Στὸν π. Νικόλαο παπα-Γεωργίου Σταματᾶ, ἐφημέριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς γείτονος νήσου Σκιάθου, εὐγνωμοσύνης τεκμήριο γιὰ τὴν ἀφορμή, ὥστε νὰ γραφοῦν τὰ παρακάτω[1].
Ἀπὸ τὶς χαρισματικὲς εὐαγγελικὲς περικοπὲς ποὺ διαβάζονται τὴν Διακαινίσιμο Ἑβδομάδα εἶναι κι αὐτή, ποὺ τὴν ἐπαναλάβανουμε ὡς τὸ πέμπτο Ἐωθινὸ κατὰ τὶς Κυριακὲς τοῦ ἐτήσιου ἐκκλησιαστικοῦ κύκλου. Εἶναι δὲ ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους μας εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μᾶς διηγεῖται τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία τῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς τὴ διασώζει, μὲ τόσο λεπτὰ καὶ λυρικὰ χρώματα, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου Του, τοῦ εἰκοστοῦ τέταρτου.
Ἀναφέρεται, λοιπόν, πὼς οἱ δύο Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, Κλεώπας
καὶ Λουκᾶς, βάδιζαν μέσα στὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο γιὰ τὴν πολίχνη Ἐμμαούς, ὁπότε κι ἐμφανίζεται μπροστά
τους ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς. Ποὺ δὲν τὸν γνώρισαν, ἀφοῦ φανερώθηκε «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρκ. 16, 12) ὅμως ὁ διάλογος καὶ τῶν τριῶν, μέχρι νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους, ἦταν «περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου ὅς ἐγέννετο ἀνὴρ προφήτης...» (Λκ. 24, 19).
Κι ὅταν ἐπιτέλους φτάνουν
στὴν πολίχνη κι ἔχει πιὰ νυχτώσει, τότε
παρακαλοῦν τὸν ξένο: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (Λκ. 24, 29).
Φράση κλειδί, δηλαδή, γιὰ κάθε ψυχή, ποὺ τὸν ἔχει ἀνάγκη νὰ τὴ συντροφέψει μέσα
στὴν παγωνιὰ τῶν πικρῶν ἡμερῶν, ποὺ διανύουμε.
Κι ἕνα εἶναι σίγουρο: Πὼς ἡ παρουσία Του
φωτίζει, ὄχι μονάχα τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ καὶ τὶς σκοτεινὲς σπηλιές τῆς ψυχῆς μας, μέσα στὶς ὁποῖες πηγαινοέρχονται
ἡ ἀπόγνωση κι ἡ κατάθλιψη, ὡσὰν τὰ σαρκοφάγα θηρία,
ποὺ μᾶς λιανίζουν τὸ εἶναι. Ἔτσι τὸ ἰκετευτικό «Μεῖνον...», γίνεται τὸ μοναδικὸ ἀντίδοτο, τὸ ὁποῖο θεραπεύει, ἀναζωογονεῖ, χαριτώνει καὶ μᾶς γεμίζει
μὲ τὸ ὀξυγόνο τοῦ Θεοῦ. Τὸ ζωηρόν, τὸ θεῖο.
π. Κ.Ν.
Καλλιανός
[1] Ἀφορμὴ
γιὰ νὰ γραφεῖ τὸ
παραπάνω κείμενο, ἀποτέλεσε ἡ ἀποστολὴ ἀπὸ μέρους τοῦ πολυαγαπητοῦ π. Νικολάου. Γ. Σταματᾶ τοῦ
θαυμάσιου καὶ φωτεινοῦ του ἔργου
«Πρὸς Ἐμμαούς», ποὺ παρουσιάζω. Πρόκειται, ὅπως καταλαβαίνει ὁ ἀναγνώστης
μου, γιὰ ἕναν ὑπέροχο
ζωγραφικό του πίνακα, τὸν ὁποῖο
δημιούργησε τὶς ἡμέρες τοῦ «ἐγκλείστου
βίου» μας λόγω τοῦ ἰοῦ,
ὁ ὁποῖος
μᾶς «ἐπισκέφτηκε» προσφάτως. Ἔτσι, μέσα στὸ πένθιμο κλίμα τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ὁ
π. Νικόλαος μὲ φιλαδελφία καὶ ἀγάπη
μᾶς χάρισε αὐτὸν
τὸν μοναδικὸ πίνακα, γιὰ νὰ
μᾶς θυμίσει, πὼς εἶναι
ἤδη ἄνοιξη, πὼς ἔρχεται
ἡ Ἀνάσταση Χριστοῦ ὁπότε
«δεῦτε εὐωχηθῶμεν».
Ἀκόμη μᾶς συμβουλέυει νὰ κατορθώσουμε νὰ μεταγγίσουμε μέσα μας ὅλα τὰ
ἀγαθὰ τῆς
αἰσιοδοξίας, τῆς εἰρήνης
Του καὶ τῆς φιλανθρωπίας Του. Νομίζω δὲ ὅτι
αὐτὸς ὁ
πίνακας ἔρχεται σὲ αὐτοὺς τοὺς
σκοτεινοὺς καιροὺς ποὺ
ζοῦμε νὰ μᾶς
χαρίσει τὴν ὁμορφιὰ
τῆς ἀνοίξεως καὶ τὴν
εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος,
ποὺ τόσο ὅμορφα, τρυφερά ποιητικὰ καὶ
λυρικὰ ἀποτυπώνεται, μὲ πλῆθος
χρωμάτων καὶ εἰκόνων, ὥστε νὰ
μᾶς ἀναψύξει πνευματικά. Τὸν εὐγνωμονοῦμε, λοιπόν, γιὰ τὴν
εὐλογημένη του αὐτὴ
χειραψία.
No comments:
Post a Comment