Νωρίς το πρωί είχε υγρασία,
παραθαλάσσια ήμασταν, αλλά μέχρι την ώρα του εντεκάρη, η υγρασία είχε γίνει
άφαντη. Ηταν Δευτέρα και γιαγιά μου, με την μαλίνα στους ώμους
ακουμπώντας τους αγκώνες της στο κάγκελα στο μπαλκονάκι του παρταμέντου,
στο σπίτι της κυρίας Φρόσως (ευάερο και ευήλιο, με παράθυρα μπρος και πίσω,
διαμέρισμα διαμπερές, που όπως έμαθα αργότερα, λέγεται εις τας Αθήνας), που
νοικιάσαμε όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μας, όπως και ο Αη- Γιώργης από τους «λεγάμενους», Bostan sokak, Zemin kat,*
στο σοκάκι του Αη Γιάννη, αριθμός 9, περίμενε. Oι ροζ
ορτάντζες κάτω στο μπαχτσεδάκι έκεναν συντροφιά στους γκετζέ σεφάδες, αυτά τα
φυτά που κάνουν υπομονή μέχρι το βράδυ για να ανοίξουν τα λουλούδια τους,
περίμεναν μαζί της. Θα περνούσαν οι νοικοκυρές μπροστά από μας για να πάνε για
προσκύνημα στ’ Αγιασματάκι. Μέσα σε αυτές και όλες οι θείες, όλες, αφού οι πιό
πολλές έμεναν στο χωριό, μπορεί και η
Μαρία και η Ζαφειρώ της νουνάς. Τώρα γιατί το λέγαμε χωριό αφού ήταν προάστιο;
Κανείς δεν μ’ είπε, ούτε και φυσικά ρώτησα.
Ετσι λοιπόν η κυρά Βαγγελιώ,
με τα σκούρα ρούχα της (από τότε που χήρεψε και ας ήταν ακόμα νέα, δεν φόρεσε
ποτέ ανοιχτόχρωμα), στήθηκε στα κάγκελα και ανέμενε, λίγο σοχμπέτι** στα
πεταχτά, άντε και «ένα περάστε μέσα για ένα καφεδάκι», τον εντεκάρη, κάτι θα
έβγαινε, το μπρίκι ήταν έτοιμο άλλωστε.
Οι παραθεριστές σιγά-σιγά
άδειαζαν το χωριό, πήγαιναν στα σπίτια τους στην πόλη, Τζιχανγκίρ, Ταταύλα,
Αηναλή-Τσεσμέ, Νισάν-Τασί, Φερίκιοι, Ταρλά Μπασί, Σισλί κτλ, να βγάλουν τα
χαρτιά από τα παράθυρα και να στρωθούν στην χειμωνιάτικη ρουτίνα της ζωής τους.
Να ξαναβρούν τις χειμερινές παρέες τους, που ήταν διασκορπισμένες εδώ και εκεί,
στον Βόσπορο, ή στα Πριγκηπόνησα, να μαζευτούν στα σαλόνια, να παίξουν τα
χαρτιά τους, να πάνε σινεμά, να αρχίσουν τις βόλτες στα μαγαζιά Tanca, Vakko, Yerli Mallar κ.α.
Έμεναν λίγοι που δεν βιάζονταν και μερικοί τολμηροί εξακολουθούσαν να κάνουν τα
μπάνια τους στην θάλασσα και το βραδάκι, φορώντας πουλόβερ, αντί για DONDURMA KAYMAK και VISNE***
απο τον παγωτατζή Veli, έπαιρναν TAZE SUTLU MISIR****,
που διαλαλούσε ο μισιρτζής, με μπόλικο άλας. Όχι μόνο οι παραθεριστές, κι εμείς
οι ντόπιοι, τα ίδια κάναμε.
