Η Aγία Εκκλησία μας τιμά σήμερα το υπερφυσικό θαύμα της εγέρσεως του δικαίου Λαζάρου του τετραημένου, φίλου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Με το θαύμα αυτό ο Κύριος τόνισε και υπογράμμισε το μυστήριο της κοινής των ανθρώπων αναστάσεως. Ο Λάζαρος μετά την έγερσή του και τα εκούσια Πάθη καί την Ανάσταση του Χριστού μας, διωκόμενος κατέφυγε στη νήσο Κύπρο, οπού αργότερα τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος καί Βαρνάβας καί τον χειροτόνησαν πρώτο επίσκοπο Κιτίου, της πόλης που αποκαλείται σήμερα Λάρνακα.
Ο σημερινός διάδοχος του Αγίου Λαζάρου είναι ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κιτίου κ. Χρυσόστομος, ο οποίος -σε πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο- μου ανέφερε ότι θεωρεί τον Άγιο Λάζαρο ως προσωπικό του Άγιο Προστάτη. Μου έδωσε δε και μια όμορφη εικόνα του Αγίου Λαζάρου, με την παράκληση να τον θυμάμαι στις προσευχές μου.
Στην εσταυρωμένη Μεγαλόνησο ψάλλουν κι ένα ωραίο τραγούδι (ή κάλαντα), αφιερωμένο στον Άγιο Λάζαρο, το οποίο έχει ως εξής:
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία αγάπη
και πως ψυχή λυτρώνεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν, για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετε από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι
τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
σηκούτε να υπάγωμν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνίσω.
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τι ’θελεν να είπη.
Ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κι είναι λαζαρωμένος.
Τότε, λοιπόν, ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι απόστολοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
Αν ήσο ώδε, Κύριε, ο Λάζαρος ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν,
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνει, ζήση.
Λέγ' η Μαρία, Κύριε, ξεύρω, όσ' αν αιτήσης
σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης.
Της λέγει, πού τεθείκατε τον Λάζαρον τον φίλον, υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατε μοι κείνον. Και παρευθύς επρόσταξεν και τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με πολλήν ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
Λάζαρε, δεύρο έξελθε, κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφήνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί πομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον οίκον του μονάχος κατά μόνας.
Πλήθος πολύ επίστευσεν τότε εκ των Εβραίων,
ιδόντες το θαυμάσιον, και εκ των Φαρισσαίων.
Την δε επαύριον λοιπόν ανέβην εις την πόλιν
επ΄ όνου καθεζόμενος, ομού κι οι αποστόλοι.
Και τα παιδία τα μικρά τον επροϋπαντούσαν
και,ως θανάτου νικητήν, όλοι τον ευφημούσαν,
το «ωσαννά» εκραύγαζον, ομού, «ευλογημένος
ο νυν ερχόμενος Χριστός, ο κεχαριτωμένος».
Και επληρώθην το ρηθέν, παντώς η προφητεία
του προφητάνακτος Δαβίδ, λέγουσα η αγία:
«Εκ στόματος νηπίων τε και εκ των θηλαζόντων
τον αίνον κατηρτίσαμεν, το “ωσανά” βοώντων».
Φθόνος πολύς κατέλαβεν τότε τους Ιουδαίους,
αρχιερείς και ιερείς κι αυτούς τους Φαρισαίους,
και τον Χριστόν και Λάζαρον ζητούσιν να φονεύσουν,
από το πρόσωπον της γής να τους εξολοθρεύσουν.
Και, φοβηθείς ο Λάζαρος, εις του Ιάφα φθάνει,
την Κύπρον την περίφημον ευθύς καταλαμβάνει.
Στες Αλυκές εξέβηκεν, τες περιφημισμένες,
κι εδιέτριβεν εκεί δια πολλές ημέρες.
Και ήλθον οι απόστολοι και τον χειροτονούσιν
αρχιερέαν του Χριστού και τον καθοδηγούσιν.
Τριάντα χρόνους έζησεν μετά την έγερσιν του,
διόλου δεν εγέλασεν εις όλην την ζωήν του.
Και ύστερον απέθανεν εκεί στο ποιμνιόν του
και ευλαβώς εκήδευσαν πάντες το λείψανον του.
Και τό ΄χομεν ως θησαυρόν, καύχημαν και ελπίδαν
και δι' αύτου λυτρούμεθα που κάθε τυρανίδαν.
Μετά καιρόν πολλύν λοιπόν το λείψανον Λαζάρου
εκ Κωνσταντινουπόλεως ήλθον, ινά το πάρουν,
με προσταγήν βασιλικήν Λεόντος Σοφωτάτου
ούτος γαρ έκτισεν ναόν μέγαν εις τ' όνομα του,
έθεσεν δε το λείψανον μέσα στο ιερόν του,
και βρύει θαύματα πολλά εκεί εις τον ναόν του.
Κι εσείς, όπου τ' ακούετε, να' χετε την ευχήν του,
νά 'χετε πάντα βοηθόν την θείαν δυναμίν του.
Και την λαμπράν Ανάστασιν όλοι ν' αξιωθώμεν,
τον παντοδύναμον Θεόν ίνα δοξολογώμεν.
Κι εμείς καλώς σας ηύραμεν και να πολυχρονάτε
τυριά πολλά να κάμνετε κι εμάς να μας διάτε.