Ἡ γειτονιὰ ἐτούτη ξεχώριζε ἐκεῖνα τὰ χρόνια, χρόνια σπουδῶν ἀλλὰ καὶ βεβαιωμένης μοναξιᾶς, στὰ μάτια μου, γιατὶ μοῦ θύμιζε πολλὰ. Πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλα ὅμως μοῦ θύμιζε τὸ χωριὸ, ποὺ τὸ σκεφτόμουν μέσα στὸ πυρωμένο ἀπόβραδο τοῦ Ἰουνίου νὰ φλερτάρει με τὸ πέλαγο, ποὺ τ` ἀντίκρυζε ἀπὸ ψηλὰ, ἀφοῦ τὄχαν θεμελιώσει ἀναμεσ᾿ ἀπὸ ἐλιές καὶ πεῦκα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀνάσανε ποτὲ θάλασσα, ἀλλὰ ρετσίνι, καμμένο κλαδὶ καὶ φρέσκο λάδι.
Ξεχώριζε λοιπὸν μέσα μου ἡ γειτονιὰ ἐκείνη τῆς Ἀθήνας τοῦ 1970 κι ἀνάπαυε κάθε λογισμὸ νοσταλγίας καὶ καημοῦ, καθὼς ἦταν σιμἀ σ᾿ ἕναν ἐλιώνα ξεχασμένη. Ἕναν ἐλιώνα μὲ δεντράκια μικρὰ, φοβισμένα ἀπ᾿ τὸ καυσαέριο καὶ τὰ σκουπίδια, ἀφρόντιστο καὶ παραμερισμένο. Μόνο τὰ παιδιὰ τὸν ζύγωναν γιὰ νὰ παίξουν μὲ ἀσφάλεια, μέχρι τ᾿ ἀπόβραδο. Γιατὶ ἅμα νύχτωνε, ἐπειδὴ φωτίζονταν ἐλάχιστα, μαζεύονταν ἐκεῖ κάτι μάγκες καὶ καπνίζανε κρυφὰ, συζητώντας γιὰ ποδόσφαιρο καὶ γιὰ κορίτσια, ἐνῶ τὰ παιδιὰ, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα γιὰ τὀ σπίτι, ξαναγύριζαν στὴ γειτονιὰ, καὶ συνέχιζαν τὸ παιχνίδι τους κάτω ἀπ᾿ τὰ φῶτα τῶν στύλων τοῦ ἡλεκτρικοῦ. Φῶτα μελαγχολικὰ, κουρασμένα καὶ ἀδύναμα. Ποὺ ὡστόσο ἄφηναν μιὰ κάποια παρηγοριὰ.
Μέ τὸ σούρουπο παύανε σχεδὸν τὰ σούρτα-φέρτα ἀπ᾿ τὰ ποδήλατα καὶ τὰ λιγοστὰ τ᾿ αὐτοκίνητα ἤ τὶς μοτοσυκλέτες, γιατὶ τὰ πιό πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ κυκλοφοροῦσαν πιὸ πάνω, στὴ λεωφόρο ἤ καὶ στὴν πλατεία. Τότε λοιπὸν εἶχαν τὴν ἄνεσή τους νὰ βγοῦν καὶ νὰ παίξουν τὰ μικρὰ τ᾿ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς. Μὲ φωνὲς ὅλο ἐνθουσιασμὸ, μὲ τὴν ἀνεμελιὰ τῆς ἠλικίας καὶ περισσότερο μὲ τὴ φιλία ποὺ σιγὰ-σιγὰ στὶς μέρες μας ἀφυδατώθηκε, ὅπως ἡ γῆς σὲ καιροὺς ξηρασίας, ἀφοῦ τὸ παιχνίδι τὸ χαντάκωσαν τὰ λογῆς ἡλεκτρονικὰ καὶ ἄλλα περίεργα παιχνίδια ποὺ ἀπομονώνουν τὸ παιδὶ καὶ περισσότερο τὸ ἐξαγριώνουν, φυτεύοντάς το μὲσα σὲ μιὰ περιέργη κατάσταση, κάπως ἀλλοπρόσαλλη.
Καί θύμιζε ἐκείν᾿ ἡ γειτονιὰ τὴν ὁδὸ τῶν ὀνείρων, ἔστω κι ἄν δὲν ἀκούγονταν ἐκεῖνες οἱ φωτεινὲς οἱ μουσικὲς τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, ἤ δὲν ἦταν καρφωμένες στοὺς τοίχους οἱ περίεργες καὶ λιτὲς ζωγραφιὲς τοῦ Μίνου τοῦ Ἀργυράκη: ζωγραφιὲς ποὺ λὲς ὅτι ξεκίνησαν ἀπὸ χέρια παιδιῶν... Ὅμως ἄφηνε στὴν ψυχὴ μιὰ βεβαιότητα ὅτι τὰ ὄνειρα καρποφοροῦν σὲ τἐτοιες γειτονιὲς -λησμονημένες ἤ ἀνύπαρκτες σήμερα- κι ὅτι τὸ φεγγάρι τὰ θερινὰ τὰ βράδυα δὲ φωτίζει μόνο τὶς μισοσκότεινες τὶς γωνιές, ποὺ δὲν τὶς προφτάνει τὸ ἡλεκτρικό, μὰ σιμώνει τὰ παιδιὰ ποὺ τὸ βλέπουν, ὅπως κοιτᾶνε ἕνα μεγάλο τόπι καί τὸ καρτεροῦνε, κάθε βράδυ, τὸ καρτεροῦνε νὰ τοὺς δοθεῖ ἀπὸ ψηλὰ, γιὰ νὰ παίξουν κι ὕστερα νὰ τὸ κρατήσουνε δικὸ τους. Τὸ φεγγἀρι, ποὺ εἶχε ἀκόμα τότε τὸ χρῶμα τὸ χρυσαφὶ, τὴν περίεργη τὴ γοητεία, καὶ γιὰ κάποιους, ἐκεῖνο τὸ λυρισμὸ ποὺ συγκινοῦσε τόσο... Τότε ὅλ᾿ αὐτὰ. Στὴ χαμένη σήμερα γειτονιὰ μὲ τὰ χαμηλὰ τὰ σπίτια, τὶς ἀκακίες στὰ πεζοδρόμια καὶ τὰ πολλὰ παιδιὰ.
Ὅμως τὰ χρόνια πέρασαν, ὅπως περνᾶνε πάντα, κι ἔθαψαν μέσα στὶς στοιβάδες τῶν ἡμερῶν, τῶν μηνῶν καὶ τῶν χρόνων καὶ τὰ ἐλάχιστα μόρια εὐαισθησίας καὶ χαρμολύπης ποὺ ἀφήνει τ᾿ ὄνειρο, ἡ γειτονιὰ, τὸ σεμνὸ παιχνίδι καὶ πρό πάντων ἡ ἀθωότητα. Γιατὶ ἡ γειτονιὰ βούλιαξε μέσα στὰ νερὰ τῆς ρυπαρότητας ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «ἀξιοποίηση», ἀντιπαροχὴ κι ὅλα τὰ συναφῆ ποὺ ταυτίζονται μὲ τὸ συμφέρον, τὸ κέρδος καὶ τὴν προχειρότητα. Ὁ ἐλιώνας ξερριζώθηκε καὶ στὴ θέση του στήθηκαν μεγἀλα καὶ ἄκομψα κτίρια ἀπὸ μπετὸ καὶ σίδερο, ποὺ πλάκωναν καὶ χαντάκωναν τὴν ψυχὴ. Τὰ παιδιὰ κλείστηκαν πίσω ἀπὸ γκρίζους τοίχους καὶ κομμάτιασαν τὴν ψυχὴ τους ἀνάμεσα στὰ παιχνίδια τὰ ἡλεκτρονικὰ, τὶς ξένες γλῶσσες καὶ τὴν ἄγρια μουσικὴ τῶν παραγεμισμένων μὲ σκληροὺς ἤχους τραγουδιῶν.
Τὸ φεγγάρι χλώμιασε ἀπὸ τὸ καυσαέριο καὶ τὰ πολλὰ τὰ δυνατὰ φῶτα ποὺ μεταβἀλλανε τὴν νύχτα σὲ μέρα κι ἀδειάσανε τὴν ψυχὴ ἀπό κάθε ἰκμάδα λυρισμοῦ, ἀθωότητας καὶ νοσταλγίας. Γιατὶ ἦρθε κι ἡ ἄλλη ἡ καταιγίδα ποὺ ἅρπαξε τὶς στέγες τῶν χαμηλῶν τῶν σπιτιῶν καὶ πύργωσε στὴ θέση τους ἀνήλιαγες πολυκατοικίες ποὺ μυρίζουν ναφθαλίνη κι ἀποχέτευση. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ γειτονιὰ βυθίστηκε, ὡς ἄλλη Ἀτλαντίδα κι ἡ ψυχὴ μου, γιὰ νὰ βρεῖ καταφύγιο στὴν ποίηση, αὐτὴ ποὺ ξέρει νὰ συντροφεύει, γεμίζοντας τὸ δωμάτιο, ὅσο ἀνήλιαγο, μουχλιασμένο καὶ πένθιμο κι ἄν εἶναι, μὲ ἐαρινὰ ἄνθη, θερινὰ δειλινὰ, φθινοπωρινὰ ἀπόβροχα βράδυα καὶ γκρίζα χειμωνιάτικα πρωϊνὰ... Εὐτυχῶς, δηλαδὴ.
Ξεχώριζε λοιπὸν μέσα μου ἡ γειτονιὰ ἐκείνη τῆς Ἀθήνας τοῦ 1970 κι ἀνάπαυε κάθε λογισμὸ νοσταλγίας καὶ καημοῦ, καθὼς ἦταν σιμἀ σ᾿ ἕναν ἐλιώνα ξεχασμένη. Ἕναν ἐλιώνα μὲ δεντράκια μικρὰ, φοβισμένα ἀπ᾿ τὸ καυσαέριο καὶ τὰ σκουπίδια, ἀφρόντιστο καὶ παραμερισμένο. Μόνο τὰ παιδιὰ τὸν ζύγωναν γιὰ νὰ παίξουν μὲ ἀσφάλεια, μέχρι τ᾿ ἀπόβραδο. Γιατὶ ἅμα νύχτωνε, ἐπειδὴ φωτίζονταν ἐλάχιστα, μαζεύονταν ἐκεῖ κάτι μάγκες καὶ καπνίζανε κρυφὰ, συζητώντας γιὰ ποδόσφαιρο καὶ γιὰ κορίτσια, ἐνῶ τὰ παιδιὰ, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα γιὰ τὀ σπίτι, ξαναγύριζαν στὴ γειτονιὰ, καὶ συνέχιζαν τὸ παιχνίδι τους κάτω ἀπ᾿ τὰ φῶτα τῶν στύλων τοῦ ἡλεκτρικοῦ. Φῶτα μελαγχολικὰ, κουρασμένα καὶ ἀδύναμα. Ποὺ ὡστόσο ἄφηναν μιὰ κάποια παρηγοριὰ.
Μέ τὸ σούρουπο παύανε σχεδὸν τὰ σούρτα-φέρτα ἀπ᾿ τὰ ποδήλατα καὶ τὰ λιγοστὰ τ᾿ αὐτοκίνητα ἤ τὶς μοτοσυκλέτες, γιατὶ τὰ πιό πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ κυκλοφοροῦσαν πιὸ πάνω, στὴ λεωφόρο ἤ καὶ στὴν πλατεία. Τότε λοιπὸν εἶχαν τὴν ἄνεσή τους νὰ βγοῦν καὶ νὰ παίξουν τὰ μικρὰ τ᾿ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς. Μὲ φωνὲς ὅλο ἐνθουσιασμὸ, μὲ τὴν ἀνεμελιὰ τῆς ἠλικίας καὶ περισσότερο μὲ τὴ φιλία ποὺ σιγὰ-σιγὰ στὶς μέρες μας ἀφυδατώθηκε, ὅπως ἡ γῆς σὲ καιροὺς ξηρασίας, ἀφοῦ τὸ παιχνίδι τὸ χαντάκωσαν τὰ λογῆς ἡλεκτρονικὰ καὶ ἄλλα περίεργα παιχνίδια ποὺ ἀπομονώνουν τὸ παιδὶ καὶ περισσότερο τὸ ἐξαγριώνουν, φυτεύοντάς το μὲσα σὲ μιὰ περιέργη κατάσταση, κάπως ἀλλοπρόσαλλη.
Καί θύμιζε ἐκείν᾿ ἡ γειτονιὰ τὴν ὁδὸ τῶν ὀνείρων, ἔστω κι ἄν δὲν ἀκούγονταν ἐκεῖνες οἱ φωτεινὲς οἱ μουσικὲς τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, ἤ δὲν ἦταν καρφωμένες στοὺς τοίχους οἱ περίεργες καὶ λιτὲς ζωγραφιὲς τοῦ Μίνου τοῦ Ἀργυράκη: ζωγραφιὲς ποὺ λὲς ὅτι ξεκίνησαν ἀπὸ χέρια παιδιῶν... Ὅμως ἄφηνε στὴν ψυχὴ μιὰ βεβαιότητα ὅτι τὰ ὄνειρα καρποφοροῦν σὲ τἐτοιες γειτονιὲς -λησμονημένες ἤ ἀνύπαρκτες σήμερα- κι ὅτι τὸ φεγγάρι τὰ θερινὰ τὰ βράδυα δὲ φωτίζει μόνο τὶς μισοσκότεινες τὶς γωνιές, ποὺ δὲν τὶς προφτάνει τὸ ἡλεκτρικό, μὰ σιμώνει τὰ παιδιὰ ποὺ τὸ βλέπουν, ὅπως κοιτᾶνε ἕνα μεγάλο τόπι καί τὸ καρτεροῦνε, κάθε βράδυ, τὸ καρτεροῦνε νὰ τοὺς δοθεῖ ἀπὸ ψηλὰ, γιὰ νὰ παίξουν κι ὕστερα νὰ τὸ κρατήσουνε δικὸ τους. Τὸ φεγγἀρι, ποὺ εἶχε ἀκόμα τότε τὸ χρῶμα τὸ χρυσαφὶ, τὴν περίεργη τὴ γοητεία, καὶ γιὰ κάποιους, ἐκεῖνο τὸ λυρισμὸ ποὺ συγκινοῦσε τόσο... Τότε ὅλ᾿ αὐτὰ. Στὴ χαμένη σήμερα γειτονιὰ μὲ τὰ χαμηλὰ τὰ σπίτια, τὶς ἀκακίες στὰ πεζοδρόμια καὶ τὰ πολλὰ παιδιὰ.
Ὅμως τὰ χρόνια πέρασαν, ὅπως περνᾶνε πάντα, κι ἔθαψαν μέσα στὶς στοιβάδες τῶν ἡμερῶν, τῶν μηνῶν καὶ τῶν χρόνων καὶ τὰ ἐλάχιστα μόρια εὐαισθησίας καὶ χαρμολύπης ποὺ ἀφήνει τ᾿ ὄνειρο, ἡ γειτονιὰ, τὸ σεμνὸ παιχνίδι καὶ πρό πάντων ἡ ἀθωότητα. Γιατὶ ἡ γειτονιὰ βούλιαξε μέσα στὰ νερὰ τῆς ρυπαρότητας ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «ἀξιοποίηση», ἀντιπαροχὴ κι ὅλα τὰ συναφῆ ποὺ ταυτίζονται μὲ τὸ συμφέρον, τὸ κέρδος καὶ τὴν προχειρότητα. Ὁ ἐλιώνας ξερριζώθηκε καὶ στὴ θέση του στήθηκαν μεγἀλα καὶ ἄκομψα κτίρια ἀπὸ μπετὸ καὶ σίδερο, ποὺ πλάκωναν καὶ χαντάκωναν τὴν ψυχὴ. Τὰ παιδιὰ κλείστηκαν πίσω ἀπὸ γκρίζους τοίχους καὶ κομμάτιασαν τὴν ψυχὴ τους ἀνάμεσα στὰ παιχνίδια τὰ ἡλεκτρονικὰ, τὶς ξένες γλῶσσες καὶ τὴν ἄγρια μουσικὴ τῶν παραγεμισμένων μὲ σκληροὺς ἤχους τραγουδιῶν.
Τὸ φεγγάρι χλώμιασε ἀπὸ τὸ καυσαέριο καὶ τὰ πολλὰ τὰ δυνατὰ φῶτα ποὺ μεταβἀλλανε τὴν νύχτα σὲ μέρα κι ἀδειάσανε τὴν ψυχὴ ἀπό κάθε ἰκμάδα λυρισμοῦ, ἀθωότητας καὶ νοσταλγίας. Γιατὶ ἦρθε κι ἡ ἄλλη ἡ καταιγίδα ποὺ ἅρπαξε τὶς στέγες τῶν χαμηλῶν τῶν σπιτιῶν καὶ πύργωσε στὴ θέση τους ἀνήλιαγες πολυκατοικίες ποὺ μυρίζουν ναφθαλίνη κι ἀποχέτευση. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ γειτονιὰ βυθίστηκε, ὡς ἄλλη Ἀτλαντίδα κι ἡ ψυχὴ μου, γιὰ νὰ βρεῖ καταφύγιο στὴν ποίηση, αὐτὴ ποὺ ξέρει νὰ συντροφεύει, γεμίζοντας τὸ δωμάτιο, ὅσο ἀνήλιαγο, μουχλιασμένο καὶ πένθιμο κι ἄν εἶναι, μὲ ἐαρινὰ ἄνθη, θερινὰ δειλινὰ, φθινοπωρινὰ ἀπόβροχα βράδυα καὶ γκρίζα χειμωνιάτικα πρωϊνὰ... Εὐτυχῶς, δηλαδὴ.
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς, Καλοκαίρι 2007
1 comment:
Εξαιρετικό το κείμενό σας...
Και κάτι για την ιστορία(μου).
Σ'αυτό το εκκλησάκι μια Μ.Παρασκευή χτίστηκε μέσα μου η ιστορία του Μανουήλ Πανσέληνου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Ιστορίες για τον Θεό και τον Άνθρωπο". Και κάθε φορά που βρίσκομαι στην Αθήνα περνώ ν' ανάψω ένα ταπεινό κεράκι, εκεί που κάθε εβδομάδα άφηνα μια προσευχή όταν ζούσα στην πρωτεύουσα...
Κ.Κ.
Post a Comment