«Ἴδε,
Χριστέ, τὴν θλίψιν τῆς καρδίας... ἴδε μου τὴν ἐπιστροφήν...»
Ναί, τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ ἡ ἱερὰ παραβολὴ (βλ. Λκ. 15,
11-32) ἀναγνώστηκε χθές, Κυριακή.
Μὲ τὸ εἰδικὸ βάρος ποὺ φέρει ἡ ἐν λόγῳ παραβολή. Ἡ τοῦ φιλεύσπλαχνου Πατέρα
κορυφαία παραβολή, ποὺ χαρίζει στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε πιστοῦ τὴν ἱερὴ συγκίνηση, ποὺ ἡ εὐγνωμοσύνη προκαλεῖ. Γιατὶ ὅταν ἀπέναντί σου ἔχεις ἕναν πατέρα ποὺ συγχωρεῖ καὶ ἀγκαλιάζει τὸν ἐπιστρέφοντα ἀπὸ τὴν ἐξορία -τὴν ὅποια ἐξορία- ἄσπλαχνο καὶ ἐπιπόλαιο γιό, τότε
καταλαβαίνεις πόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε καὶ μαζί του, σὲ ἐξέχουσα θέση, τὸν ἄνθρωπο: τὴν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων
Του (βλ. Ἰω. 3, 16).
Μιὰ ἐπιστροφή, λοιπόν, ἔρχεται ἡ παραβολὴ αὐτὴ νὰ θυμίσει. Κι ὄχι μονάχα αὐτό, ἀλλὰ καὶ νὰ πιστοποιήσει ὅτι τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ τὴν συνοδεύει μιὰ τρυφερή, γνήσια
καὶ εἰλικρινὴς ἀγκαλιά. Ὅμως, ποιὲς εἶναι οἱ βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες ἑδράζονται αὐτὲς οἱ δύο συμπεριφορές;
Πῶς ξεκινοῦν, πότε συμβαίνουν
καὶ γιατὶ ἀκτινοβολοῦν αὐτὴν τὴν τόσο γνήσια
διδαχή;
Ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν αὐτοεξορία του. «Εἰς χώραν μακρὰν καὶ ζῶν ἀσώτως», ἀναχωρεῖ ὁ κάθε ἀγνώμων υἱός, ἀφοῦ προηγουμένως λάβει ἀπὸ τὴν πατρικὴ περιουσία ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Γιὰ νὰ τὸ σπαταλήσει κι ὄχι νὰ τὸ ἀξιοποιήσει.
Κι ὄμως ὁ Πατέρας ὁ ἔντιμος, ὁ φιλάνθρωπος, ὁ φιλόπονος, ὁ δίκαιος ξέρει τὴν κατάληξη. Ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ πλανεμένου του
παιδιοῦ. Καὶ περιμένει... Γιατὶ ὁ καλὸς γονιὸς πάντα ἔχει ὑπομονή. Τὸ ἀντίθετο δηλαδή, ἀπὸ τὸν βιαστικὸ καί ἐπιπόλαιο γιό, ποὺ νομίζει ὅτι θὰ χαρεῖ τὴ ζωή του ἄν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἐποπτεία. Ὅμως, «χαλινοὺς ἀποπτύσας τοὺς πατρικοὺς ἀστάτῳ φρενί, τοὶς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας λογισμοῖς συνέζησε, ὅλον του τὸν βίον δαπανήσας ἀσώτως...», φθάνει
στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τοῦ βίου του: Νὰ συνέλθει, νὰ μετανοήσει, νὰ ἔλθει εἰς ἑαυτόν (Λκ. 15,
17). Ἀπὸ κεὶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη πορεία, μέ
φυσικὴ κατάληξη τὴν ἐπιστροφή του στὸ πατρικό του τὸ σπίτι. Στὴ σιγουριὰ δηλαδή, τῆς πατρικῆς στοργῆς καὶ μακροθυμίας. Ἤ πιὸ ἁπλᾶ στὸν πολύτιμο χῶρο τοῦ φωτεινοῦ Του Νυμφῶνος.
«Τί γὰρ ζητεῖ ὁ Θεὸς παρὰ σοῦ, ἀδελφέ, πλὴν τῆς σῆς σωτηρίας; Ἐὰν δὲ σὺ ἀμελῇς, μὴ βουλόμενος σωθῆναι, καὶ τὰς εὐθείας ὁδοὺς τοῦ Θεοῦ μὴ βαδίζῃς, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ θελήσῃς ἐπιτελεῖν, σεαυτὸν ἀποκτενεῖς καὶ σεαυτὸν ἐκβαλεῖς τοῦ οὐρανίου νυμφῶνος. Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ μόνος ἀναμάρτητος, τοῦ ἑαυτοῦ μονογενοῦς διὰ σὲ οὐκ ἐφείσατο· αὐτὸς δέ, ὦ ἄθλιε, σεαυτὸν οὐκ ἐλεεῖς; Νῆψον οὖν τοῦ ὕπνου σου ὀλίγον, ὦ εὐτελές. Ἄνοιξον τὸ στόμα σου· παρακάλεσον αὐτόν. Δεήθητι συνεχῶς, δάκρυσον διηνεκῶς, φεῦγε τὴν χαυνότητα. Ἀγάπα πρᾳότητα, πόθησον ἐγκράτειαν, ἄσκησον ἡσυχίαν, μελέτα ψαλμῳδίαν. Ἀγάπησον τὸν Θεὸν ἐξ ὅλης σου τῆς ψυχῆς καθώς σε ἠγάπησε. Γενοῦ ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐνοικήσει ἐν σοὶ ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος...» (Ὅ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος).
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment