Monday, 14 November 2022

Συμφερίρσε

 
Ο πραματευτής ο Χάϊκος επισκεπτόταν το χωριό μας κάθε τόσο, ερχόταν με το βαπόρι, φορτωμένος με μιά ξεχειλιασμένη βαλίτσα στο χέρι και με πανένιες τσάντες κρεμασμένες από τον ένα του ώμο που έγερνε από το βάρος. Τον περιμέναμε. Και τι δεν είχαν μέσα εκείνες οι τσάντες και η βαλίτσα. Μικρά τόπια από χασέδες και μπασμαδάκια, ποπλινίτσες, κλωστές και κουβαράκια, μουλινέ και ντε-μι-σε, κουμπιά, φερμε-ζουπ, φερμουάρ, κόπτσες, λάστιχο φαρδύ για καλτσοδέτες και άλλο πιό ψιλό για τα γνωστά, να μην τα λέμε τώρα, λίγα μέτρα δαντέλας, μεζούρες, καρφίτσες, κοπτσανγκλέδες   και άλλα πολλά. Έπαιρνε και παραγγελίες για «όταν θα έρτω, την άλλη εβδομάδα». Αρμένης ήταν, Ελληνικά, τα δικά μας Ρωμαίϊκα ήξερε, αυτά μιλούσε έτσι και αλλιώς όλο το εσνάφι της Πόλης.
 

Αυτά τα Πολίτικα Ελληνικά, μιλούσαν εκτός από μας, και οι άλλοι, δηλαδή οι Αρμένηδες, Εβραίοι, Λεβαντίνοι και Μαλτέζοι, Ιταλοί, Γάλλοι, Εγγλέζοι, Κούρηδες και Λαζοί, Κουράκια και Λαζάκια, Τσερκέζοι, Λευκορώσοι, Μποσνάκηδες, Βούλγαροι, Σέρβοι, δεν ξέρω και πόσοι άλλοι. Περνούσαμε. Φυσικά και οι λεγάμενοι. Mεταξύ τους, ο μπακάλης ο Βελής, ο Ταϊρης ο γιατρός, ο Τζεμάλης, κάποτε μουχτάρης που διάβαζε και τον Απόστολο (έλεγαν) στην Εκκλησία καμιά φορά,  ο Κεμάλης ο αδελφός του, αυτόν ακουστά τον είχα, δεν τον γνώρισα ποτέ μου, ακόμα και ο Μπαχτσεκιώτης ο πλανόδιος μανάβης, «Πάρε μπρε μαντάμ...». Αυτοί οι παραπάνω μάθαιναν τα δικά μας, αρκετοί από τους δικούς μας, οι πιο παλιοί αν και γέννημα-θρέμμα του τόπου, δεν μάθαιναν τα δικά τους! Τα Τουρκικά. «Γιατί τζάν μου να τα μάθω; Στον τόπο μου είμαι, Ας μάθουν αυτοί αν θέλουν».
 
Μιά μέρα η μαμά μου μ' έστειλε να συνοδέψω μιά πολύ σικάτη κυρία, φυσικά δικιά μας, στα μαγαζιά του Πέρα. Θα πήγαινε για μερικές εβδομάδες στην Ρόδο με τον σύζυγό της, φθινόπωρο ερχόταν, θα περνούσαν εκεί την γιορτή του Αη Δημήτρη, δροσιά θα έκανε το βράδυ στα καζίνα και στις παραλίες, χρειαζόταν, έλεγε, ένα ελαφρύ πανωφόρι, μαντό ή μαντουδάκι τέλος πάντων. Μπήκαμε σε ένα-δυό μαγαζιά που δεν έβρισκε τίποτα. Στην βιτρίνα του Vakko, είδε της αρεσκείας της. Μπήκαμε μέσα, «Ιστίγορουμ μπεν μπιρ παλτο, για βαρ για γιοκ(1)» είπε στην πωλήτρια που έσπευσε να μας εξυπηρετήσει. Τι να καταλάβει η πωλήτρια; «Τι τέλει το μαντάμ;» ρώτησε. Σωστά πράγματα. 
 
Έτσι τα καταφέρναμε. Έτσι τα περνούσαμε και έτσι ζούσαμε.
 
Κάποτε είχε γίνει ένα μεγάλο δυστύχημα με την πτώση ενός αεροπλάνου. Η θεία Μαρούλα, συνυφάδα της γιαγιάς μου, κατέβηκε την προηγούμενη μέρα στην θεία Χρυσούλα, την κόρη της, την μαμά του Ρούλη, που έμενε στο Ταρλάμπασι, στο κατηφορικό Τσουκούρ σοκάκι.  Ο θείος Αντώνης ήρθε στο σπίτι μεσημεράκι, με την εφημερίδα παραμάσχαλα που έγραφε με μεγάλα γράμματα για το συμβάν. Στην ώρα, νάσου και ο πλανόδιος ζαρζαβατσής με το κουρασμένο γαϊδουράκι του, διαλαλώντας με όση φωνή είχε, «Aϊσέ καντιν(2) φασούλγια, Φρέσκο, Εγκινάρες». Οι νοικοκυρές, οι πιό πολλές δικές μας, ρωμηομαχαλλάς ήταν,  τον περίμεναν, μερικές με έτοιμα καλαθάκια και πλεμάτια από τα ψηλά πατώματα, για να τα ανεβοκατεβάσουν από τα παράθυρα. Η θεία Μαρούλλα κατέβηκε για να διαλέξει, μην την κοροϊδέψει ο μανάβης, καταπόδι  και η κυρία Άννα από τον πάνω όροφο, να ψουνίσουν. 
 
Πριν αρχίσουν τα «Κατς(3) παρά;» και τα παζαρλίκια, τον έπιασαν στην κουβέντα στα Ελληνοτουρκικά, «Ααχ, αααχ, αεροπλάν ντουστού(4)» είπε η θεία, «νε ντίγιορσουν(5) μαντάμ;» είπε ο μανάβης, που δεν κατάλαβε φυσικά. Η κυρία Αννα, με κάποιες γνώσεις καλύτερες της Τουρκικής (!) σκέφτηκε να διορθώσει, «Γιοκ αεροπλάν, ντάιρε(6), ντάιρε», πρόσθεσε κοιτάζοντας στον ουρανό. Φοβισμένος ο ζαρζαβατσής  κοίταξε και αυτός ψηλά τρόμαξε μην πέσει το διαμέρισμα και τον καταπλακώσει, παράτησε την ζυγαριά του κάτω, άρπαξε τα ζεγκιά και τον γαϊδουράκο και όπου φύγει-φύγει. 
 
Μια άλλη φορά στο χωριό μας και πάλι, στο Τζιρά σοκάκ, ο μπάρμπα Μήτσος της κυρίας Αθανασίας στο απέναντι παράθυρο έπερνε αέρα,  η άλλη συνυφάδα και συγκάτοικος της γιαγιάς μου, θεία Σμαρώ, περίμενε τον «αλ μαντάμ». Έτσι λέγαμε τον Λαζό πλανόδιο που ερχόταν από το Μπαχτσέκιοϊ.  Έφτασε κι αυτός με το άλογο, με γεμάτες τις κούφες στα πλάγια του ζώου με σταφύλια. Τσαβούς(7) ουζούμ,  φώναζε, «Κουκούτσια βαρ(8);» ρώτησε η θεία Σμαρώ, «Κούκουτσα γιοκ, ουζουμ βαρ μαντάμ», απάντησε ο μανάβης. Υποτίθεται πως κατάλαβε ο ένας τον άλλο και έφθασαν στην στιγμή της πληρωμής, τόσο έλεγε αυτός, τόσο έλεγε εκείνη, δεν δεχόταν ο έρημος, ανένδοτη η θεία και φουρκισμένη που δεν γινόταν το δικό της, «Α, αμαν, γιοκ παρα, συμφερίρσε βερ, συμφερμέσε βέρμε»του πέταξε, μπήκε μέσα, και έκλεισε την πόρτα.
 
Νίκη Beales
Νοέμβριος 2022
Milton Keynes, Αγγλία
 
(1) Θελω εγώ ένα παλτό, ή υπάρχει ή δεν υπάρχει
(2) Είδος πράσινα φασόλια 
(3) πόσο
(4) έπεσε
(5) τι λες;
(6) διαμέρισμα (αντί ταγιαρέ που θα πει αεροπλάνο)
(7) ποικιλία σταφυλιού, ευδοκιμούν στην Τένεδο
(8) έχει;

No comments: