Monday, 7 January 2013

Ο Ἐπίλογος, ἤ καθώς κλείνει τό ἱερό Δωδεκαήμερο

Μνημόσυνο ψυχν γαπημένων 

Πά­ντα ­πο­μέ­νει στή μνή­μη ­κεί­νη ­πό­βρα­δη ­ρα τῆς γι­ορ­τῆς τ᾿ ­η-Γι­αν­νι­οῦ, στίς ἑφτά τοῦ Ἰανουαρίου. Γι­α­τί ­κεῖ­νες οἱ στι­γμές, οἱ ­ποῖ­ες με­τε­ω­ρί­ζο­νταν με­τα­ξύ τῶν ­σχα­των στι­γμῶν τῆς μέ­ρας καί τῶν πρώτων τῆς νύ­χτας, τῆς νύχτας πού σίμωνε σι­ω­πη­λή, κλει­σμέ­νη μέ­σα σ᾿ ­να μου­ντό, στα­χτί το­πί­ο -πά­ντα ­τσι τή θυ­μᾶ­μαι ­κεί­νη τήν ­ρα- μοῦ δίνανε τήν ­ντύ­πω­ση πώς ­ταν ­να ­πό τά πι­ό τρα­γι­κά σύ­νο­ρα τοῦ βί­ου μου τῶν χρό­νων ­κεί­νων τῆς τρυ­φε­ρό­τη­τας καί τῆς εὐ­αι­σθη­σί­ας: τῶν παιδικῶν μου χρόνων. ­να σύ­νο­ρο πού ξα­φνι­κά ­πρε­πε νά τό δι­α­βῶ, ­φή­νο­ντας ­τσι πί­σω τίς χα­ρι­τω­μέ­νες καί ­μορ­φες μέ­ρες τοῦ Δω­δε­κα­η­μέ­ρου: μέ­ρες εὐ­λο­γί­ας καί πα­ρα­δεί­σι­ας βι­ο­τῆς, κα­θώς οἱ πι­ό πυ­κνές ­μπει­ρί­ες καί τά πλέ­ον βα­σι­κά βι­ώ­μα­τα σχη­μα­τί­ζο­νταν τότε. Βι­ώ­μα­τα ἑόρτιων ἐμπειριῶν μέ ­κτι­νο­βο­λί­α ­μως τέ­τοι­α πού νά φτά­νει μέ­χρι σή­με­ρα, λα­μπρή, κα­θά­ρι­α, και­νού­ρι­α πά­ντα· καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο, νά θω­πεύ­ει τήν ψυ­χή σέ ­ρες πί­ε­σης, ­ρες πνι­γη­ρές, ­ρες ­πό­το­κες κο­ρυ­φαί­ας ­γω­νί­ας. 

Κά­ποι᾿ ἀπ᾿ αὐ­τά κα­τα­θέ­τω ­πό­ψε, κα­θώς σέ ­ρα νυ­χτε­ρι­νή συλ­λο­γί­ζο­μαι τή γι­ορ­τή πα­ράλ­λη­λα μέ τό πα­λι­ό μου τό χω­ρι­ό, ­κεῖ δηλαδή πού χω­νεύ­τη­καν ­νει­ρα, βι­ώ­μα­τα, ­μπει­ρί­ες καί φυ­σι­κά ,τι τό ­ραῖ­ο, τό γνή­σι­ο καί χα­ρα­γμέ­νο ­νε­ξί­τη­λα μέ­σα μου. 