Τώρα, μακριά, πολύ μακριά από
τον ΝΤΟΝΤΟΥΡΜΑΤΖΗ Βελή, τον ΜΙΣΙΡΤΖΗ όποιο και να ήταν το όνομά του, με τους
δικούς μου αγκώνες ακουμπισμένους στο
περβάζι του παραθυριού που βλέπει στο πίσω περιβόλι, το περιβόλι του Τζων,
κοιτάζω τον ήλιο που κάνει παιχνίδια με τα φύλλα της δράνας που άρχισαν να
κιτρινίζουν και σιγά-σιγά αφήνουν την αγκαλιά της μάνας τους, λίγα τσαμπάκια
σταφυλιών κρέμονται στο τσαρντάκι, πρέπει να τα μαζέψω. Η συκιά, γερό κόκκαλο,
ακόμα καταπράσινη, με πολλά σύκα στα κλαδιά της, που φυσικά δεν πρόκειται να
ωριμάσουν φέτος, «κάντα γλυκό» θα έλεγε η γιαγιά μου, «όχι, δεν γίνονται» θα
έλεγε η μαμά μου, «ρετσέλι» θα ξαναέλεγε η γιαγιά, σε λίγες μέρες θα αρχίσει
και αυτή να αποχαιρετά τα παιδιά της....
Ενα περιστέρι κάθησε σε ένα
κλαδί της και ήρθε και ένα δεύτερο δίπλα του και το έριξαν στην κουβέντα,
μερικές μέλισσες που ζουζούνιζαν, φαίνεται, ενοχλήθηκαν και έφυγαν στα πεταχτά.
Η γάτα της γειτόνισσας που τον πιό πολύ καιρό τον περνά τεμπελιάζοντας στα
κεραμίδια του διπλανού σπιτιού, συνήθως περαστική, από τον έναν μπαχτσέ στον
άλλο όταν βγαίνει για σεργιάνι, στάθηκε κάτω από την αγριοκερασιά της οποίας τα
κλαδιά της κατέβηκαν στο χώμα σαν και αυτά της κλαίουσας, και που μιά ομάδα από
μικρά πουλάκια, ρέμβαζαν πάνω της τιτιβίζοντας, για να της ανοίξουν την
όρεξη... Ένας σκύλος γαύγισε από παραδίπλα.
Δευτέρα σήμερα, η μέρα του
Αη-Γιάννη που το Αγιασματάκι του είναι μακριά μου, πολύ μακριά και οι θείες που
με τόση λαχτάρα περίμενε η γιαγιά μου, μακρύτερα, οι νοικοκυρές, που να
βρίσκονται; Ίσως να είναι ψηλά πίσω από τα σύννεφα που βάλθηκαν στα ξαφνικά να
βγούν και να σκιάσουν τον ουρανό, είναι καιρός τους, την δουλειά τους κάνουν,
σκέφτηκα.
Οκτώβρης, σε λίγες μέρες του
Αη-Δημήτρη στο Κουρουτσεσμέ (η Ξηροκρήνη, στον Βόσπορο). Θυμήθηκα τους
θαρραλέους Καλοκαιρινούς στα Θεραπειά, που δεν το έβαζαν κάτω και βουτούσαν
στην θάλασσα στα γρήγορα -γλύκα που έχει
το νερό αυτον τον μήνα!-, και απολάμβαναν το PASTIRMA YAZI*****
και περίμεναν να περάσει και το Τζουμχουριέτι (Εορτασμός της Ανεξαρτησίας) για
να πάρουν την απόφαση να φύγουν.
Οι αγκώνες μου μούδιασαν, το
ρολόϊ στο καμπαναριό της Γοτθικού ρυθμού Εκκλησίας άρχισε να χτυπά,
νταν-νταν-νταν... η ώρα του εντεκάρη, με τις θύμισες για παρέα και σοχμπέτι.
Νίκη Beales
Οκτώβριος 2022
Milton Keynes, Αγγλία
* Ισόγειο
** κουβεντούλα
*** παγωτό καϊμάκι και
βύσσινο,
**** Φρέσκα Καλαμπόκια
Βρασμένα
***** Το καλοκαίρι του
Παστουρμά = Ινδικό καλοκαίρι
No comments:
Post a Comment