Εἰσοδεύοντας στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ
Σιωπηλὰ ὁ ἱερέας ἀνοίγει τὴν Ὡραία Πύλη σὲ ὥρα ἀπόβραδη κι ἀφήνει μὲ τὸ «Εὐλογητὸς» νὰ περάσουν τὰ λόγια του στὸ νυχτωμένο τὸ ναὸ ποὺ περιμένει. Περιμένει, μαζὶ μὲ τοὺς ὅσους πιστοὺς, σ᾿ αὐτὸ το Κυριακάτικο τ᾿ ἀπόβραδο νὰ εἰσοδεύσει ή Κυρὰ Σαρακοστή, νὰ χαμηλώσει τὰ φῶτα, νὰ μαζέψει τ᾿ Ἀναστασιματάρια καὶ νὰ φιλέψει τὸν καθένα μας Προηγιασμένο Ἅγιο Ἄρτο, Χαιρετισμοὺς, Ἀπόδειπνα καὶ θυμιατισμένους μὲ κατάνυξη Ὄρθρους, Ὧρες καὶ Ἑσπερινοὺς.
Τὰ ἐνδύματα φορτωμένα πένθος καὶ χαρμολύπη, ἡ ὁποία κυκλώνει τὸ Θυσιαστήριο, τὰ ὠχρὰ τῶν Ἁγίων Πρόσωπα, ἀλλὰ τὴν ἴδια μας ψυχὴ. Κι ὕστερα εἶναι τὰ ψάλματα, αὐτὰ τὰ θεοτερπῆ μελωδήματα, ποὺ ψηλαφοῦν τὸ χρόνο μας καὶ τὸν ἱεροποιοῦν, καθὼς ἀνοίγουν τὰς πηγὰς τῶν δακρύων καὶ σταλάζουν σ᾿ ὅλα μας τὰ κύτταρα γλυκασμὸ καὶ παραμυθία.
Τὰ χέρια τεντώνονται, ὅσο ἀντέχουν περισσότερο, μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω», ἐνῶ μοιράζονται τ᾿ ἀντίδωρα τῆς Κυριακῆς μαζὶ μὲ λέξεις ψαλμῶν καὶ σπαράγματα ἡρεμίας. «Εὐλογήσω τὸν Κύριο…». Τὰ κεριὰ λειώνουν στὸ Ἀπόδειπνο, μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα ἤ τὸ Θεοτοκάριο νὰ βυθίζουν τὴν βεβαιωμένη ἀλήθεια καὶ χριστοφόρο μαρτυρία τους στὸ πηγάδι τοῦ εἶναι μας καὶ ν᾿ ἀνασύρουν τὴν παγωμένη τὴν ψυχὴ, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ μισόφωτο τὸ ἰλαρὸ τῆς κανδήλας καὶ τοῦ κεριοῦ ποὺ καῖνε… Ὑπομονετικὰ, σταθερὰ καὶ ἐπίμονα. Ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ποὺ μεταποιοῦνται σὲ προσευχὴ, σὲ παράκληση, σὲ ἁγιασμὸ. Τὸ θυμιατὸ, ποὺ εὔμολπα κουδουνίζει μὲσα στὴν ἡσυχία, ἐπιμένει νὰ ἰσοκρατεῖ τὴν ἱεροπρέπεια τῶν στιγμῶν αὐτῶν. Ἑσπέρας, Μέγα Προκείμενον.
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδὸς σου… Ἔδωκας Κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε.”
Ἡ Νύχτα ζυγώνει μὲ φωνὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς τῶν εὐωχουμένων. Τοῦ κόσμου δηλαδὴ.
Ζητᾶμε συγχώρεση, μετανίζουμε στὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Εὐφραίμ κι ὕστερα, κρατώντας ἀπὸ τὸ χέρι τὴ νηστεία, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν εὐλογία πορευόμαστε γιὰ τὰ κελλία / σπίτια μας. Κάποια στιγμὴ παρατηροῦμε, πὼς αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς μᾶς ἐγκατέλειψαν. Μὰ κάποτε, ὅταν τὸ καταλαβαίνουμε, συνειδητοποιοῦμε πὼς ἐμεῖς τὶς ἐγκαταλείψαμε στὴ μέση τοῦ δρόμου, καθὼς πορευόμαστε πρὸς τὴν Κυριακὴ τῶν Βαῒων, ποὺ κρίνει πολλὰ… Ὅπως πράξαμε κι ἄλλες Σαρακοστὲς, δίχως νὰ σκεφτόμαστε ὅτι τὰ χρόνια περνᾶνε ἀνεπιστρεπτὶ. Καὶ δίχως ἀνάσα. Ὡστόσο ἀπό μακρυὰ συνεχίζεται ν᾿ ἀκούγεται ὁ ἐπίμονος ἰκετευτικὸς λόγος, «Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» μὲ τὸ ἰσοκράτημα τοῦ κατζίου καὶ τὶς ψιχάλες τῶν δακρύων τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ τὸν καθαρμὸ μας. Ἀμὴν.
Τὰ ἐνδύματα φορτωμένα πένθος καὶ χαρμολύπη, ἡ ὁποία κυκλώνει τὸ Θυσιαστήριο, τὰ ὠχρὰ τῶν Ἁγίων Πρόσωπα, ἀλλὰ τὴν ἴδια μας ψυχὴ. Κι ὕστερα εἶναι τὰ ψάλματα, αὐτὰ τὰ θεοτερπῆ μελωδήματα, ποὺ ψηλαφοῦν τὸ χρόνο μας καὶ τὸν ἱεροποιοῦν, καθὼς ἀνοίγουν τὰς πηγὰς τῶν δακρύων καὶ σταλάζουν σ᾿ ὅλα μας τὰ κύτταρα γλυκασμὸ καὶ παραμυθία.
Τὰ χέρια τεντώνονται, ὅσο ἀντέχουν περισσότερο, μὲ τὸ «Κατευθυνθήτω», ἐνῶ μοιράζονται τ᾿ ἀντίδωρα τῆς Κυριακῆς μαζὶ μὲ λέξεις ψαλμῶν καὶ σπαράγματα ἡρεμίας. «Εὐλογήσω τὸν Κύριο…». Τὰ κεριὰ λειώνουν στὸ Ἀπόδειπνο, μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα ἤ τὸ Θεοτοκάριο νὰ βυθίζουν τὴν βεβαιωμένη ἀλήθεια καὶ χριστοφόρο μαρτυρία τους στὸ πηγάδι τοῦ εἶναι μας καὶ ν᾿ ἀνασύρουν τὴν παγωμένη τὴν ψυχὴ, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ μισόφωτο τὸ ἰλαρὸ τῆς κανδήλας καὶ τοῦ κεριοῦ ποὺ καῖνε… Ὑπομονετικὰ, σταθερὰ καὶ ἐπίμονα. Ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ποὺ μεταποιοῦνται σὲ προσευχὴ, σὲ παράκληση, σὲ ἁγιασμὸ. Τὸ θυμιατὸ, ποὺ εὔμολπα κουδουνίζει μὲσα στὴν ἡσυχία, ἐπιμένει νὰ ἰσοκρατεῖ τὴν ἱεροπρέπεια τῶν στιγμῶν αὐτῶν. Ἑσπέρας, Μέγα Προκείμενον.
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδὸς σου… Ἔδωκας Κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ Ὄνομά Σου, Κύριε.”
Ἡ Νύχτα ζυγώνει μὲ φωνὲς καὶ ἀλλαλαγμοὺς τῶν εὐωχουμένων. Τοῦ κόσμου δηλαδὴ.
Ζητᾶμε συγχώρεση, μετανίζουμε στὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Εὐφραίμ κι ὕστερα, κρατώντας ἀπὸ τὸ χέρι τὴ νηστεία, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν εὐλογία πορευόμαστε γιὰ τὰ κελλία / σπίτια μας. Κάποια στιγμὴ παρατηροῦμε, πὼς αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς μᾶς ἐγκατέλειψαν. Μὰ κάποτε, ὅταν τὸ καταλαβαίνουμε, συνειδητοποιοῦμε πὼς ἐμεῖς τὶς ἐγκαταλείψαμε στὴ μέση τοῦ δρόμου, καθὼς πορευόμαστε πρὸς τὴν Κυριακὴ τῶν Βαῒων, ποὺ κρίνει πολλὰ… Ὅπως πράξαμε κι ἄλλες Σαρακοστὲς, δίχως νὰ σκεφτόμαστε ὅτι τὰ χρόνια περνᾶνε ἀνεπιστρεπτὶ. Καὶ δίχως ἀνάσα. Ὡστόσο ἀπό μακρυὰ συνεχίζεται ν᾿ ἀκούγεται ὁ ἐπίμονος ἰκετευτικὸς λόγος, «Κύριε τῶν δυνάμεων μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» μὲ τὸ ἰσοκράτημα τοῦ κατζίου καὶ τὶς ψιχάλες τῶν δακρύων τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ τὸν καθαρμὸ μας. Ἀμὴν.
Σκόπελος, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς 2007, π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
Σημείωση: Σήμερα γιορτάζουμε σε τούτη τη μικρή και ταπεινή διαδικτυακή γωνιά δύο νέα ξεκινήματα: Την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και την έναρξη της συνεργασίας μας με τον εκλεκτό αδελφό και συλλειτουργό, με την άξια πένα και την γλυκιά ψυχή, π. Κων. Ν. Καλλιανό. Η τιμή και η χαρά μας τεράστια, η προσμονή μας για περισσότερο φως από την ευγενική γραφίδα του μεγάλη. Κι όπως λένε κι οι Πόντιοι «ανθεί και φέρει κι’ άλλο». Αναμένουμε...
1 comment:
Και έχουμε τόση ανάγκη από τέτοιους παρηγορητικούς λόγους, τούτες τις χαλεπές ημέρες....
Τις ευχές σας....
Post a Comment