Πά­ντα τήν ­πό­βρα­δη ­ρα αὐ­τῆς τῆς μέ­ρας τοῦ Ἀη-Γιαννιοῦ νοῦς στέ­κει σι­μά στή με­γά­λη ­ναμ­μέ­νη πα­ρα­στι­ά τοῦ πα­λι­οῦ σπι­τι­οῦ τῆς θει­ᾶς Εὐ­αν­θί­ας, ­ταν μα­ζί μέ τό μα­κα­ρι­στό Στα­μά­τη κα­θό­μα­σταν συντροφεύοντάς τον, ἀφοῦ ἦταν πρόσωπο μέ εἰδικές ἀνάγκες, καθώς λέμε σήμερα, καί κεῖ­νος μοῦ διηγιόταν πά­ντα, κου­νώ­ντας τό κε­φά­λι, πέ­ρα-δῶ­θε, φα­ντα­στι­κές, ἀλ­λά ­ραῖ­ες ­στο­ρί­ες, ­σάν πα­ρα­μύ­θι­α, γι­α­τί ­ταν ­νας γρα­φι­κός πα­ρα­μυ­θάς Στα­μά­της.  (Ἀλήθεια, πῶς μπο­ρεῖς νά λη­σμο­νή­σεις "τό ναυ­α­γό τοῦ μαύ­ρου κύ­κνου!", ἕνα φανταστικό δηλαδή καί δικιᾶς του ἐπινόησης ἔργο, πού μᾶς ­λε­γε τά θε­ρι­νά τά βρά­δυ­α ­ξω στά "Κά­γκε­λα", σέ συ­νέ­χει­ες;) ­μως αὐ­τό πού συνοδεύει τή μνή­μη εἶ­ναι, μαζί μέ τά παραμύθια τοῦ Σταμάτη, τό μι­σο­σκό­τει­νο δω­μά­τι­ο, " κου­ρα­δοῦ­ρος", ὅπως τόν λέγαμε στό χωριό, μέ τήν πα­λι­ά τήν κά­μα­ρη βαμ­μέ­νη χρῶ­μα κα­φέ σκοῦ­ρο, τό πα­ρά­θυ­ρο μέ τήν πα­λι­ά τή σι­δε­ρι­ά πού κοί­τα­ζε κα­τά τό στα­χτί τό πέ­λα­γο, τόν γκρί­ζο οὐ­ρα­νό, τό ­πό­λοι­πο ­πό τό "φαΐ", τό κρέ­ας δη­λα­δή νἄ­ναι πε­ρα­σμέ­νο σ᾿ ­να καρ­φί, ψη­λά στήν παρ­ντα­ρι­ά, πά­νω ­πό τήν πόρ­τα... Ἀπομεινάρι τοῦ Δωδεκαημέρου πού ἔφευγε μαζί μέ τή γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ. 

Τό σκη­νι­κό ἀλ­λά­ζει· τού­τη τή φο­ρά εἶ­ναι τό ­βέρ­το τοῦ φούρ­νου μας, ­ρη­μο σή­με­ρα, κρύ­ο, πα­ρα­τη­μέ­νο... 

γι­ορ­τή εἶ­ναι γι­ά τό ξε­νη­τε­μέ­νο παι­δί τοῦ παπ­ποῦ, τό θεῖ­ο τό Γι­άν­νη 

­χει στρω­θεῖ ­να λι­τό, ­πέ­ριτ­το τρα­πέ­ζι πά­νω στή γκλα­βα­νή πού ­δη­γεῖ κά­τω, μέ κα­λό τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο, μέ κα­ρέ ­μορ­φο­κε­ντη­μέ­νο. ­κεῖ πά­νω ­χει το­πο­θε­τη­θεῖ "φουρ­τι­έ­ρα" μέ τά ρο­δο­ψημ­μέ­να ­μυ­γδα­λω­τά, κα­ρά­φα μέ τό ρα­κί καί τά μι­κρά πο­τη­ρά­κι­α. Λί­γες κα­ρέκλ­ες ­να γύ­ρω στό μικρό δωμάτιο, δυ­ό τρί­α σκα­μνά­κι­α, λι­τά στρω­σί­δι­α στό πά­τω­μα, μι­ά πα­ρα­στι­ά ζε­στή, γε­ρά ­ναμ­μέ­νη, κι οἱ λι­γο­στοί ­πι­σκέ­πτες... ­πως στή γι­ορ­τή τοῦ παπ­ποῦ καί τοῦ πα­τέ­ρα, στίς ἕξι τοῦ Δεκεμβρίου. Μό­νο πού τώ­ρα τά βι­ώ­μα­τα ­χουν ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα· κά­τι σάν λύ­πη πού βρα­δυ­ά­ζει, πού ­πο­χαι­ρε­τοῦ­με τίς γι­ορ­τές, πού σέ λί­γο θά σβύ­σει λά­μπα, θά ξη­με­ρώ­σει κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα καί θά τε­λει­ώ­σει­ τό πα­νη­γύ­ρι, ­σάν τή ζω­ή. Κα­τά τό νο­τι­ά, ­κεῖ πού ­ταν τό χα­γι­ά­τι, φαί­νε­ται μέσ᾿ ἀπ᾿ τή τ­ζα­μό­πορ­τα ­να κομ­μά­τι θά­λασ­σας μι­σο­σκό­τει­νης καί ­χα­ρης. Κα­τά τή δύ­ση, ­κεῖ πού εἶ­ναι τό πα­ρά­θυ­ρο φαί­νε­ται Γλώσ­σα ­χνο­φω­τι­σμέ­νη ­π΄ τά λί­γα ­λε­κρι­κά, τό Κά­τω Χω­ρι­ό θα­μπό, πα­χνι­α­σμέ­νο, ­νῶ ­πό τό λούξ τοῦ μα­γα­ζι­οῦ τοῦ μπάρ­μπα-Πα­να­ή, πού ­ταν ­πό κά­τω ­κρι­βῶς ­νέ­βαι­ναν κά­ποι­ες κα­χε­κτι­κές ­χτῖ­δες καί σερ­γι­α­νοῦ­σαν μέ πε­ρι­έρ­γει­α πά­νω στούς μαυ­ρο­κί­τρι­νους τούς τοί­χους...  Μά­να, θεί­α Νί­να κερ­νοῦν... "Χρό­νι­α πολ­λά"· εὐ­χές, λί­γα λό­γι­α κι ­στε­ρα σι­ω­πή, τό σκο­τά­δι, πα­γω­νι­ά, ­που­σί­α... (Αὐ­τή τήν ­που­σί­α τήν ­νοι­ω­σες ­νή­με­ρα, κά­ποι­α Χρι­στού­γεν­να, τοῦ 1971 τοῦ 72 θαρ­ρῶ, ­ταν σερ­γι­α­νώ­ντας τό Κά­τω Χω­ρι­ό πέ­ρα­σες ­πό τό ­ρει­πω­μέ­νο ἀπ᾿ τό σεισμό σπί­τι τοῦ μπάρ­μπα Γι­άν­νη τοῦ Μπάλ­λα, πού εἶ­χε ­πο­μεί­νει μό­νο πέτρινη σκά­λα κι ­να κομ­μά­τι τοῦ τοί­χου τοῦ ­βέρ­του μέ τό πα­ρα­θύ­ρι. Καί ξα­φνι­κά, κα­θώς κοί­τα­ζες αὐ­τά τά ­ρεί­πι­α σοῦ ἦλ­θε στό νοῦ τε­λευ­ταί­α Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη γι­ορ­τή πού πέ­ρα­σε αὐ­τό τό σπί­τι. Στρώ­θη­κε κι ­κεῖ γι­ορ­τι­νό τρα­πέ­ζι, ­κού­στη­καν εὐ­χές κι ­στε­ρα ἦλ­θε με­γά­λη στι­γμή: νά ­γκα­τα­λει­φτεῖ χῶ­ρος καί νά μή ξα­να­κου­στοῦν εὐ­χές γι­ά καμ­μι­ά γι­ορ­τή... Μό­νο ­που­σί­α, ­γκα­τά­λει­ψη καί νο­σταλ­γί­α νά σερ­γι­α­νοῦν ­νά­με­σα στά ­ρεί­πι­α μα­ζί μέ τίς ἱερές σκι­ές τῶν προ­γό­νων...). 

Νέ­α σκη­νή καί πά­λι. Νο­τι­σμέ­νη μέ δά­κρυ­α, μέ τή φαρ­μα­κω­μέ­νη αἴ­σθη­ση τῆς φυ­γῆς, τῆς ξε­νι­τεί­ας. Τού­τη τή φο­ρά ­μως σέ χρό­νι­α σπου­δῶν. Γι­α­τί αὐ­τή μέ­ρα, μέ­ρα τ᾿ ­η-Γι­αν­νι­οῦ ­ταν πά­ντα δε­μέ­νη ἄρ­ρη­κτα μέ τήν ­πι­στρο­φή στή μι­ζέ­ρι­α τῆς ξε­νι­τι­ᾶς, στήν προ­σαρ­μο­γή σέ νέ­α δε­δο­μέ­να, στήν δι­α­δι­κα­σί­α ἀλ­λα­γῆς τοῦ ψυ­χι­σμοῦ, κα­θώς ­φη­νες τό φτω­χό, πρω­τό­γο­νο καί "ξε­πε­ρα­σμέ­νο" τό­πο τοῦ χω­ρι­οῦ σου καί ­νοι­γες δρό­μους στήν πό­λη, ­στω κι ἄν ­ταν ­παρ­χι­α­κή πό­λη 

Πά­ντα θά θυ­μᾶ­σαι τή σι­ω­πη­λή λι­τα­νεί­α ­λων τῶν παι­δι­ῶν πού πε­ρί­με­ναν ­πο­μο­νε­τι­κά στό Λου­τρά­κι τό "ΚΥ­ΚΝΟΣ", γι­ά νά τα­ξι­δέ­ψουν γι­ά τό Βό­λο. Μέ σφι­γμέ­νη τήν ψυ­χή ­φή­να­με τό φτω­χό μας τό χω­ρι­ό, πού ­χνό­φεγ­γε μέ­σα στή νύ­χτα ­σάν εἰ­κο­νο­στά­σι, καί κι­νού­σα­με γι­ά τόν ἄλ­λο μας τόν προ­ο­ρι­σμό: τό Σχο­λεῖ­ο, τή μά­θη­ση 

Χω­ρι­α­τό­παι­δα τό­τε ἐ­μεῖς προ­σπα­θού­σα­με νά κρύ­ψου­με τόν τό­πο τῆς κα­τα­γω­γῆς μας, γι­α­τί ντρε­πό­μα­σταν... Τί κρί­μα! Γι­α­τί μέ­σα μας πέ­ρα­σε ἕ­να μή­νυ­μα ἐ­ντε­λῶς ἄ­χρη­στο καί πα­ρά­λο­γο· ὅ­τι δη­λα­δή ἐ­μεῖς ἤ­μα­σταν οἱ ἀ­δα­εῖς, οἱ ἕλ­κο­ντες τήν κα­τα­γω­γή ἀ­πό τό­πο πού δέν εἶ­χε "προ­ο­δεύ­σει", ἀ­φοῦ οὔ­τε φῶς εἴ­χα­με, οὔ­τε ψυ­γεῖ­ο, οὔ­τε τά ἄλ­λα ἀ­γα­θά τῆς πό­λης. (Ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν κα­τά­λα­βα τό σφάλ­μα μου, με­τά­νοι­ω­σα· ὅ­μως τά χρό­νι­α εἶ­χαν πε­ρά­σει...). 

Ξ­ανα­γυ­ρί­ζω ὅ­μως στά λε­γό­με­νά μου.  

Στο τα­ξί­δι προ­σπα­θού­σα­με νά συμ­μα­ζέ­ψου­με τί σκέ­ψεις μας, νά ὀ­νει­ρευ­τοῦ­με ὅ­τι κα­θό­μα­σταν δί­πλα στήν πα­ρα­στι­ά, ὅ­τι κοι­τού­σα­με τή φω­τι­ά πού κλά­δι­ζε πά­νω στά ξύ­λα κι ὅ­τι ξη­μέ­ρω­ναν Χρι­στού­γεν­ν­να, Πρω­το­χρο­νι­ά, Φῶ­τα... Μό­νο πού τά φῶ­τα ἐ­τοῦ­τα τῆς προ­κυ­μαί­ας τοῦ Βό­λου μᾶς προ­σγεί­ω­ναν σέ μι­ά σκλη­ρή πρα­γμα­τι­κό­τη­τα, κα­θώς ἐ­κεῖ­νο τό κί­τρι­νο φῶς, πού γι­νό­ταν πά­νω μας γα­λα­τέ­νι­ο, μᾶς ἔ­δει­χνε τό δρό­μο τῆς νέ­ας πρα­γμα­τι­κό­τη­τας... Παύ­α­νε τό­τε τά ὄ­νει­ρα κι ἡ γι­ορ­τή τ᾿ Ἁ­η-Γι­αν­νι­οῦ γι­νό­ταν χρό­νο τό χρό­νο ἡ συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νη δι­α­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ἀ­νά­με­σα στόν τρυ­φε­ρό κό­σμο τῆς οἰ­κο­γέ­νει­ας καί στήν πει­θαρ­χη­μέ­νη κα­θη­με­ρι­νή ὑ­πο­χρέ­ω­ση...                                                                         

π. Κων. Ν.Καλ­λι­α­νός

No comments: