ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
«Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία –
Το δράμα των Ελλήνων της Ιωνίας 1914-1922»
(Εκδ. «Αρχονταρίκι»)
Με την ευκαιρία της θλιβερής επετείου των εκατό ετών από
την Μικρασιατική καταστροφή (1922) και της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), θα ήθελα
να δημοσιεύσω μια παρουσίαση του εκλεκτού βιβλίου «Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία, το δράμα των Ελλήνων της Ιωνίας 1914-1922» του φίλου Γιώργου
Παπαθανασόπουλου, δημοσιογράφου, χημικού και θεολόγου. Το βιβλίο όσο θα
υπάρχουν οι μνήμες της Γενοκτονίας του 1922 θα είναι πάντοτε επίκαιρο.
Το βιβλίο «Μέρες
Αποκάλυψης στην Ιωνία, το δράμα
των Ελλήνων της Ιωνίας 1914-1922» είναι
ιστορικό μυθιστόρημα, που αναδεικνύει τον κ. Παπαθανασόπουλο όχι μόνον ως έναν
δόκιμο συγγραφέα και δημοσιογράφο, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, αλλά και ως
έναν υψηλού επιπέδου γλαφυρό λογοτέχνη - μυθιστοριογράφο, του οποίου τις
ικανότητες τις αναγνωρίζει και τις χαίρεται όποιος διαβάσει το βιβλίο αυτό.
Προσωπικά, διαβάζοντας το βιβλίο, εκτός από τις σκέψεις
που ανέφερα, ένιωσα πνευματική κατάνυξη και εθνική υπερηφάνεια. Αισθάνθηκα το μεγαλείο
και τη σπουδαιότητα της εθνικής και πνευματικής μας ταυτότητας, και το πόσο
σημαντικό είναι για τη ζωή και το μέλλον μας να την γνωρίζουμε.
Ο φίλος Γιώργος Παπαθανασόπουλος ευφυώς διάλεξε το είδος του
ιστορικού μυθιστορήματος για να καταγράψει το κομμάτι αυτό της ιστορίας μας, τη
Μικρασιατική καταστροφή, και να μας περάσει τα σπουδαία νοήματα που εξάγονται
απ’ αυτή. Και έπραξε άριστα, γιατί το ιστορικό μυθιστόρημα καταγράφει πιστώς
την ιστορία και αναδεικνύει τα συμπεράσματα των
ιστορικών γεγονότων, που πρέπει να έχουμε υπόψη, και προσφέρει -θα έλεγα
διδάσκει- με έναν ευχάριστο και ξεκούραστο τρόπο, όσους δυστυχώς δεν μπορούν ή
δεν θέλουν να ανατρέξουν σε επιστημονικές ιστορικές μελέτες.
Επειδή εκτιμώ πολύ το ιστορικό μυθιστόρημα γιατί εύκολα
μεταφέρει, όπως ανέφερα, ιστορία, ήθη, έθιμα κ.λπ., θα μου επιτρέψετε να
αναφερθώ για λίγο σ’ αυτό και να πω ότι πρόκειται για εκείνο το λογοτεχνικό
είδος, στο οποίο γίνεται απόπειρα να δημιουργηθεί μια δραματική δομή μυθοπλασίας
μέσα σε μια αυστηρώς οριοθετημένη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο
δημιουργός του μετά από διεξοδική και αντικειμενική μελέτη των ιστορικών
γεγονότων, των τόπων, των χαρακτήρων, των ηθών και συνηθειών, ακόμη και του
τρόπου ομιλίας, που χρησιμοποιούσαν τα πρόσωπα της εποχής, που ο ίδιος επέλεξε
για το έργο του. Βεβαίως, οφείλω να πω ότι πολλές φορές οι σχέσεις
μυθιστορηματικής αφήγησης της ιστορίας και της ιστορίας των γεγονότων, που
περνά από αυστηρή επιστημονική βάσανο, δεν βαίνουν παραλλήλως.
Στο εν λόγω, όμως, έργο και η ιστορική διεισδυτική
ακρίβεια τιμάται και η δροσερότητα της μυθιστορηματικής πλοκής δεν
μειώνεται. Έτσι, όλα αυτά τα στοιχεία
εμπεριέχονται στο βιβλίο του κ. Παπαθανασόπουλου, και βλέπουμε να μας μεταφέρει
με ενάργεια, πιστότητα και ρεαλισμό τις κοινωνικές συνθήκες, το πνεύμα και τις
συμπεριφορές των προγόνων μας, που ασφαλώς μπορεί να επηρεάσουν θετικά τη ζωή
και τη συμπεριφορά όλων μας.
Το βιβλίο «Μέρες
Αποκάλυψης στην Ιωνία» εκπέμπει
πολλά μηνύματα, που δεν είναι δυνατόν να τα αναλύσει κάποιος μόνος του -γιατί
δεν εμπίπτουν όλα στην αρμοδιότητα ενός ανθρώπου- και γι’ αυτό, συνήθως, η
παρουσίαση ενός βιβλίου γίνεται από περισσότερους παρουσιαστές. Έτσι, όσον
αφορά το πρόσωπό μου, θα αναφερθώ στα εκκλησιαστικά και θεολογικά μηνύματα του βιβλίου,
που τα θεωρώ πολύ σημαντικά και διδακτικά, ιδιαίτερα για τις ημέρες μας, που ό,τι
εκκλησιαστικό, θεολογικό και πατριωτικό ευτελίζεται, λοιδορείται και
απαξιώνεται.
Το πρώτο θέμα που θέλω να θίξω είναι η πίστη, η πίστη των
ανθρώπων που σκιαγραφούνται στο βιβλίο, δηλαδή των προγόνων μας, η πίστη με την
οποία έζησαν, μεγαλούργησαν αλλά και μαρτύρησαν, τόσο με το μαρτύριο της συνειδήσεως,
όσο και με το μαρτύριο του αίματος, όταν χρειάσθηκε. Η πίστη αυτή αναφέρεται πρώτον στον Θεό και
αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής που υπήρξε και το περιεχόμενο της εν
γένει ζωής των ανθρώπων της Μικρασίας, όπως μας το μεταφέρει το βιβλίο (βλ. σ.
16, 85, 189).
Το πρώτο γράμμα του αλφαβήτου της ορθόδοξης πίστεως είναι
η πίστη στον ζώντα και τρισυπόστατο Θεό. Αυτή είναι το θεμέλιο και η αρχή της χριστιανικής
ζωής, η ρίζα από την οποία αυξάνει και αναπτύσσεται κάθε χριστιανός, κατά το
μέτρο, βέβαια, του αγώνα του και του κόπου του στο στάδιο της κατά Χριστόν ζωής
του. Η πίστη χαρίζει την πραγματική κοινωνία
με τον Θεό και η κοινωνία με τον Θεό χαρίζει στη συνέχεια και την κοινωνία με
τους συνανθρώπους. Είναι η πρώτη βαθμίδα, πάνω στην οποία ανερχόμενος ο
άνθρωπος εισέρχεται στην καινή ζωή, η οποία ασφαλώς είναι και κοινή ζωή, δηλαδή
ζωή κοινωνίας και ενότητας των ανθρώπων μεταξύ τους. Και βλέπουμε πολύ καθαρά
στο βιβλίο ότι η ενότητα των Μικρασιατών πατέρων μας βασιζόταν στον Χριστό και
στην Εκκλησία Του, που ήταν η κοινή
αναφορά τους, η συνεκτική δύναμις που τους ένωνε με δεσμούς ακατάλυτους στην
επίγεια ζωή, και συνάμα τους έδινε τη βεβαιότητα της κοινωνίας μέσα στην αιώνια
ζωή της βασιλείας του Θεού (βλ. σ. 416). Με την πίστη κατόρθωναν να αποφεύγουν
τους πειρασμούς των παθών, τις πτώσεις και όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Με
την ενότητα της πίστεως ό,τι κατόρθωναν ήταν αποτέλεσμα συλλογικότητας, έργο
κοινό, στο οποίο καθένας κατέβαλλε το χάρισμά του, την ικανότητά του, και δεν τα
κράταγε μόνον για τον εαυτό του.
