Ήταν γύρω στο Πάσχα στην Αλεξάνδρεια του 262. Έχει
ξεσπάσει εμφύλια διαμάχη και πείνα και στο κατόπιν έπεσε πανούκλα που τσάκισε
την πόλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες γιόρτασαν οι Χριστιανοί το Πάσχα (αυτή είναι η
γιορτή κι η πανήγυρη που μνημονεύεται στο παρακάτω κείμενο). Γράφει ο
Διονύσιος, επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Αλεξάνδρειας, για εκείνη την περίσταση[1]:
«Για τους μεν άλλους ανθρώπους, οι παρούσες καταστάσεις δεν
θα φαινόντουσαν κατάλληλος καιρός για πανήγυρη. Κι όντως γι’ αυτούς, ούτε αυτός
ούτε άλλος καιρός είναι κατάλληλος· ούτε οι θλιβερές στιγμές αλλ’ ούτε και
καμιά από εκείνες που θεωρούν ιδιαιτέρως χαρούμενες. Τώρα, πραγματικά, όλα
θρηνούν και όλοι πενθούν, κι αντιλαλούν στην πόλη ολόκληρη γοερά κλάματα
εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει μα και πεθαίνουν καθημερινά.
Γιατί, όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των
Αιγυπτίων, έτσι και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο
οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος. Και μακάρι να ήταν μόνον αυτά!
Γιατί ήδη πολλά και φοβερά έχουν συμβεί. Πρώτα, μας
έδιωξαν και, παρόλο που απομείναμε μόνοι κι αποδιωγμένοι, σε θάνατο
καταδικασμένοι από όλους, ακόμα και τότε κρατήσαμε τη γιορτή. Κι ο κάθε τόπος
της θλίψης καθενός, μάς έγινε τόπος πανηγύρεως: οι αγροί, η έρημος, το καράβι,
το πανδοχείο, η φυλακή. Αλλά την πιο λαμπρή απ' όλες τις εορτές τη γιόρτασαν οι τέλειοι μάρτυρες,
απολαμβάνοντάς τη στον ουρανό.
Μετά ακολούθησε ο πόλεμος κι η πείνα... Και μόλις
πήραμε μια μικρή ανάσα, όρμησε κι αυτή η αρρώστια...
Οι περισσότεροι λοιπόν από τα αδέρφια μας, από
υπερβολική κι αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς να
νοιάζονται για τον εαυτό τους, άφοβα έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους
προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ
ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με
τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους,
δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια
τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο
τον θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Και το λαϊκό ρητό, που πάντα μοιάζει με
απλή φιλοφρόνηση, το έκαναν πραγματικότητα, κάνοντας την αναχώρησή τους
εξαγνιστήριο υποκατάστατο για τους άλλους περίψημα.
Οι καλύτεροι λοιπόν από τους αδερφούς μας και
μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη
ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, αποτέλεσμα
μεγάλης ευσέβειας και πίστης ισχυρής, καθόλου κατώτερο να μη μοιάζει από το μαρτύριο.
Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των
αγίων και τα έπαιρναν στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα
στόματα και τους κουβαλούσαν στους ώμους τους, και τους μετέφεραν έξω, τους
αγκάλιαζαν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από
λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί πάντοτε εκείνοι που απέμεναν
στη ζωή, ακολουθούσαν στον θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως.
Οι εθνικοί όμως έκαναν τα τελείως αντίθετα·
έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν
τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους
νεκρούς τούς έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν
τη διάδοση και το άγγιγμα του θανάτου, πράγμα διόλου εύκολο να αποφύγουν, παρά
τις πολλές προφυλάξεις τους».
(Ευχαριστούμε τον κ.
Σπύρο Γιανναρά, που μας ανέδειξε το παραπάνω κείμενο, σε μετάφραση του θεολόγου Ηλία Μαλεβίτη).
No comments:
Post a Comment