Thursday, 12 November 2015

Η επίδραση της τηλεοπτικής εικόνας


...στα παιδιά και στους νέους

της Βασιλικής Β. Παππά[1]


1.     Παράγοντες επηρεασμού της τηλεθέασης

Δεκαετίες το θέμα που απασχολεί πολλούς ειδικούς και μη είναι η παιδαγωγική σημασία και η επίδραση που ασκεί στην προσωπικότητα του ανθρώπου η σύγχρονη, τηλεοπτική εικόνα, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Η τελευταία, ενώ αρχικά είχε θεωρηθεί ως ένας παράγοντας που καθόριζε εν μέρει την κοινωνική συμπεριφορά, σήμερα θεωρείται πρωταρχικός παράγοντας διαμόρφωσης κοινωνικής αντίληψης. Πιστεύεται ότι ευθύνεται για τη μετατροπή του θεατή σε παθητικό δέκτη αλλά και για τον καθηλωμένο δείκτη νοημοσύνης και το απλανές βλέμμα των νεαρών τηλεθεατών εξαιτίας των βίαιων προγραμμάτων που παρακολουθούν[2], επειδή την εμπιστεύονται, αλλά και της ειδησεογραφίας, την οποία θεωρούν αληθή και τη δέχονται αναντίρρητα[3].
    

Ο τρόπος, που το τηλεοπτικό μήνυμα (νοηματικού, αισθητικού και συγκινησιακού χαρακτήρα) αφομοιώνεται από τον τηλεθεατή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, από το πώς δηλαδή χρησιμοποιείται η τηλεοπτική οθόνη, από το περιεχόμενο της κάθε εκπομπής, από το πνεύμα που διέπει ως δομή το συνολικό πρόγραμμα, αλλά και από τις συνθήκες παρακολούθησης, εάν δηλαδή αυτή είναι συνεχής ή διακεκομμένη, ολική ή μερική, προσεκτική ή χαλαρή, κριτική ή παθητική. Το πόσο όμως δεκτικός θα είναι ο τηλεθεατής εξαρτάται και από τον ψυχισμό του την ώρα της παρακολούθησης αλλά και από τα πολιτισμικά συστήματα αναφοράς τόσο του ίδιου όσο και της προβαλλόμενης εκπομπής. Η επίδραση συνεπώς της τηλεοπτικής εικόνας είναι προϊόν μιας πολύ σύνθετης διαδικασίας, γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί ο βαθμός συμβολής της[4]. Τα άτομα επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η μόρφωση, η οικογενειακή κατάσταση, η επαφή με την οικογένεια, η εργασία, η υγεία, η οικονομική κατάσταση[5] και οι κοινωνικές επαφές καθορίζουν τόσο τον τρόπο χρησιμοποίησής της όσο και το βαθμό επιρροής της[6].

2.     Η επιρροή της τηλεοπτικής εικόνας στα παιδιά και στους νέους

Μεγαλύτερη επιρροή ασκεί η τηλεοπτική εικόνα στην παιδική ηλικία, καθώς στην περίοδο αυτή δεν υπάρχει η αντίσταση που απορρέει από την πείρα και την αναπτυγμένη κριτική λειτουργία. Έρευνες[7] της νευροψυχολογίας έχουν αποδείξει ότι μεταξύ 2-5 χρονών συντελείται η μεγαλύτερη ανάπτυξη του εγκέφαλου, γεγονός που σημαίνει ότι τότε καλλιεργούνται και αναπτύσσονται βασικές πνευματικές λειτουργίες όπως η συγκέντρωση της προσοχής, η παρατηρητικότητα, ο συνειρμός και η ανάπλαση παραστάσεων, η φαντασία, η μνήμη, η γλώσσα, ο σχηματισμός ιδεών, οι μορφές συμπεριφοράς. Ως εκ τούτου, οι εικόνες περνούν ασυνείδητα στο υποσυνείδητο και μεταμορφώνονται σε όνειρα, σύμβολα, μύθους, για να γίνουν τελικά εμπειρία, γνώση, φαντασία και αντίληψη. Όταν ένα παιδί απορροφά λέξεις και εικόνες για ώρες, χωρίς να κάνει καμιά διανοητική προσπάθεια για να σχηματίσει τις δικές του σκέψεις και να εκφράσει τα δικά του αισθήματα, ο εγκέφαλός του καθίσταται αδρανής με συνέπειες ολέθριες για τη μετέπειτα ψυχοσωματική του εξέλιξη[8]. Ιδιαίτερα, παιδιά ηλικίας 5-6 χρόνων ταυτίζονται πιο πολύ με τους ήρωες που προβάλλονται γιατί αδυνατούν να κατανοήσουν τον πολύπλοκο κόσμο που τα περιβάλλει καθώς αδυνατούν να εκλογικεύσουν και να δώσουν εξηγήσεις για τις κρίσιμες καταστάσεις που αντιμετωπίζουν καθημερινά[9]. Δικαιολογημένα λοιπόν η M. Winn (1977), η οποία μελέτησε την ψυχολογία του παιδιού σε σχέση με την τηλεόραση, υποστηρίζει ότι η εικόνα της τηλεόρασης, σε σχέση με τα άλλα μέσα, ασκεί πολύ μεγαλύτερη επίδραση σε ένα παιδί που βρίσκεται στο στάδιο διάπλασης του χαρακτήρα του[10]. Ωστόσο, στην εφηβεία η μεγάλη έλξη που αυτή ασκεί προοδευτικά φθίνει, γεγονός που αποδίδεται στην προτίμηση των εφήβων να περνούν τις ελεύθερες ώρες τους μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον[11].

