Monday, 21 March 2011

Τά ἄνθη τά μώβ τῆς Προηγιασμένης…

Μέσα στό μεγαλεῖο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ὑφαίνονται καί ἐπεξεργάζονται, παράλληλα μέ τή κατάνυξη, οἱ πλέον εὐλογημένες μνῆμες, γιά ν᾿ ἀποτελέσουν κάποτε ἔνδυμα περιούσιο καί στοργικό, ὅταν ἀναδυθοῦν χρόνια δίσεκτα καί ἄσπλαχνα: ὅπως γίνονται τά δικά μας…

Δέν εἶναι διόλου εὔκολο νά περιγράψεις τή τέλεση μιᾶς Προηγιασμένης Λειτουργίας σέ κάποιο ἀπρόσιτο καί μακρυνό μοναστήρι, ὅπως εἶναι ἡ Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό νησί μου, ἤ μᾶλλον ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, ὅταν μονάχα μέ ἐπώδυνο ὁδοιπορία ἤ μέ τό ὑποζύγιο τήν προσέγγιζες. Γι᾿ αὐτό καί ὁδηγεῖς τή μνήμη σου, νοσταλγικά καί εὐκατάνυκτα, σέ μέρες ὅπου οἱ ἐκεῖ τελούμενες Προηγιασμένες θεῖες Λειτουργεῖες ἦταν δεμένες ἄρρηκτα μέ τήν ἡσυχία, τή σιωπή καί τήν Παρουσία Του…

Ὁ Προηγιασμένος Ἄρτος πάντα εὐώδης ἀπό τό ζυμωτό, τό μοναστηρίσιο πρόσφορο καί τό γνήσιο, ἀνόθευτο, χωρίς συντηρητικά, νᾶμμα, πού τό φρόντιζαν οἱ μοναχές, καθώς τόν Σεπτέμβριο, στόν τρύγο, διάλεγαν τά καλύτερα σταφύλια, τά λιάζανε, δηλ. τά βάζανε λίγες μέρες στόν ἥλιο, ὥστε νά ἐλαττωθοῦν τά ὄσα ὑγρά ἀπόμεναν, κι ὕστερα τά στίβανε μέ εὐλάβεια καί κάνανε τό νᾶμμα τῆς χρονιᾶς. Νᾶμμα καθαρό, κατά πάντα εὔγευστο κι ἁγιασμένο, ἀφοῦ εἶχε δεχθεῖ τόσες εὐχές καί προσευχές.

Ἡ λειτουργία γινόταν στό μισοσκότεινο Καθολικό μέ λαμπάδες, κεριά καί καντήλια. Ἀργότερα, ὅταν πῆγε κι ἐκεῖ τό ἡλεκτρικό, σταμάτησε αὐτόματα κι ὁ Χρόνος, ἀφοῦ δέν ἀνέβαινε στήν ψυχή ἡ ἁπλότητα, ἡ συγκίνηση καί ἡ εὐπρέπεια πού ἀναδύονται ἀπό τό λιτό τό φωτισμό, τήν ἡσυχασμένη ἀτμόσφαιρα καί τίς προσεγμένες κινήσεις…

Πάντα μέσα στή Λειτουργία ὑπῆρχαν ἐκεῖνα τά φορτισμένα μέ εἰρήνη Θεοῦ σιωπητήρια, δηλαδή κάποια χρονικά διαστήματα, ὅπου ὅλοι σιωπούσαμε: γιά νά βαδίσει ὁ Θεός ἀναμεσά μας… Ἐπειδή αὐτό τότε ὄλοι ἐπιζητούσαμε κι ὄχι τό νά κοιτάζουμε νά πληρώνουμε, νά γεμίζουμε δηλαδή τό χρόνο μας μέ τά ὅσα περιττά καί ἄκαρπα, πού φυσικά δέν ἀφοροῦν τήν πνευματική μας ἐνηλικίωση καί ὡριμότητα.

Μόνο, πού καθώς περνοῦσαν τά χρόνια ἄρχισε νά μᾶς μπολιάζει τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς αὐτο-προβολῆς, γι᾿ αὐτό καί στήθηκαν μικροφωνικές ἐγκαταστάσεις ἐκεῖ πού κάποτε βημάτιζε ἡ Σιωπή, ἡ Γλῶσσα τοῦ Θεοῦ δηλαδή (πρβλ. ὅσιο Ἰσαάκ τόν Σῦρο), κι ἔτσι ἀπόμειναν τά εὐλαβικά σιωπητήρια Μνήμη καί Νόστος, ἀπό ἕνα χθές καθαγιασμένο.

Ὅμως ἐκεῖνο πού πρόσθετε σέ ὄλη αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα μιάν ἀκόμα πινελιά, δοσμένη μέ γνήσιο Ποιητικό τρόπο καί ἐξαγιαστικό -ἐξάπαντος ἀπό τό Χέρι τοῦ Θεοῦ φερμένη- ἦταν κάτι πού τό παρατηροῦσες συνήθως κατά τή ἐπιστοφή πρός τή Χώρα, ἡ ὁποία γινόταν πάντα ὁδοιπορικῶς.

Καθώς, λοιπόν, κατέβαινες τό δύσκολο μονοπάτι, πού τό φώτιζε τό γλυκό ἀνοιξιάτικο φῶς τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου ἤ τό στεφάνωνε ἐκείνη ἡ γκρίζα, ἀλλά πάντα στολισμένη μέ σταλαγμούς νοσταλγίας συννεφιά, παρατηροῦσες πώς ἐκεῖνο τό πένθιμο χρῶμα τῶν ἱερῶν καλυμμάτων, τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τοῦ ἱ. Δισκοπότηρου σέ ἀκολουθοῦσε… Λές καί ἡ Χαρμολύπη τῆς Σαρακοστῆς γινόταν συνοδοιπόρος σου, ἀφοῦ στίς ἄκρες τοῦ μονοπατιοῦ ἐμφανίζονταν ἐκεῖνα τά τετράφυλλα μώβ ἀνθάκια -πού δέν ἔμαθες ποτέ τό ὄνομά τους- καί τἄνοιωθες νά σέ ἀκολουθοῦν, καθώς γέμιζαν ὅλες σχεδόν τίς ἄκρες τοῦ δρόμου. Αἰσθανόσουν, λοιπόν, ὅτι αὐτά τά ταπεινά ἄνθη ἀπέπνεαν τό δικό τους θυμίαμα κατανύξεως καί χαροποιοῦ πένθους, στολίζοντας μέ χάρη τή Σαρακοστή…

Αὐτά, λοιπόν, τά μώβ ἄνθη τῆς Σαρακοστῆς τ᾿ ἀγάπησες τόσο, γιατί κάθε χρόνο, μέχρι νά φανεῖ ὁ ἄσπλαχνος «πολιτισμός» ὁπού μέ μπουλτόζες, μηχανές καί ἄλλα παρόμοια μέσα ἐξαφάνισαν τά μονοπάτια καί ἔσβησαν αὐτές τίς λιτές καί κατανυκτικές παρουσίες, σέ συντρόφευαν καί ἐπιμήκυναν μέ τρόπο μυστηριώδη καί θεοφιλῆ τήν Προηγιασμένη…

Γιατί καταλάβαινες πολύ καλά ὅτι τό Χρῶμα τοῦ Πένθους τῆς Σαρακοστῆς ἁπλωνόταν μέ περισσή φροντίδα παντοῦ, ἀκόμα καί στά ἀθῶα τά ἄνθη, μέχρι νἄρθει ἡ Μεγαλοβδομάδα μέ τίς ἄλικες τίς παπαροῦνες γιά νά μηνύσει ὅτι ἔρχεται Πάσχα. Δηλαδή, ἔνας ἄλλος δρόμος, μιά ἄλλη μορφή ζωῆς πού ἔπρεπε νά περπατήσεις, πάντα μέ τή δικιά Του τή συντροφιά, ὅπως τότε, στόν εὐσκιόφυλλο δρόμο πρός Ἐμμαούς (πρβλ. Λκ. 23, 13 ἑξ)…

Βλέπεις, ἐκεῖνο τό «Πᾶσα ἡ κτίσις ἡλλοιοῦτο φόβῳ», πού λέγεται τή Μεγάλη Παρασκευή, δέ γράφτηκε τυχαῖα…

π. Κων. Ν. Καλλιανός

Σημείωση: Το παραπάνω εξαίρετο ενυπόγραφο κείμενο, ενός σπουδαίου δημιουργού και συνεργάτη μας, καθώς και η φωτογραφία του Αγ. Ταξιάρχη στο Βάτο της Σκοπέλου, ας θεωρηθούν ως συμμετοχή του Ημερολογίου μας στην Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης.

4 comments:

Anonymous said...

Πολύ όμορφο κείμενο και πολύ αληθινό.

Anonymous said...

Και τούτη η γραφή είναι όντως Ποιητική....

Κ.Κ.

Δρ. Ν.Παυλόπουλος said...

Συγχαρητήρια π. Αναστάσιε γιά τήν ανάρτηση του Υπέροχου κειμένου του π. Κωνσταντίνου.
Μέ συγκινησε για δυο λόγους :
γιατι μου θύμισε Παπαδιαμαντικά αναλογα και γιατί μέ πήγε στό νησί μου τή Νάξο καί στά ορεινα μονοπάτια που οδηγούσαν στά ξωκκλήσια μας.
Νά λοιπόν ενας απόγονος του Σκιαθίτη ...στήν αντικρυνή Σκόπελο, σήμερα !
Ευχαριστώ. Δρ. Νικόλαος Παυλόπουλος.

Anastasios said...

@ Anonymous,

@ K.K.,

@ Δρ. N. Παυλόπουλος,

Αγαπημένοι μου,

Είμαι πολύ χαρούμενος που το Ημερολόγιό μας έχει την ευκαιρία να φιλοξενεί τα "Παπαδιαμαντικά" αυτά κείμενα του π. Κ.Ν.Κ.

Σας ευχαριστώ από μέσης καρδιάς για τη θερμή υποδοχή και αποδοχή.

Να είστε σίγουροι ότι... "ανθεί και φέρει κι άλλο"!