Με άλλα λόγια, το βιβλίο μας παρουσιάζει μια κοινωνία που
ξεπερνά τα όρια και το περιεχόμενο μιας συμβατικής κοσμικής κοινωνίας ανθρώπων,
που καθορίζει τον τρόπο της κοινωνικής τους ύπαρξης, έχοντας ως μέτρο τα κριτήρια
των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, που δεν δίνουν καμμία θέση στον Θεάνθρωπο
Χριστό και ούτε επιτρέπουν το άγιο Ευαγγέλιό Του να παίζει κάποιο ρόλο στη
διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής τους. Οι Μικρασιάτες πατέρες μας στη δική τους
κοινωνία είχαν ως κέντρο τον Ιησοῦν Χριστό και το Ευαγγέλιό Του, και ολόκληρη η
ζωή τους ξεκινούσε από τον Χριστό και κατέληγε στον Χριστό. Είτε εν επιγνώσει
είτε ανεπιγνώστως δεν αγωνίζονταν να δημιουργήσουν μια κοινωνία - ανθρώπινο κατασκεύασμα,
αλλά με πίστη και ταπείνωση εισέρχονταν στην «ητοιμασμένην» από καταβολής
κόσμου κοινωνία Θεού και ανθρώπων, μέσα
στην οποία «ζούσαν και κινούνταν και υπήρχαν», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια
των Πράξεων των Αποστόλων (17, 28), μέσα στην οποία ζούσαν τη χαρά του Χριστού
και υπέμεναν όλα τα λυπηρά της ζωής.
Θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσει κανείς την κοινωνία αυτή
των Μικρασιατών ως κοινωνία αποκλειστικά «εκκλησιαστική» ή «κοσμική», διότι ο
χριστιανός ζει στον κόσμο, αλλά συμπεριφέρεται ως άνθρωπος του Χριστού, εφαρμόζοντας
κατά το δυνατόν το άγιο θέλημά Του. Συνεπώς, ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ
«εκκλησιαστικής ζωής» και «κοσμικής ζωής» δεν υπάρχει, και αυτό αναδύεται
αβίαστα από το εν λόγω βιβλίο. Η καθημερινή ζωή των Μικρασιατών
αλληλο-περιεχωρείτο με την χριστιανική - εκκλησιαστική ζωή τους. Δεν ήσαν άλλοι
μέσα στη εκκλησία και άλλοι έξω απ’ αυτήν. Η καθημερινή ζωή τους ήταν η
συνέχεια της Θείας Λειτουργίας και συνάμα η προετοιμασία για την επόμενη Θεία
Λειτουργία.
Η γενναία και χριστιανική στάση των Μικρασιατών έναντι
των θλίψεων και των πειρασμών, που μας δείχνει το βιβλίο, αποτελεί δείκτη της πνευματικής
τους κατάστασης, είναι σαν να γνώριζαν τους πατερικούς λόγους ότι οι θλίψεις
και οι πειρασμοί διαχωρίζουν «τους υιούς του Θεού... εκ των λοιπών ανθρώπων».
Οι «υιοί του Θεού» είναι εκείνοι για τους οποίους η Γραφή λέγει «ον αγαπά
Κύριος παιδεύει» (Εβρ. 12,6), ενώ οι λοιποί, οι άλλοι είναι εκείνοι για τους
οποίους η Γραφή αναφέρει οι «χωρίς παιδείαν», «νόθοι εστέ και ουχ υιοί».
Ο συγγραφέας αποτυπώνει πολύ παραστατικά και με γλαφυρότητα
αυτή την κοινωνία των Μικρασιατών, η οποία πάλεται από πατριωτικό αίσθημα, που αναμφίβολα
βασίζεται στις έννοιες της ελευθερίας, της ανεξιθρησκείας και της ισότητας• και
η αφήγησή του δεν έχει ίχνος εξιδανικεύσεως -έστω και αν κάποιοι επηρεασμένοι
από τον σημερινό τρόπο ζωής μπορεί να θεωρήσουν ότι υπάρχει κάποιο είδος
εξιδανίκευσης. Οι άνθρωποι εκείνοι, αυτοί ήσαν και έτσι ζούσαν• φυσιολογικοί
άνθρωποι με τις χάρες τους, αλλά και με τις αδυναμίες και τα πάθη τους, που δεν
αποπειράται ο συγγραφέας να παραλείψει ή να εξωραΐσει. Με αντικειμενικότητα
αναφέρεται σε θέματα όπως προδοσία, διχόνοια (βλ. σ. 144) κ.λπ. ο έρωτας ή
απλές ανθρώπινες αδυναμίες, όπως του κουτσομπολιού και μάλιστα μέσα στον Ναό
(βλ. σ. 26).
Ακόμη με ρεαλισμό και συγκατάβαση στις ανθρώπινες αδυναμίες, μας μιλά για τον
διάκονο Νήφωνα, ο οποίος εγκατέλειψε την ιερωσύνη για να νυμφευθεί. Χωρίς ίχνος
ευσεβισμού, αναφερόμενος στον έρωτα δίνει τις φυσιολογικές, ανθρώπινες
διαστάσεις του, θα έλεγα και τις χριστιανικές (βλ. σ. 71, 74).
Με τον ίδιο ρεαλισμό αναφέρεται και σε άλλες αδυναμίες
των ανθρώπων εκείνου του ήθους, όπως της δίκαιης οργής για τους διώκτες Τσέτες,
αλλά και σε αρετές, όπως στην έλλειψη μισαλλοδοξίας και εκδικητικότητας (βλ. σ.
38-9 • 274), τη στάση τους έναντι των εβραίων (βλ. σ. 41-42) και των μασώνων
(βλ. σ. 42-43), την αποδοχή του άλλου, του τίμιου άλλου, έστω και αν είναι
αλλόθρησκος (βλ. σσ. 36, 354, 450), του πατριωτισμού και της καλώς εννοουμένης
υπερηφάνειας για την ελληνική καταγωγή τους και καταγωγή μας. Όλα αυτά σήμερα
λοιδορούνται, και αν κανένας τολμήσει να τα υπερασπισθεί, θα χαρακτηρισθεί
φασίστας και άλλα φαιδρά. Όμως, αυτά μας
διδάσκουν• και προ πάντων μας διδάσκει η αταλάντευτη εμμονή των Μικρασιατών
Ελλήνων πατέρων μας στις αξίες που οφείλουμε να έχουμε και να υπερασπιζόμαστε
ως χριστιανοί και ως Έλληνες πατριώτες.
Ιδιαίτερα θα ήθελα να αναφερθώ στη μαρτυρία και το
μαρτύριο, που ήσαν πρόθυμοι οι Μικρασιάτες να υποστούν για την πίστη, για την
ελευθερία, για την πατρίδα και για την τιμή τους. Ο συγγραφέας με πολλή
διάκριση το αναφέρει σε κάποια σημεία, μη θέλοντας να το επαναλαμβάνει συνεχώς,
προφανώς για να μη χάσει την αξία του, η μαρτυρική, όμως, διάθεσή τους είναι
διάχυτη σ’ όλο το βιβλίο. Θα ήθελα να διαβάσω ένα απόσπασμα πολύ χαρακτηριστικό
(βλ. 262-3).
Ενα άλλο θέμα στο οποίο θα ήθελα να σταθώ, είναι ο ρόλος
της Εκκλησίας και του κλήρου στη ζωή και
τον αγώνα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Το βιβλίο μας δίνει πολλές αφορμές. Η αναφορά στους Μητροπολίτες Σμύρνης Χρυσόστομο, Εφέσου
Ιωακείμ και στον παπά-Γιώργη -η προσωπικότητα και το έργο του οποίου
εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν των ιερέων της εποχής- είναι πολύ αποκαλυπτική. Θα
παραθέσω μόνο ένα απόσπασμα από τα πολλά και θαυμάσια που αναφέρονται για τον
Μητροπολίτη Σμύρνης (σ. 217). Τα ίδια περίπου αναφέρονται και για τον
Μητροπολίτη Εφέσου, και ιδιαίτερα θέλω να
σημειώσω την αγαστή συνεργασία των δύο ανδρών για το καλό όλων των ανθρώπων,
«υπέρ ων Χριστός απέθανεν», και για το καλό του έθνους.
Ιδιαίτερα συχνή και ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στον
παπά-Γιώργη, όχι γιατί ήταν συγγενής, παππούς του συγγραφέα, αλλά πιστεύω
επειδή ο συγγραφέας ήθελε να δείξει ότι ο ιερέας εκ της θέσεώς του είναι κοντά στο
ποίμνιό του, και ως πατέρας και διδάσκαλός του γίνεται ο καθοδηγητής και εμπνευστής
του. Και το πετυχαίνει ο συγγραφέας μας• ο παπά-Γιώργης παρουσιάζεται έξοχα ως
η ψυχή της τοπικής κοινωνίας, ως ο άνθρωπος που βρίσκεται εν εγρηγόρσει, αγωνιά
και φροντίζει για όλες τις ανάγκες των ανθρώπων, τους οποίους θεωρεί όλους
παιδιά του και δεν τους ξεχωρίζει από τα κατά σάρκα παιδιά του• φροντίζει για
τις ανάγκες τις υλικές και πνευματικές, διδάσκει, παρηγορεί, συμβουλεύει,
εμπνέει, προτρέπει, διορθώνει με την θεία συγκατάβαση που δίδαξε ο Χριστός,
θεραπεύει τις πνευματικές και υλικές πληγές των τέκνων του.
Όλα αυτά, γιατί γνώριζε καλά ο παπά-Γιώργης, ότι ως
ιερέας είναι μάρτυρας των παθημάτων του Χριστού και μέτοχος στη δόξα του, που
θα αποκαλυφθεί μελλοντικά (Πέτρ. 5, 1-4). Γνώριζε και εφάρμοζε την πατερική ρήση
ότι το υπούργημα του ιερέα «είναι έργο και όχι άνεσις, είναι φροντίς και όχι
τρυφή, είναι λειτουργία υπεύθυνη και όχι αρχή ανεξέταστος, είναι πατρική
κηδεμονία και όχι τυραννική αυτονομία» (Βλ. Ισίδωρο Πηλουσιώτη). Και αυτό το
αποδεικνύει ο παπά-Γιώργης με όλη τη ζωή και το έργο του και προπάντων με τον
θάνατό του. Συνταπεινώθηκε και θυσιάστηκε με τον ταπεινωθέντα Δεσπότη Χριστό,
την ιερωσύνη του οποίου έφερε. Θυσιάστηκε κυριολεκτικά χάριν του ενός προβάτου,
δηλ. Της γυναίκας εκείνης που πέθαινε και έπρεπε να της μεταδώσει τη θεία Κοινωνία,
πράγμα που έπραξε, παρά τις κακές καιρικές συνθήκες, ενώ γνώριζε καλά ότι θα
επηρεασθεί η εύθραστη υγεία του, όπερ και εγένετο, και τον οδήγησε τελικά στο
θάνατο (σ. 312-13). Τα όσα αναφέρει ο συγγραφέας μας για τον παπά-Γιώργη είναι
ένας ύμνος στην ιερωσύνη, της οποίας το έργο είναι έργο «καταλλαγής», δηλαδή
συμφιλιώσεως των ανθρώπων με τον Θεό και των ανθρώπων μεταξύ τους. Είναι το
έργο που πάντοτε πρόσφερε στον λαό του Θεού ο ορθόδοξος κλήρος, άσχετα αν
σήμερα
παραθεωρείται, συκοφαντείται και λοιδορείται.
Ο παπά-Γιώργης προβάλλεται ως ο γνήσιος και αληθινός
τύπος του ιερέα, που κατέχει όλα τα προσόντα και τις αρετές που οφείλει να έχει
ο ιερέας και τα οποία λεπτομερώς κατονομάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας: ταπεινόφρων, νηφάλιος,
φιλάνθρωπος, σεμνός, ευλαβής, συνετός, σοβαρός και απλός, σώφρων, διορατικός,
προσηνής, κοινωνικός, αγωνιστής, ασκητικός, πράος, αφιλάργυρος, ηγετικός,
ανδρείος, διδακτικός κ.λπ.
Τέτοιοι ιερείς υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, και
κάθε τέτοιος ιερέας είναι «λύχνος», που φωτίζει το λαό του Θεού να περπατά στον
δρόμο της αρετής και του αγώνα, τόσο για τα πνευματικά όσο και για τα εθνικά μας
πράγματα.
Όλα όσα μέχρι τώρα ανέφερα, πιστεύω ότι αποδεικνύουν το
ήθος των Μικρασιατών πατέρων μας, το ήθος το χριστιανικό, το ελληνικό, της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, της φιλανθρωπίας, της εργατικότητας, της δικαιοσύνης κ.λπ. • με
αυτό το ήθος έζησαν και μεγαλούργησαν στην Μικρασιατική πατρίδα και αυτό
μετέφεραν εδώ στην Ελλάδα. Αλλά εδώ στην Ελλάδα μας, στο νεοελληνικό
κράτος που διαμορφώθηκε και ανδρώθηκε όχι με τα πρότυπα των προγόνων μας, αλλά
με τα πρότυπα του δυτικού διαφωτισμού, το ήθος των Μικρασιατών δεν έγινε δεκτό,
δεν αναγνωρίσθηκε ως δικό μας ελληνικό και χριστανικό ήθος. Και τούτο γιατί οι
νεοέλληνες ήδη από την εποχή εκείνη του 1922 είχαν αρχίσει να αλλοτριώνονται
κάτω από ξενόφερτες επιδράσεις, οι οποίες κατέκλυσαν την κοινωνία μας και, όπως
διαπιστώνουμε σήμερα, αλλοίωσαν, για να μην πω αφάνισαν, ο,τι ιερό και όσιο
είχαμε και έπρεπε να διαφυλλάξουμε ως κόρην οφθαλμού.
Αυτό το ήθος, που ήταν το ήθος των μεγάλων Πατέρων και
των βυζαντινών Πατέρων της Εκκλησίας
μας, είχαν την εποχή εκείνη εδώ στην Ελλάδα οι απόγονοι των κολυβάδων, του
φιλοκαλικού εκείνου κινήματος, που δίδασκε τους ανθρώπους πως να καλλιεργούν
τον νου τους προκειμένου να βλέπουν, να γνωρίζουν, να αγαπούν και να προσφέρουν
την αρμόζουσα ευχαριστία για ό,τι είναι καλό, αληθινό και όμορφο στην ανθρώπινη
ζωή. Δίδασκαν δηλαδή την αξία του ανθρώπινου προσώπου, το νόημα της ζωής του
και το σωστό προορισμό του, που δεν τελειώνει στα ενθαδικά αλλά προεκτείνεται
στα αιώνια. Αυτό το ήθος το ορθόδοξο, το ελληνικό, το βυζαντινό, αν είχε αποδεχθεί
και ακολουθήσει το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, σήμερα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά
και, προπάντων, δεν θα είχαμε πλήρως παραδοθεί στην ενδο-κοσμικότητα της
ευρωπαϊκής Δύσης, αλλά θα είχαμε διατηρήσει την υπερβατικότητα της
ορθόδοξης Ανατολῆς. Γι’ αυτό ο φιλόκαλος
συγγραφέας, ο αγαπητός φίλος Γιώργος Παπαθανασόπουλος, ενώ μας διηγείται τους
πόνους και γενικά την τραγωδία του ξεριζωμού των Μικρασιατών και, κυρίως, την
απογοήτευσή τους από την κακή υποδοχή που τους επεφύλαξαν εδώ στην πατρίδα οι
αλλοτριωμένοι αδελφοί τους νεοέλληνες, δεν παραλείπει να αναφέρει πόσο αναπαύθηκε η κυρά Βασιλεία, η παπαδιά
του παπά-Γιώργη, από τη συνάντησή της με τους φορείς αυτού του ήθους, της
φιλοκαλικής παραδόσεως, τον παπά-Νικόλα Πλανά, σήμερα άγιο Νικόλαο. Μάλιστα,
για να επικυρώσει των λόγων του το αληθές, επικαλείται και τη μαρτυρία του
μεγάλου λογοτέχνη μας του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, του επιλεγομένου και αγίου των γραμμάτων, ο οποίος λίγα χρόνια
ενωρίτερα τον εξυμνούσε (βλ. σ. 445-6).
Το ήθος όμως των Μικρασιατών προσφύγων νίκησε, γιατί
τελικά το καλό, το γνήσιο και αληθινό πάντοτε νικά, χωρίς βέβαια να
επικρατήσει, χωρίς να επιβάλλεται καταναγκαστικά για να εδραιωθεί. Οι
Μικρασιάτες με την παρουσία τους βοήθησαν το ελληνικό κράτος, αλλά και το έθνος
ολόκληρο, σε όλους τους τομείς: κατ’ αρχάς στην οικονομία• με την εργατικότητά τους,
την τιμιότητά τους και το προοδευτικό τους πνεύμα, συνέβαλαν στην οικονομική
ανάπτυξη της πατρίδας μας. Στην Εκκλησιαστική ζωή έγιναν παράγοντες πνευματικής
ανάπτυξης. Ολες οι προσφυγικές ενορίες
έγιναν κέντρα ζωντανής εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής, διατηρώντας όλες τις
προγονικές παραδόσεις μας και τιμώντας τα ιερά λείψανα, τις ιερές εικόνες και
τα άλλα ιερά αντικείμενα, που με κίνδυνο της ζωής τους μετέφεραν, αντί άλλων
προσωπικών αντικειμένων που θεωρούσαν ήσσωνος αξίας. Στον πολιτισμό, στα
γράμματα και σε πολλούς άλλους τομείς η συμβολή τους υπήρξε τεράστια, και θα
έπαιρνε πολύ χρόνο, που δεν έχουμε, για να τα αναφέρω.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι, μέσα από το
βιβλίο, που άριστα περιγράφει την κοινωνία των Μικρασιατών πατέρων μας
διαφαίνεται ότι η κοινωνία της ενότητας των πάντων πραγματώνεται μέσα στην
Εκκλησία, όπου δεν μπορεί να επηρεασθεί από καμμιά φυσική διαφορά η αντίθεση:
φύλο, φυλή, γλώσσα, πολιτισμό, κοινωνική τάξη. Η Εκκλησία διακήρυξε δια στόματος
του αποστόλου Παύλου ότι “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ
Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ” (Γαλ.
3,28). Η γυναίκα παίρνει την ισότιμη θέση της δίπλα στον άνδρα• ο φτωχός και ο
πλούσιος, ο δούλος και ο ελεύθερος γίνονται ισότιμα μέλη του σώματος του
Χριστού.
Έτσι πραγματώνεται η υπέρβαση των διακρίσεων, των
αντιθέσεων και διαιρέσεων, πράγμα που σήμερα τα κράτη και οι κοινωνίες
προσπαθούν να επιβάλουν με νόμους, αλλά δεν το επιτυγχάνουν πλήρως, γιατί οι
νόμοι, αν δεν έχουν γίνει συνείδηση και πίστη, δεν μπορούν να φέρουν μια ουσιαστική
αλλαγή. Αλλά και στο μέτρο που το επιτυγχάνουν, η επιτυχία αυτή δεν
ανταποκρίνεται στην υπέρβαση των διακρίσεων που πραγματοποιείται μέσα στην
Εκκλησία, γιατί τα κράτη αγωνίζονται για τον άνθρωπο, βασισμένα στα διάφορα
ουμανιστικά συστήματα, έχοντας στο κέντρο τον άνθρωπο και όχι τον Θεάνθρωπο.
Η Εκκλησία, έχοντας στο κέντρο της τον Θεάνθρωπο, είναι
κοινωνία εν Χριστώ, κοινωνία θεανθρωπο-κεντρική, και οι άνθρωποι μέσα σ αὐτήν συνδέονται με δεσμούς πιο ισχυρούς από
τους κοσμικούς ή σαρκικούς, συνδέονται δηλαδή με τους δεσμούς της κοινωνίας της
ζωής, της κοινωνίας της πίστεως, της κοινωνίας της αγάπης, της κοινωνίας της
χαράς και του πόνου, της κοινωνίας της θυσίας και του μαρτυρίου. Και τελικά
οδηγούνται στην οικοδομή μιας νέας, καινής και καθολικής ζωής, μιας ζωής που
είναι πραγματική κοινωνία αγίων με κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό, μιας κοινωνίας που
βασίζεται στην ταπείνωση, που δεν είναι θεμελιωμένη στην υπερηφάνεια και την
αυτάρκεια, που αποτελούν τη βάση της σημερινής ουμανιστικής ψευδο-κοινωνίας, η
οποία, τελικά, όπως όλοι συχνά διαπιστώνουμε, οδηγεί στην αντικοινωνικότητα.
Όλα αυτά αποτελούν ένα μικρό δείγμα της ορθόδοξης
ανθρωπολογίας, που αβίαστα αναδύεται από τη ζωή και το ήθος των Μικρασιατών,
όπως περιγράφεται στο βιβλίο. Γι’ αυτό
πρέπει να διαβαστεί κυρίως από τους νέους, για να δουν ποιές είναι οι
παραδόσεις και οι αξίες μας, που σήμερα περιφρονούνται και χλευάζονται. Να το
διαβάσουν όμως με μια προϋπόθεση: να έχουν τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται για
κάποιο παραμύθι που εξιδανικεύει κάποιους γραφικούς τύπους, αλλά ότι πρόκειται
για αληθινή παρουσίαση των προγόνων μας, που ήσαν φορείς αυτού του χαμένου -πιστεύω
όχι ανεπιστρεπτί- ήθους.
Ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος, με τη συγγραφή του ωραιότατου
αυτού βιβλίου, εκπλήρωσε το χρέος του στην παπαδιά γιαγιά του Βασιλεία, που του
άφησε ως παρακαταθήκη: «Θέλω να περάσεις κι εσύ τα όσα θα μάθεις στα παιδιά σου
και στα εγγόνια σου. Είναι πολύ σημαντικό αυτό... Να θυμάσαι πάντα στη ζωή σου
πως, όποιος ξεχνά το παρελθόν του, τις ρίζες του, δεν έχει μέλλον και όποιος
χάνει την πίστη του, είναι ένα τίποτε...». Αυτό είναι και το χρέος όλων μας.
Αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη
Καθηγητού Πανεπιστημίου
No comments:
Post a Comment