Οἱ παλιὲς, λησμονημένες σήμερα, καλιάγριες στὸ
Παλιὸ τὸ Κλῆμα
Ἱερὸ Μνημόσυνο Γεωργίου καὶ Οὐρανίας Τσουκαλᾶ
Κάπου ἐκεῖ στὸ Ρέμα, στὸ χαντάκι, δηλαδή, ποὺ χώριζε τὸ Πάνω ἀπὸ τὸ Κάτω Χωριό,
βρίσκονταν οἱ παλιὲς καλιάγριες, τὰ πρωτόγονα, χειροκίνητα ἐλαιοτριβεῖα τοῦ
χωριοῦ μας Κλῆμα, ποὺ σήμερα σκιάζουν τὸν ἐπισκέπτη ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ καὶ τὴν
περιφρόνηση. Γιατὶ κάποτε σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρείπια ὑπῆρχαν ἐργαστήρια ὀργανωμένα καὶ
ζωντανά, ἐργαστήρια παραγωγῆς τοῦ λαδιοῦ γιὰ τοὺς νοικοκυραίους. Βλέπεις, τὸ λάδι ὅσο καὶ τὸ κρασὶ ἦταν ἀπὸ τὰ κορυφαῖα
προϊόντα αὐτοῦ τοῦ τόπου, ποὺ στέριωναν τὴν οἰκονομία του καὶ παράλληλα ἀπασχολοῦσαν
τόσες καὶ τόσες ψυχές.
Αὐτὰ ἐδῶ καὶ μισὸ ἤ καὶ παραπάνω αἰῶνα. Τότε, δηλαδή,
ποὺ δὲν εἴχαμε στὸ χωριὸ ἠλεκτρικό καὶ τὸ νερὸ οἱ περισσότεροι τὸ φέρνανε στὸν ὤμο
μὲ τὴ λαΐνα ἀπὸ τὴ βρύση στὸ σπίτι. Γιὰ νὰ χρησιμοποιηθεῖ μὲ τὴν ὅποια οἰκονομία
καὶ φειδώ, ὄχι ὅπως σήμερα, ὅπου ἡ ἄκρατη κατανάλωση ἔχει ἰσοπεδώσει τὰ πάντα.
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, ἦταν ποὺ οἱ καλιάγριες στὸ Ρέμα
δούλευαν μέρα-νύχτα, γιατὶ τὸ μαξούλι ἦταν πολύ, ἡ διαδικασία πάλι νὰ βγοῦν τὰ «στάματα» ἦταν κοπιώδης καὶ
χρονοβόρα, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ βάρδιες ἀκολουθοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Ξενύχτια καὶ
κοπιαστικὰ, βροχερά, νυσταγμένα πρωϊνὰ ἀκολουθοῦσαν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο κι ἡ φωτιὰ
στὴν μεγάλη παραστιὰ τῆς καλιάγριας, γιὰ
τὸ θερμὸ, τὸ ζεστὸ δηλ. νερὸ ποὺ θὰ ἔλουζε τὰ τσουπιὰ στὴ «μηχανή» δὲν ἔσβυνε,
μερόνυχτα. Φορτώματα τὰ πευκίτικα καὶ τὰ ἄλλα ξύλα ἀνακατωμένα μὲ πυρίνα, καίγονταν
στὴ μεγάλη τὴ θράκα, ὅπου καὶ καψαλίζονταν οἱ περίφημες οἱ «ζοῦπες», οἱ μεγάλες
δηλαδὴ φέτες τὸ ψωμί, ποὺ στὴ συνέχεια τὶς βουτοῦσαν στὸ φρέσκο τὸ λάδι κι ἦταν
σωστὸ παντεσπάνι νὰ τὶς γεύεσαι.
Κι ἀνάδινε ὁ τόπος ἐκεῖνες τὶς μέρες τὴν εὐωδιὰ τοῦ
φρέσκου λαδιοῦ, ἀναμιγμένη μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς ρετσίνας ποὺ ἄφηναν τὰ καμμένα
πευκίτικα ξύλα ἀλλὰ καὶ τοῦ κομμένου πορτοκαλιοῦ τὴν ἀνάσα. Γιατὶ ἐκεῖ γύρω ὁ
τόπος ἦταν γεμᾶτος πορτοκαλιές καὶ λεμονόδεντρα.
Ἄκουγες, λοιπόν, μέσα στὸ βαθὺ τὸ πρωϊνό ἤ τὸ ἀπόβραδο
ν᾿ ἀνεβαίνουν τὰ μουλάρια φορτωμένα τὸ νιὸ τὸ λάδι, σὲ προβιὲς μέσα βαλμένο -ποῦ νὰ βρεθοῦν δοχεῖα
τότε- καὶ ν᾿ ἀκούγονται τὰ ἀραιὰ τὰ βήματα νὰ κροταλίζουν πάνω στὸ νοτισμένο τὸ
καλτερήμι.
-Καλουφάγουτου, ἦταν ἡ εὐχή. Κι τ᾿ χρόν᾿ πλιότιρου.
Μόνο ποὺ φτάσανε δύστυχα χρόνια. Καὶ δὲ φτάνει ποὺ
ρήμαξαν οἱ καλιάγριες, ἀλλὰ καὶ τὰ δέντρα κουράστηκαν νὰ δίνουν ἐκεῖνο τὸν
μαυροπράσινο καρπὸ. Ἀπόστασαν καὶ τὰ μουλάρια κι ἀπόμεινε μονάχα ἠ μνήμη νὰ
σεργιανᾶ, μέρες ποὺ εἶναι ἀνάμεσα σὲ ἐρείπια καὶ σὲ σοκάκια ἀδειανά. Ἀναζητώντας.
Τὶ ἄλλο; Μονάχα τὸ ἀρχαῖο κάλλος ἐκείνου τοῦ χωριοῦ.
π. Κ.Ν. Καλιανός
Νοέμβριος 2015
(Ἡ
φωτογραφία εἶναι τῶν μέσων τῆς
δεκαετίας τοῦ 1970. Σήμερα τίποτε δὲν
σώζεται ἀπὸ τὰ ὅσα εἰκονίζονται. Εἰς
τιμὴν καὶ μνήμην, λοιπόν...).
No comments:
Post a Comment