Η έρευνα της Himmelweit και των συνεργατών της το 1958, σχετικά με την επίδραση της μικρής οθόνης στα παιδιά, χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακή τόσο για τα πορίσματά της όσο και για τη μεθοδολογία της[12]. Mελέτησε 1854 παιδιά ίδιας ηλικίας (10-11 και 13-14 ετών), νοημοσύνης και κοινωνικής προέλευσης, τα οποία είχε χωρίσει σε δύο ομάδες, σε εκείνα που είχαν συσκευή στο σπίτι και σε εκείνα που δεν είχαν ούτε συσκευή ούτε κάποια πρόσβαση σε αυτήν («ομάδα ελέγχου»). Η έρευνα έδειξε ότι η επίδραση που ασκεί σ’ αυτά η τηλεόραση είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τριών παραγόντων: της φύσης του μέσου, του συγκεκριμένου περιεχομένου της επικοινωνίας και των χαρακτηριστικών των ίδιων των παιδιών. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το γενικότερο περιεχόμενο του προγράμματος, αφού όσο πιο ρεαλιστικές είναι για παράδειγμα οι σκηνές βίας, τόσο περισσότερο επενεργούν σ’ αυτά. Μεγάλο όμως ρόλο στη διάπραξη κάποιου παραπτώματος, επισημαίνει η ίδια ερευνήτρια, παίζει επίσης η ψυχοσύνθεση των παιδιών αλλά και το σύνολο των περιβαλλοντικών τους επιρροών[13].

Τα προγράμματα βίας, μολονότι δεν γεννούν επιθετική ή απροσάρμοστη συμπεριφορά, μπορεί να διευκολύνουν την εκδήλωσή της[14]. Από τη στιγμή που στα παιδιά υπάρχει αυξημένη μιμητικότητα και έλλειψη λογικής κριτικής, οι πολεμικές σκηνές τα επηρεάζουν αρνητικά και βαθμιαία αυτές θεωρούνται μέσο κοινωνικής συμπεριφοράς. Έρευνα[15] που πραγματοποιήθηκε σε σχολεία της Αθήνας έδειξε ότι οι εικόνες που προβάλλονται από τα δελτία ειδήσεων επηρεάζουν τα παιδιά πολύ περισσότερο από τα προγράμματα δράσης. Φαίνεται συνεπώς ότι οι ανήλικοι δέκτες διαχωρίζουν την πραγματικότητα από το σενάριο με αποτέλεσμα να νιώθουν μεγαλύτερη απειλή από τα γεγονότα που προβάλλονται παρά από τις σκηνοθετημένες ταινίες δράσης.


[1] Η Βασιλική Β. Παππά είναι σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού - θεολόγος, κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων από το Α.Π.Θ. με ειδίκευση στην Χριστιανική Ηθική και την Εκκλησιαστική Ιστορία.
[2] Βλ. Χ. Χαλαζία, Τηλεόραση: έγκλημα ή επανάσταση;,εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 59.
[3] Βλ. Σ. Παπαθανασόπουλου, «Τα ΜΜΕ και η διαμόρφωση της κοινής γνώμης: Η περίπτωση της τηλεοπτικής βίας», στον τόμο Δικαιοσύνη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, 1ο Νομικό Συνέδριο (2 και 3 Δεκεμβρίου 1994), Αθήνα (ρκδ. Αφοί Σάκκουλα) 1995, σ. 152. Βλ. επίσης W.Y. Elliot, Television’s Impact on American Culture, Lansing: Μichigan State University Press, 1956, σσ. 175-182.
[4] Βλ. Δ. Λεβεντάκου, «Η εξουσία της τηλεόρασης και η τηλεόραση της εξουσίας», στον τόμο Για μια δημοκρατική ραδιοτηλεόραση, (Υλικά της ανοιχτής συζήτησης που διοργάνωσε το Γραφείο Τύπου της Κ.Ε. του ΚΚΕ στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στις 20 και 21 του Μάρτη 1986), Αθήνα (Σύγχρονη Εποχή) 1986, σσ. 74-75. Βλ. επίσης Ν. Μακ Κουέϊλ, Εισαγωγή στη θεωρία της μαζικής επικοινωνίας, μετάφρ. Σ. Παπαθανασόπουλου, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1994, σ. 496.
[5] Από τις έρευνες του Gerbner καθηγητή της επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Pensylvania είναι άξια επισήμανσης δύο σημεία. Όπως αναφέρει ο Gerbner, όσο υψηλότερα εισοδήματα διαθέτει κανείς, τόσι λιγότερη τηλεόραση παρακολουθεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τηλεθεατές που προέρχονται από εισοδηματικά υψηλές τάξεις να παρακολουθούν λιγότερη τηλεόραση και να έχουν λιγότερο φόβο για την εγκληματικότητα, Το δεύτερο είναι η αταξική διάσταση της τηλεθέασης. Ο Gerbner διαπίστωσε επίσης στις μελέτες του ότι όσο περισσότερο παρακολουθεί κανείς τηλεόραση, ο φόβος του για το έγκλημα είναι λίγο πολύ ο ίδιος, ανεξάρτητα από την οικονομική του θέση. Σε αντίθεση με τις μελέτες του Gerbner, άλλες έρευνες κατέδειξαν ότι οι άνθρωποι παρακολουθούν τηλεόραση επιλεκτικά, σύμφωνα με τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά τους. Έτσι, ασκούν κριτική στον Gerbner, επισημαίνοντας ότι οι τηλεθεατές είναι περισσότερο επιλεκτικοί από όσο εκείνος και οι συνεργάτες του θεώρησαν. Αν και κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει με κανένα τρόπο τα συμπεράσματα του Gerbner, ωστόσο αποδυναμώνει την ισχύ των απόψεών του, γι’ αυτό και δεν μπορεί να εξαγάγει κανείς πιο καθολικής αξίας συμπεράσματα. Βλ. Σ. Παπαθανασόπουλου, Η δύναμη της τηλεόρασης, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1997, σσ. 354-355 και 357.
[6] Βλ. Σ. Καστόρα, Οπτικοακουστικά μέσα μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα (εκδ. Παπαζήση) 1990, σ. 75.
[7] Βλ. Ρ. Μανθούλη, Το κράτος της τηλεόρασης, Αθήνα (εκδ. Θεμέλιο) 1981, σ. 237.
[8] Βλ. Δ.Π. Ρέππα, Πρόσωπο με πρόσωπο με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1999, σ. 127.
[9] Βλ. Β.Β. Παππά, «Η μυθοπλασία της τηλεόρασης και τα πρότυπα που υποβάλλει», περ. Γρηγόριος Παλαμάς (2006), τεύχ. 812, σ. 1046.
[10] Βλ. Ε. Κουτσουβάνου, Η γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού της προσχολικής ηλικίας και η τηλεόραση, Αθήνα (εκδ. Οδυσσέας) 1991, σσ. 32 και 33.
[11] Βλ. Ζ. Καζνέβ, Κοινωνιολογία της Ραδιοτηλεόρασης, μετάφρ. Κ. Ζαρούκα, συλλογή «Τι ξέρω; Η πυξίδα των σύγχρονων γνώσεων», Αριθ. 113, Αθήναι (εκδ. Ζαχαρόπουλου) 1968, σ. 86.
[12] Βλ. Μ. Σεραφετινίδου, Κοινωνιολογία των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ο ρόλος των μέσων στην αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού, Αθήνα (εκδ. Gutenberg) 1991, s. 339.
[13] Βλ. Μ. Σεραφετινίδου, ό.π., σ. 340.
[14] Βλ. Μ. Σεραφετινίδου, ό.π., σσ. 339 και 340.
[15] Βλ. Ν. Κυριακίδη, «Παιδί και τηλεόραση», Εφημ. Μακεδονία-Επιλογές (2000), τεύχ. 209, σ. 120.

No comments: