Wednesday, 29 April 2020

Λόρδος Μπάϊρον


Θυσία στην ελευθερία της Ελλάδος
Προσωπικότητες για το 1821


Στις 19 Απριλίου 1824, Δευτέρα ημέρα του Πάσχα, ο μέγας φιλέλληνας Άγγλος λόρδος και ποιητής Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον (Βύρωνα τον λέμε οι Έλληνες) απεβίωσε στο επαναστατημένο και πολιορκημένο  Μεσολόγγι, μετά από σύντομη ασθένεια, πιθανόν πνευμονία. Είχε γεννηθεί στο Λονδίνο το 1788 και το 1809 κατέλαβε τη θέση του στη Βουλή των Λόρδων.
           
Ο Μπάϊρον δεν επαναπαύθηκε στην ευγενή καταγωγή του. ΄Εγινε μεγάλος ποιητής. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην εξαιρετική «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», που έγραψε, τονίζει ότι από την πολυτάραχη ζωή του πιο σημαντικό και πιο ενδιαφέρον είναι το ποιητικό του έργο. Γράφει σχετικά: «Δεν ήταν, βέβαια, ομόφωνη η αναγνώριση της υψηλής αξίας των ποιητικών έργων του Μπάϊρον από τους μεγάλους του ΙΘ΄ αιώνα. Αλλά το γεγονός ότι πνεύματα, σαν τον Γκαίτε, τον Ντοστογιέφσκι και τον Νίτσε θαύμασαν τον Μπάιρον ως ποιητή, πρέπει νάχει και για μας, σήμερα, κάποια σημασία και πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα εκείνοι, που στον αιώνα μας υποτιμούν ή προσπερνούν -μ’ ένα αίσθημα ανωτερότητας, που μπορεί να κριθεί κάποτε γελοίο- το ποιητικό έργο του Μπάιρον».
           
Αυτός ο μέγας και ευγενούς καταγωγής (η μητέρα του καταγόταν από την βασιλική οικογένεια των Στιούαρτ) Άγγλος ποιητής ήρθε στη Ελλάδα το 1810, για να θαυμάσει τον αρχαίο πολιτισμό της και αγάπησε τους σύγχρονούς του Έλληνες. Με το Β΄ Άσμα του επικολυρικού «Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ» έδειξε την αγανάκτησή του που οι σκλαβωμένοι Έλληνες δε μπόρεσαν να προστατεύσουν τα μνημεία τους από τον βάρβαρο «Σκωτσέζο» ( τον σημειώνει έτσι ο ίδιος ο Μπάϊρον) Έλγκιν και την πεποίθησή του ότι ο Ελληνισμός θα ξεσηκωθεί και θα ξαναπάρει τη θέση που του πρέπει ανάμεσα στους πολιτισμένους χριστιανικούς λαούς της Γης.

Το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα ξεκινά τον Αύγουστο του 1823 από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη και στις 5 Ιανουαρίου 1824 φτάνει στο Μεσολόγγι, όπου και μετά από εκατό ημέρες αποθνήσκει, σε ηλικία 36 ετών. Ο Μπάϊρον τη δεύτερη φορά δεν ήρθε στην Ελλάδα από έναν ρομαντισμό, αλλά για να υπηρετήσει τους Έλληνες και την υπόθεση ελευθερίας τους. Ο φίλος του Πιέτρο Γκάμπα, άλλος φιλέλληνας ήρωας του 1821, που τον συνόδευσε στην Ελλάδα έγραψε και μας το μεταφέρει ο Παν. Κανελλόπουλος: «Συχνά επανελάμβανε  ο Μπάϊρον ότι ουδέποτε θα μετέβαλε την απόφαση οπού είχε, όπως περατώσει τη ζωή του στην Ελλάδα, εκτός αν αυτοί οι Έλληνες ήθελον τον εξορίσει από της χώρας των. “Εάν η Ελλάς υποκύψει” ανεφώνει “θα ταφώ και εγώ υπό τα ερείπιά της”...». Αυτή την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του εκτίμησαν οι Έλληνες στον Μπάϊρον, τον έκαναν τον δικό τους «Βύρωνα» και τον αγάπησαν περισσότερο από κάθε άλλον φιλέλληνα.

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ

Διδαχή 1η προς τους Έλληνες για τη διχόνοια. Ο Μπάϊρον απευθυνόμενος στα δύο σώματα του Ελληνικού Έθνους, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό προσπαθεί να τους φιλοτιμήσει και να τους ενώσει: Επιτρέψτε μου να προσθέσω μια για πάντα ότι επιθυμώ το καλό της Ελλάδος και τίποτε άλλο. Αλλά δεν συγκατατίθεμαι και δεν θα συγκατατεθώ ποτέ να εξαπατηθούν το αγγλικό κοινό σχετικά με την πραγματική κατάσταση των Ελληνικών υποθέσεων. Τα υπόλοιπα, κύριοι, εξαρτώνται από εσάς. Επολεμήσατε ένδοξα, φερθήτε επίσης έντιμα προς τους συμπατριώτες σας και προς τον κόσμο και τότε ποτέ πια δεν θα λεχθεί... ότι ο Φιλοποίμην ήταν ο έσχατος των Ελλήνων...» (Σημ. Ο εκ Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας Φιλοποίμην (253 – 183)  ήταν γενναιότατος στρατηγός, έζησε κατά τα έτη της επέκτασης της Ρώμης και έδωσε μάχες για την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ο Πολύβιος τον ονόμασε «τελευταίο των Ελλήνων», προβλέψας ότι μετά από αυτόν δεν θα υπάρξει άλλος Έλληνας στρατηγός, που θα μπορέσει να αντισταθεί στην ισχύ της Ρώμης).

Διδαχή 2η προς τους Έλληνες κατά της διχόνοιας. Σε επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο γράφει ο Μπάιρον: «Λυπούμαι πάρα πολύ ακούγοντας ότι εξακολουθούν ακόμα οι εσωτερικές διχόνοιες στην Ελλάδα και μάλιστα σε μια στιγμή, που θα μπορούσε να νικήσει παντού, όπως νίκησε ήδη σε αρκετά μέρη. Η Ελλάς βρίσκεται μπροστά σε τρεις δυνατότητες, ή να να ανακτήσει την ελευθερία, ή να γίνει υποτελής των Ευρωπαίων ηγεμόνων ή να καταντήσει πάλι μια τουρκική επαρχία. Δεν έχει να διαλέξει παρά ένα από τα τρία. Αλλά, νομίζω, ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο δρόμος, που οδηγεί στα δύο τελευταία... Αν η Ελλάς θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη και ανεξάρτητη, πρέπει να το αποφασίσει τώρα, γιατί δεν θάχει πια ευκαιρία...».


Ο Μπάιρον κατά του Έλγκιν. Ο Μπάϊρον ήταν πολύ αυστηρός προς τον Έλγκιν. Στο ποίημά του «Η κατάρα της Αθηνάς» τον χαρακτηρίζει χειρότερο του βαρβάρου Αλαρίχου. Λέγει η θεά Αθηνά: «Από του Τούρκου τη μανία γλύτωσα και του Βανδάλου, μα η χώρα σου  έναν κλέφτη μου έχει στείλει πιο μεγάλο. Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη... Ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει με το δίκιο του πολέμου, μα ο Ελγίνος για να κλέψει όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ήτανε από ό,τι εκείνος είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί τόκανε ο Ελγίνος;...».

Το τέλος της ζωής του Μπάϊρον και η Ελλάδα. Για το τέλος της ζωής του Μπάϊρον ο Γκάμπα, που ήταν συνέχεια κοντά του, έγραψε ότι είπε: «Έδωσα στην Ελλάδα τον χρόνο μου, την περιουσία μου, την υγεία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου - τι θα μπορούσα περισσότερο να δώσω;».

Από τον επικήδειο λόγο στον Λόρδο Μπάϊρον του Σπυρίδωνος Τρικούπη. «Πλασμένος από την φύσιν δια να υπερασπίζεται πάντοτε τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπου και αν τα έβλεπε καταπατημένα... είδε τον εξαχρειωμένον, αλυσοδεμένον άνθρωπον της Ελλάδος να αποφασίση και να επιχειρισθή να συντρίψη ταις φρικταίς άλυσαίς του, και τα συντρίμματα των αλύσων του να κάμη κοφτερά σπαθιά δια να ξαναποχτήση με την βίαν ό,τι του άρπαξεν η βία, είδε και άφησεν όλαις ταις πνευματικαίς και σωματικαίς απόλαυσαις της Ευρώπης και ήλθε να κακοπαθήση και να ταλαιπωρηθή μαζί μας, συναγωνιζόμενος όχι μόνον με τον πλούτον του, τον οποίον δεν ελυπήθηκεν, όχι μόνον με την γνώσιν του, της οποίας μας έδωκεν σωτηριώδη σημεία, αλλά και με το σπαθί του ακονισμένον εναντίον της τυραννίας και της βαρβαρότητος. Ήλθεν εις ένα λόγον κατά την μαρτυρίαν των οικιακών του, με απόφασιν να αποθάνη εις την Ελλάδα και δια την Ελλάδα. Πώς λοιπόν να μη συντριβή όλων μας η καρδία δια την στέρησιν ενός τέτοιου ανδρός; Πώς να μη κλαύσωμεν την στέρησίν του ως γενικήν στέρησιν όλου του Ελληνικού Γένους;». (Ο επικήδειος λόγος εξεφωνήθη ενώπιον του νεκρού λόρδου Μπάϊρον την 11/23 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι. Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Λόρδου Μπάϋρον Επιστολές από την Ελλάδα, 1809-1811 & 1823-1824». Έκδοση «Ιδεόγραμμα». Επιμέλεια - εισαγωγή και σχόλια του Leslie A. Marchand, μετάφραση Δημ. Κούρτοβικ. Σελ. 271-275).

Από τη Μυθιστορηματική Βιογραφία του Αντρέ Μωρουά, της Γαλλικής Ακαδημίας, «Λόρδος Βύρων». «Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι, αν ο Βύρων δεν ενίσχυε την ελληνική υπόθεση με το όνομά του και με τον θάνατό του, η αγγλική κοινή γνώμη, αναμφισβήτητα, δεν θα είχε υποστηρίξει τον Κάνινγκ. Στο Μεσολόγγι, που αποτελεί σήμερα μια μικρή πόλη υγιεινή και ευτυχισμένη, οι Έλληνες έχουν φτιάξει τον Κήπο των Ηρώων. Μέσα σ’ αυτόν, μια στήλη φέρει το όνομα του Βύρωνος, μαζί με του Μάρκου Μπότσαρη, του Καψάλη και του Τζαβέλλα. Οι ψαράδες που ζουν ακόμα, στο παράξενο αυτό βασίλειο του νερού και της άρμης, σε καλύβες πλεγμένες με καλάμια, γνωρίζουν το όνομα του Βύρωνος. Δεν ξέρουν πως ήταν ποιητής μα, αν κανείς τους ρωτήσει γι’ αυτόν, απαντούν: “Ήταν ένας γενναίος άντρας, που ήρθε να πεθάνει για την Ελλάδα, επειδή αγαπούσε την ελευθερία”». (Το βιβλίο μεταφράστηκε από τον Βασ. Αρ. Παπαδόπουλο και κυκλοφορήθηκε το 1955 από την «Μορφωτική Εταιρία» σε δύο τόμους. Το απόσπασμα είναι στον Β΄ Τόμο και στη σελίδα 196).

Από τον λόγο του Ακαδημαϊκού Σίμου Μενάρδου για τον Μπάϊρον. «...Τίποτε, ούτε η προκήρυξις του Μαυροκορδάτου, ούτε ο επικήδειος του Τρικούπη, ούτε το μεταγενέστερον διάταγμα του προέδρου Γεωργίου Κουντουριώτη καθ’ ό “το έθνος οφείλει να τον ονομάζη πατέρα και ευεργέτην” και όπερ ώριζε την 5/17 Μαΐου (1824) δεήσεις, καθ’ όλας τας εκκλησίας της ελληνικής επικρατείας και πυροβολισμούς παντός φρουρίου, παντός πλοίου, παντός τουφεκιού, τίποτε δεν ηδύνατο να εκφράση τον ψυχικόν σεισμόν, όστις εκλόνισε το έθνος, την οδύνην των Μεσολογγιτών...» (Ο κυπριακής καταγωγής και σημαντικός φιλόλογος ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος εξεφώνησε τον λόγο στην μεγάλη αίθουσα της Ακαδημίας των Αθηνών στις 17 Απριλίου 1924, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από τον θάνατο του μεγάλου φιλέλληνος άγγλου ποιητή). 

Οι Έλληνες ποιητές υμνούν τον Μπάϊρον. Ο Σολωμός: «Λευθεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί τώρα σίμωσε και κλάψει εις του Μπάϊρον το κορμί... Άκου Μπάιρον, πόσον θρήνον κάνει ενώ σε χαιρετά η Πατρίδα των Ελλήνων, κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά». Ο Κάλβος: «Ω Βύρων! Ω θεσπέσιον πνεύμα των Βρετανίδων, τέκνον Μουσών και φίλε άμοιρε της Ελλάδος, καλλιστεφάνου». Ο Παλαμάς: «Δεν ήρθες με του τραγουδιού σου τον ωραίο θυμό, ήρθες την ίδια σου τη ζωή στης ιερής θυσίας να φέρεις το βωμό, κι αν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσσίας».

Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Tuesday, 28 April 2020

Πασχαλινή χαρά μέσα σε θλιβερή πανδημία


Ήταν γύρω στο Πάσχα στην Αλεξάνδρεια του 262. Έχει ξεσπάσει εμφύλια διαμάχη και πείνα και στο κατόπιν έπεσε πανούκλα που τσάκισε την πόλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες γιόρτασαν οι Χριστιανοί το Πάσχα (αυτή είναι η γιορτή κι η πανήγυρη που μνημονεύεται στο παρακάτω κείμενο). Γράφει ο Διονύσιος, επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Αλεξάνδρειας, για εκείνη την περίσταση[1]:


«Για τους μεν άλλους ανθρώπους,  οι παρούσες καταστάσεις δεν θα φαινόντουσαν κατάλληλος καιρός για πανήγυρη. Κι όντως γι’ αυτούς, ούτε αυτός ούτε άλλος καιρός είναι κατάλληλος· ούτε οι θλιβερές στιγμές αλλ’ ούτε και καμιά από εκείνες που θεωρούν ιδιαιτέρως χαρούμενες. Τώρα, πραγματικά, όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, κι αντιλαλούν στην πόλη ολόκληρη γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει μα και πεθαίνουν καθημερινά.

Γιατί, όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος. Και μακάρι να ήταν μόνον αυτά!

Γιατί ήδη πολλά και φοβερά έχουν συμβεί. Πρώτα, μας έδιωξαν και, παρόλο που απομείναμε μόνοι κι αποδιωγμένοι, σε θάνατο καταδικασμένοι από όλους, ακόμα και τότε κρατήσαμε τη γιορτή. Κι ο κάθε τόπος της θλίψης καθενός, μάς έγινε τόπος πανηγύρεως: οι αγροί, η έρημος, το καράβι, το πανδοχείο, η φυλακή. Αλλά την πιο λαμπρή απ' όλες τις εορτές τη γιόρτασαν οι τέλειοι μάρτυρες, απολαμβάνοντάς τη στον ουρανό.

Μετά ακολούθησε ο πόλεμος κι η πείνα... Και μόλις πήραμε μια μικρή ανάσα, όρμησε κι αυτή η αρρώστια...

Οι περισσότεροι λοιπόν από τα αδέρφια μας, από υπερβολική κι αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς να νοιάζονται για τον εαυτό τους, άφοβα έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο τον θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Και το λαϊκό ρητό, που πάντα μοιάζει με απλή φιλοφρόνηση, το έκαναν πραγματικότητα, κάνοντας την αναχώρησή τους εξαγνιστήριο υποκατάστατο για τους άλλους περίψημα.

Οι καλύτεροι λοιπόν από τους αδερφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και πίστης ισχυρής, καθόλου κατώτερο να μη μοιάζει από το μαρτύριο.

Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των αγίων και τα έπαιρναν στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τους κουβαλούσαν στους ώμους τους, και τους μετέφεραν έξω, τους αγκάλιαζαν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στον θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως.

Οι εθνικοί όμως έκαναν τα τελείως αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τούς έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τη διάδοση και το άγγιγμα του θανάτου, πράγμα διόλου εύκολο να αποφύγουν, παρά τις πολλές προφυλάξεις τους».

(Ευχαριστούμε τον κ. Σπύρο Γιανναρά, που μας ανέδειξε το παραπάνω κείμενο, σε μετάφραση του θεολόγου Ηλία Μαλεβίτη).



[1]Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ΄, 22.2-10.

Monday, 27 April 2020

«Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν...»


Στν π. Νικόλαο παπα-Γεωργίου Σταματ, φημέριο το Μητροπολιτικο ναο τς γείτονος νήσου Σκιάθου, εγνωμοσύνης τεκμήριο γι τν φορμή, στε ν γραφον τ παρακάτω[1].


π τς χαρισματικς εαγγελικς περικοπς πο διαβάζονται τν Διακαινίσιμο βδομάδα εναι κι ατή, πο τν παναλάβανουμε ς τ πέμπτο ωθιν κατ τς Κυριακς το τήσιου κκλησιαστικο κύκλου. Εναι δ γνωστ σ λους μας εαγγελικ περικοπή, πο μς διηγεται τν πρς μμαος πορεία  τν Μαθητν το Κυρίου κα μς τ διασώζει, μ τόσο λεπτ κα λυρικ χρώματα, Εαγγελιστς Λουκς στ τελευταο κεφάλαιο το Εαγγελίου Του, το εκοστο τέταρτου.

ναφέρεται, λοιπόν, πς ο δύο Μαθητς το Κυρίου, Κλεώπας κα Λουκς, βάδιζαν μέσα στ νοιξιάτικο πόβραδο γι τν πολίχνη μμαούς, πότε κι μφανίζεται μπροστά τους ναστημένος ησος. Πο δν τν γνώρισαν, φο φανερώθηκε «ν τέρ μορφ» (Μρκ. 16, 12) μως διάλογος κα τν τριν, μέχρι ν φτάσουν στν προορισμό τους, ταν «περ ησο το Ναζωραίου ς γέννετο νρ προφήτης...» (Λκ. 24, 19).

Κι ταν πιτέλους φτάνουν στν πολίχνη κι χει πι νυχτώσει, τότε παρακαλον τν ξένο: «Μενον μεθ’ μν τι πρς σπέραν στι κα κέκλικεν μέρα» (Λκ. 24, 29).

Φράση κλειδί, δηλαδή, γι κάθε ψυχή, πο τν χει νάγκη ν τ συντροφέψει μέσα στν παγωνι τν πικρν μερν, πο διανύουμε.

Κι να εναι σίγουρο: Πς παρουσία Του φωτίζει, χι μονάχα τ μοναξιά μας, λλ κα τς σκοτεινς σπηλιές τς ψυχς μας, μέσα στς ποες πηγαινοέρχονται πόγνωση κι κατάθλιψη, σν τ σαρκοφάγα θηρία, πο μς λιανίζουν τ εναι. τσι τ κετευτικό «Μενον...», γίνεται τ μοναδικ ντίδοτο, τ ποο θεραπεύει, ναζωογονε, χαριτώνει κα μς  γεμίζει  μ τ ξυγόνο το Θεο. Τ ζωηρόν, τ θεο.    

π. Κ.Ν. Καλλιανός


[1] φορμ γι ν γραφε τ παραπάνω κείμενο, ποτέλεσε ποστολ π μέρους το πολυαγαπητο π. Νικολάου. Γ. Σταματ το θαυμάσιου κα φωτεινο του ργου «Πρς μμαούς», πο παρουσιάζω. Πρόκειται, πως καταλαβαίνει ναγνώστης μου, γι ναν πέροχο ζωγραφικό του πίνακα, τν ποο δημιούργησε τς μέρες το «γκλείστου βίου» μας λόγω το ο, ποος μς «πισκέφτηκε» προσφάτως. τσι, μέσα στ πένθιμο κλίμα τς Μ. Σαρακοστς, π. Νικόλαος μ φιλαδελφία κα γάπη μς χάρισε ατν τν μοναδικ πίνακα, γι ν μς θυμίσει, πς εναι δη νοιξη, πς ρχεται νάσταση Χριστο πότε «δετε εωχηθμεν». κόμη μς συμβουλέυει ν κατορθώσουμε ν μεταγγίσουμε μέσα μας λα τ γαθ τς ασιοδοξίας, τς ερήνης Του κα τς φιλανθρωπίας Του. Νομίζω δ τι ατς πίνακας ρχεται σ ατος τος σκοτεινος καιρος πο ζομε ν μς χαρίσει τν μορφι τς νοίξεως κα τν ελογία το ναστάντος, πο τόσο μορφα, τρυφερά ποιητικ κα λυρικ ποτυπώνεται, μ πλθος χρωμάτων κα εκόνων, στε ν μς ναψύξει πνευματικά. Τν εγνωμονομε, λοιπόν, γι τν ελογημένη του ατ χειραψία.