Τὸ φθινόπωρο καὶ ὁ χειμώνας εἶναι ἐποχὲς περισυλλογῆς καὶ νοσταλγίας. Κάτι
ποὺ ξαποσταίνει τὸν ἄνθρωπο καί,
μάλιστα, τὸν ἡλικιωμένο, ποὺ στὴ ρέμβη του -ἰδίως τὰ λυρικὰ ἐκείνα ἀπόβραδα-ξαναγυρίζει.
Ξαναγυρίζει σὲ καιροὺς καὶ γεγονότα ποὺ ἔζησε, λὲς καὶ τὰ ἐπισκέπτεται μὲ σκοπό νὰ τὰ ξαναζήσει. Ὅμως κάτι τέτοιο εἶναι φυσικὰ ἀδύνατο, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀδύνατο, ἴσαμε τότε ποὺ θὰ σφαλίσει τὰ μάτια καὶ θ᾿ ἀναχωρήσει,
παίρνοντας μαζί του εἰκόνες καὶ πρόσωπα: ἄυλα ὅλα, ὅμως τόσο χρήσιμα, ὅσο ζεῖ, γιὰ νὰ τὸν συντροφεύουν.
Ἀπὸ τὶς εἰκόνες, λοιπόν, τοῦ χτὲς ποὺ τόσο συγκινοῦν καὶ συνάμα εἰρηνεύουν τὴν ψυχὴ μὲ τὴν κατάνυξη ποὺ ἀφήνουν, εἶναι καὶ κι ἐκεῖνες ποὺ ἔζησα στὴ παλιά μας τὴν ἐκκλησιά. Εἰκόνες ἀπὸ πανηγύρεις, ἀπὸ Γιορτές, ἀπὸ κηδεῖες, γάμους, μνημόσυνα
κ.ἄ. γεγονότα, ὅπως ἦταν τὸ στόλισμα τοῦ Ἐπιταφίου, τὸ ἄναμα τῶν καντηλιῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ «σάρωμα» τοῦ ναοῦ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Ναί, δὲ λησμονιοῦνται εὔκολα αὐτὲς οἱ εἰκόνες, ποὺ ἡ κάθε μιὰ εἶχε τὸ δικό της τὸ χρωματισμό, τὸ ἰδιαίτερό της πλαίσιο
μέσα τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε πιὰ γίνει ἕνα ἰδιότυπο κάδρο στὴ μνημειακὴ συλλογή.
Πολλές, εἶναι ἀλήθεια, εἰκόνες σωρεύονται αὐτὲς τὶς στιγμές. Ὅμως ἡ πιὸ βαθειά, ἡ πιὸ νοσταλγικὴ καὶ συνάμα πιὸ ἱερὴ εἶναι ἐκείνη τῆς χειμωνιάτικης
Κυριακῆς, ὅταν συνέπιπτε νὰ ὑπάρχει καὶ μνημόσυνο μαζὶ μὲ τὴ Θ. Λειτουργία. Ἐντυπωσίαζε,
λοιπόν, τὴν παιδικὴ ψυχὴ ἐκείνη ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα, ὅταν γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι, ποὺ βρίσκονταν στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, μαζεύονταν ὅλοι οἱ συγγενεῖς μὲ κεριὰ ἀναμμένα στὰ χέρια τους -τὴ γνωστὴ «κηροκρατία». Κι ἔμοιαζε ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα νὰ εἶναι μέσα στὸ μισοφωτισμέο ναό,
τόσο ἀπόκοσμη, διόλου ἀποκρουστική, τόσο
συγκινητική, ποὺ τὴν κρατάει ἡ ψυχὴ ἀκόμα, ὡς μιὰ παραδείσια πινελιὰ μέσα στὴν ὁλη ἀσχήμια ποὺ μᾶς πολιορκεῖ.
Εἰκόνες, λοιπόν, μακάρι
νὰ μποροῦσαν ὅμως οἱ λέξεις νὰ τὶς φανερώσουν στὰ μάτια μας ὅπως ἦταν. Γιατὶ πάντα κάτι λείπει
ἀπὸ τὸ λόγο ποὺ τὶς φτωχαίνει,
δυστυχῶς.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment