Μνημόσυνο ψυχῶν ἀγαπημένων
Πάντα ἀπομένει στή μνήμη ἐκείνη ἡ ἀπόβραδη ὥρα τῆς γιορτῆς τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ, στίς ἑφτά τοῦ Ἰανουαρίου. Γιατί ἐκεῖνες οἱ στιγμές, οἱ ὁποῖες μετεωρίζονταν μεταξύ τῶν ἔσχατων στιγμῶν τῆς μέρας καί τῶν πρώτων τῆς νύχτας, τῆς νύχτας πού σίμωνε σιωπηλή, κλεισμένη μέσα σ᾿ ἕνα μουντό, σταχτί τοπίο -πάντα ἔτσι τή θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ὥρα- μοῦ δίνανε τήν ἐντύπωση πώς ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό τραγικά σύνορα τοῦ βίου μου τῶν χρόνων ἐκείνων τῆς τρυφερότητας καί τῆς εὐαισθησίας: τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Ἕνα σύνορο πού ξαφνικά ἔπρεπε νά τό διαβῶ, ἀφήνοντας ἔτσι πίσω τίς χαριτωμένες καί ὄμορφες μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου: μέρες εὐλογίας καί παραδείσιας βιοτῆς, καθώς οἱ πιό πυκνές ἐμπειρίες καί τά πλέον βασικά βιώματα σχηματίζονταν τότε. Βιώματα ἑόρτιων ἐμπειριῶν μέ ἀκτινοβολία ὅμως τέτοια πού νά φτάνει μέχρι σήμερα, λαμπρή, καθάρια, καινούρια πάντα· καί τό κυριώτερο, νά θωπεύει τήν ψυχή σέ ὧρες πίεσης, ὧρες πνιγηρές, ὧρες ἀπότοκες κορυφαίας ἀγωνίας.
Κάποι᾿ ἀπ᾿ αὐτά καταθέτω ἀπόψε, καθώς σέ ὥρα νυχτερινή συλλογίζομαι τή γιορτή παράλληλα μέ τό παλιό μου τό χωριό, ἐκεῖ δηλαδή πού χωνεύτηκαν ὄνειρα, βιώματα, ἐμπειρίες καί φυσικά ὅ,τι τό ὡραῖο, τό γνήσιο καί χαραγμένο ἀνεξίτηλα μέσα μου.
Πάντα τήν ἀπόβραδη ὥρα αὐτῆς τῆς μέρας τοῦ Ἀη-Γιαννιοῦ ὁ νοῦς στέκει σιμά στή μεγάλη ἀναμμένη παραστιά τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ τῆς θειᾶς Εὐανθίας, ὅταν μαζί μέ τό μακαριστό Σταμάτη καθόμασταν συντροφεύοντάς τον, ἀφοῦ ἦταν πρόσωπο μέ εἰδικές ἀνάγκες, καθώς λέμε σήμερα, καί κεῖνος μοῦ διηγιόταν πάντα, κουνώντας τό κεφάλι, πέρα-δῶθε, φανταστικές, ἀλλά ὡραῖες ἰστορίες, ὡσάν παραμύθια, γιατί ἦταν ἕνας γραφικός παραμυθάς ὁ Σταμάτης. (Ἀλήθεια, πῶς μπορεῖς νά λησμονήσεις "τό ναυαγό τοῦ μαύρου κύκνου!", ἕνα φανταστικό δηλαδή καί δικιᾶς του ἐπινόησης ἔργο, πού μᾶς ἔλεγε τά θερινά τά βράδυα ἔξω στά "Κάγκελα", σέ συνέχειες;) Ὅμως αὐτό πού συνοδεύει τή μνήμη εἶναι, μαζί μέ τά παραμύθια τοῦ Σταμάτη, τό μισοσκότεινο δωμάτιο, "ὁ κουραδοῦρος", ὅπως τόν λέγαμε στό χωριό, μέ τήν παλιά τήν κάμαρη βαμμένη χρῶμα καφέ σκοῦρο, τό παράθυρο μέ τήν παλιά τή σιδεριά πού κοίταζε κατά τό σταχτί τό πέλαγο, τόν γκρίζο οὐρανό, τό ὑπόλοιπο ἀπό τό "φαΐ", τό κρέας δηλαδή νἄναι περασμένο σ᾿ ἕνα καρφί, ψηλά στήν παρνταριά, πάνω ἀπό τήν πόρτα... Ἀπομεινάρι τοῦ Δωδεκαημέρου πού ἔφευγε μαζί μέ τή γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ.
Τό σκηνικό ἀλλάζει· τούτη τή φορά εἶναι τό ἀβέρτο τοῦ φούρνου μας, ἔρημο σήμερα, κρύο, παρατημένο...
Ἡ γιορτή εἶναι γιά τό ξενητεμένο παιδί τοῦ παπποῦ, τό θεῖο τό Γιάννη.
Ἔχει στρωθεῖ ἕνα λιτό, ἀπέριττο τραπέζι πάνω στή γκλαβανή πού ὁδηγεῖ κάτω, μέ καλό τραπεζομάντηλο, μέ καρέ ὁμορφοκεντημένο. Ἐκεῖ πάνω ἔχει τοποθετηθεῖ ἡ "φουρτιέρα" μέ τά ροδοψημμένα ἀμυγδαλωτά, ἡ καράφα μέ τό ρακί καί τά μικρά ποτηράκια. Λίγες καρέκλες ἕνα γύρω στό μικρό δωμάτιο, δυό τρία σκαμνάκια, λιτά στρωσίδια στό πάτωμα, μιά παραστιά ζεστή, γερά ἀναμμένη, κι οἱ λιγοστοί ἐπισκέπτες... Ὅπως στή γιορτή τοῦ παπποῦ καί τοῦ πατέρα, στίς ἕξι τοῦ Δεκεμβρίου. Μόνο πού τώρα τά βιώματα ἔχουν ἕνα διαφορετικό χαρακτῆρα· κάτι σάν λύπη πού βραδυάζει, πού ἀποχαιρετοῦμε τίς γιορτές, πού σέ λίγο θά σβύσει ἡ λάμπα, θά ξημερώσει ἡ καθημερινότητα καί θά τελειώσει τό πανηγύρι, ὡσάν τή ζωή. Κατά τό νοτιά, ἐκεῖ πού ἦταν τό χαγιάτι, φαίνεται μέσ᾿ ἀπ᾿ τή τζαμόπορτα ἔνα κομμάτι θάλασσας μισοσκότεινης καί ἄχαρης. Κατά τή δύση, ἐκεῖ πού εἶναι τό παράθυρο φαίνεται ἡ Γλώσσα ἀχνοφωτισμένη ἀπ΄ τά λίγα ἠλεκρικά, τό Κάτω Χωριό θαμπό, παχνιασμένο, ἐνῶ ἀπό τό λούξ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα-Παναή, πού ἦταν ἀπό κάτω ἀκριβῶς ἀνέβαιναν κάποιες καχεκτικές ἀχτῖδες καί σεργιανοῦσαν μέ περιέργεια πάνω στούς μαυροκίτρινους τούς τοίχους... Ἡ Μάνα, θεία ἡ Νίνα κερνοῦν... "Χρόνια πολλά"· εὐχές, λίγα λόγια κι ὕστερα ἡ σιωπή, τό σκοτάδι, ἡ παγωνιά, ἡ ἀπουσία... (Αὐτή τήν ἀπουσία τήν ἔνοιωσες ἀνήμερα, κάποια Χριστούγεννα, τοῦ 1971 ἤ τοῦ 72 θαρρῶ, ὅταν σεργιανώντας τό Κάτω Χωριό πέρασες ἀπό τό ἒρειπωμένο ἀπ᾿ τό σεισμό σπίτι τοῦ μπάρμπα Γιάννη τοῦ Μπάλλα, πού εἶχε ἂπομείνει μόνο ἡ πέτρινη σκάλα κι ἕνα κομμάτι τοῦ τοίχου τοῦ ἀβέρτου μέ τό παραθύρι. Καί ξαφνικά, καθώς κοίταζες αὐτά τά ἐρείπια σοῦ ἦλθε στό νοῦ ἡ τελευταία Χριστουγεννιάτικη γιορτή πού πέρασε αὐτό τό σπίτι. Στρώθηκε κι ἐκεῖ γιορτινό τραπέζι, ἀκούστηκαν εὐχές κι ὕστερα ἦλθε ἡ μεγάλη στιγμή: νά ἐγκαταλειφτεῖ ὁ χῶρος καί νά μή ξανακουστοῦν εὐχές γιά καμμιά γιορτή... Μόνο ἡ ἀπουσία, ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ νοσταλγία νά σεργιανοῦν ἀνάμεσα στά ἐρείπια μαζί μέ τίς ἱερές σκιές τῶν προγόνων...).
Νέα ἡ σκηνή καί πάλι. Νοτισμένη μέ δάκρυα, μέ τή φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς φυγῆς, τῆς ξενιτείας. Τούτη τή φορά ὅμως σέ χρόνια σπουδῶν. Γιατί αὐτή ἡ μέρα, ἡ μέρα τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ ἦταν πάντα δεμένη ἄρρηκτα μέ τήν ἐπιστροφή στή μιζέρια τῆς ξενιτιᾶς, στήν προσαρμογή σέ νέα δεδομένα, στήν διαδικασία ἀλλαγῆς τοῦ ψυχισμοῦ, καθώς ἄφηνες τό φτωχό, πρωτόγονο καί "ξεπερασμένο" τόπο τοῦ χωριοῦ σου καί ἄνοιγες δρόμους στήν πόλη, ἔστω κι ἄν ἦταν ἐπαρχιακή πόλη.
Πάντα θά θυμᾶσαι τή σιωπηλή λιτανεία ὅλων τῶν παιδιῶν πού περίμεναν ὑπομονετικά στό Λουτράκι τό "ΚΥΚΝΟΣ", γιά νά ταξιδέψουν γιά τό Βόλο. Μέ σφιγμένη τήν ψυχή ἀφήναμε τό φτωχό μας τό χωριό, πού ἀχνόφεγγε μέσα στή νύχτα ὡσάν εἰκονοστάσι, καί κινούσαμε γιά τόν ἄλλο μας τόν προορισμό: τό Σχολεῖο, τή μάθηση.
Χωριατόπαιδα τότε ἐμεῖς προσπαθούσαμε νά
κρύψουμε τόν τόπο τῆς καταγωγῆς μας, γιατί ντρεπόμασταν... Τί κρίμα!
Γιατί μέσα μας πέρασε ἕνα μήνυμα ἐντελῶς ἄχρηστο καί παράλογο· ὅτι
δηλαδή ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἀδαεῖς, οἱ ἕλκοντες τήν καταγωγή ἀπό τόπο
πού δέν εἶχε "προοδεύσει", ἀφοῦ οὔτε φῶς εἴχαμε, οὔτε ψυγεῖο,
οὔτε τά ἄλλα ἀγαθά τῆς πόλης. (Ἀργότερα, ὅταν κατάλαβα τό σφάλμα
μου, μετάνοιωσα· ὅμως τά χρόνια εἶχαν περάσει...).
Ξαναγυρίζω ὅμως στά λεγόμενά μου.
Στο ταξίδι προσπαθούσαμε νά συμμαζέψουμε τί σκέψεις
μας, νά ὀνειρευτοῦμε ὅτι καθόμασταν δίπλα στήν παραστιά, ὅτι κοιτούσαμε
τή φωτιά πού κλάδιζε πάνω στά ξύλα κι ὅτι ξημέρωναν Χριστούγενννα,
Πρωτοχρονιά, Φῶτα... Μόνο πού τά φῶτα ἐτοῦτα τῆς προκυμαίας τοῦ Βόλου
μᾶς προσγείωναν σέ μιά σκληρή πραγματικότητα, καθώς ἐκεῖνο τό κίτρινο
φῶς, πού γινόταν πάνω μας γαλατένιο, μᾶς ἔδειχνε τό δρόμο τῆς νέας
πραγματικότητας... Παύανε τότε τά ὄνειρα κι ἡ γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ
γινόταν χρόνο τό χρόνο ἡ συνειδητοποιημένη διαχωριστική γραμμή
ἀνάμεσα στόν τρυφερό κόσμο τῆς οἰκογένειας καί στήν πειθαρχημένη
καθημερινή ὑποχρέωση...
π.
Κων. Ν.Καλλιανός
No comments:
Post a Comment