Στοχασμοὶ τοῦ Ψυχοσάββατου
Στὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πέργης κ. Εὐάγγελον Γαλάνην,
μαθητείας ἕνεκεν καὶ εὐχαριστίας.
Στὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πέργης κ. Εὐάγγελον Γαλάνην,
μαθητείας ἕνεκεν καὶ εὐχαριστίας.
Σὲ ὥρα ἀπόβραδη, ἑσπερινὴ, ἀκούγεται πάλι ὁ εὔρρυθμος μνημόσυνος λόγος, μὲ τὰ λόγια τὰ ἐλπιδόφρονα, ποὺ παρέχουν στὴν ψυχὴ παραμυθία καὶ φωτοβολία οὐράνια, καθὼς κομίζονται τὰ κόλυβα στολισμένα μὲ ἀμύγδαλα καὶ ἀσημένια κουφετάκια σὲ μικρὰ πιατάκια, μαζὶ μἐ τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων τοῦ κάθε πιστοῦ, πὰνω στὰ ὁποῖα τοποθετοῦνται κεριὰ, γιὰ νὰ καῖνε καὶ νὰ φωτίζουν, ὅταν ὁ ἱερέας ἀπαγγέλλει αὐτὰ τὰ ὀνόματα, τὴν ὥρα τοῦ Τρισαγίου.
Καὶ μέσα στὴν εὐσυγκίνητη αὐτὴ ἀτμόσφαιρα, καθὼς κοιτάζεις τἀ ἀραδιασμένα πιάτα μὲ τἀ κεριὰ νὰ καῖνε καὶ τὰ ὀνόματα, μόνο τὰ βαφτιστικὰ ὀνόματα, ν᾿ ἀκούγονται, νοιώθεις ὅτι μιὰ μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων, ἀποσπασμένη ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἐπὶ τὰ θυμηδέστερα καὶ αἰώνια ἀναπαυομένη, περνάει ἀπὸ μπροστὰ σου, κρατώντας ὁ καθένας τὸ ἀναμμένο του κερὶ του.
Κωνσταντίνου, Ἀποστόλου, Παύλου, Γεωργίου, Μαρίας, Ἑλένης, Κοκκίτσας... Ἡ ἀνάγνωση ρυθμικὴ, κουραστικὴ κάποτε, ἀλλὰ χρήσιμη γιὰ τὴ μνήμη, καθὼς τὸ κάθε γνωστὸ ὄνομα εἰσέρχεται στ᾿ αὐλάκια τοῦ νοῦ μὲ ἕναν εὐκατάνυκτο ἦχο, ὅπως ἐκεῖνον τῆς μεγαλοβδομαδιάτικης καμπάνας.
Ὀνόματα, λοιπὸν, χαρισμένα τὴν τρανὴ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ τὸ καθένα εἶναι καὶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, σημαντικὴ ἤ ἀσήμαντη, ὡστὀσο ἱστορία ἀληθινὴ, ποὺ κρύβει μέσα της τὴν ἀγωνία, τὸν πόνο, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀντοχὴ, τὸ φωτεινὸ σημάδι τοῦ Θεοῦ: τὴ Σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς Του. Γιατὶ ἄν τὸ καλοσκεφτοῦμε, ὅλοι αὐτοὶ, οἱ γεννήτορές μας, εἶναι τὸ λίπασμα ποὺ μᾶς θρέφει, ἀφοῦ αὐτοὶ, ὅπως κι ἐμεῖς αὔριο, ἐλπίζοντας στὴν ἀπὸ μέρους μας προσφορὰ στὸν κόσμο ἑνὸς καλύτερου, ἑνὸς πιὸ τέλειου Προσώπου, πασχίζουν, καταβάλοντας τὴν ὅποια γρατινένια προσπάθεια, ν᾿ ἀναστήσουν τὸ εὶς διαδοχὴν τους τέκνο. Μὴ λογαριάζοντας τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ φέρουν σὲ πέρας τούτη τὴν ἀποστολὴ. Μὲ ὅποιο τἰμημα, ποὺ ἄν τὸ ἐρευνήσεις σὲ βάθος θὰ σταθεῖς σὲ καιροὺς κρίσιμους, καχεκτικοὺς, μὲ βασανισμένα πρόσωπα, ποὺ καὶ τὸ χαμόγελό τους μὲ μεγάλη οἰκονομία -ὄχι τσιγκουνιὰ- τὸ δίνανε. Γιατὶ δὲν τοὺς περίσσευε...
Ὀνόματα / πρόσωπα ποὺ βηματίζουν μέσ᾿ στὸ ἐαρινὸ τ᾿ ἀπόβραδο, σοβαρὰ, σιωπηλὰ, ἥρεμα, χλωμὰ, λὲς κι ἀποσπάστηκαν ἀπὸ κάποια ἀρχαία βυζαντινὴ, κηροσταγμένη εἰκόνα. Περνοῦν ἀπὸ μπροστὰ μας, τὸ καθένα μὲ τὸ δικὸ του τὸ ὄνομα ποὺ τὸ ἀκούει καὶ χαίρεται, γιατὶ μνημονεύεται, εἶναι παρὸν -ἄσχετα ἄν σἐ ἄλλες ἐκδηλώσιες τῆς ζωῆς ἀπουσιάζει. Σήμερα, ἀπόψε δηλαδὴ, ἀλλὰ κι αὔριο στὴ Θεία Λειτουργία, θὰ εἶναι παρὸν, ὅπως καὶ σὲ κάθε Θ. Λειτουργία ποὺ μνημονεύεται μυστικὰ, ὄχι κρυφὰ, ἀλλὰ μέσα στὴν ὅλη διαδικασία τοῦ Μυστηρίου.
Κάποιες στιγμὲς ὠστόσο, ἀκούγονται καὶ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ φαρμάκωσαν ἰκανὸ κομμάτι τοῦ βίου μας, μὲ λόγια ἤ καὶ πράξεις ἀσυνεπεῖς καὶ ἀσύστολες. Καί σήμερα,τούτη τὴν εὐσχημο ὤρα κατεβαίνουν ἀπὸ τὴ μοναξιὰ τους καὶ μᾶς ξαναπλησιάζουν αἰτούμενοι καὶ τὸ δικὸ μας τὸ «Κύριε ἐλέησον», τὸ ἐκ βάθους εἰλικρινὰ δεομένης καρδίας: «Μετὰ τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστὲ, τὴν ψυχὴν / τὰς ψυχὰς τοῦ(ῶν) δούλου (ων) Σου...». Γι᾿ αὐτὸ καί ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἐν συνάξει τελεῖται αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἀληθείας, τῆς ζωντανῆς Μνήμης, γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ μεγαλωνύμως ἡ ἐπιθυμία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στὸ νὰ θυμᾶται πάντα. «Μεμνημένοι τοίνυν καὶ ἡμεῖς...» Ἐκείνου, πορευόμεθα, «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων» (Κολ. 3,13).
Ἀρχίζει νὰ εἰσοδεύει ἡ Νύχτα. Τὰ κεριὰ σβύνουν ἔνα-ἔνα, ἀφήνοντας μαζὶ μὲ τὸ εὐῶδες μοσχοθυμίαμα μιὰ παράξενη ὀσμὴ, ὡσὰν ἀνάσα τοῦ χθὲς, ποὺ κομίζεται ἀειθαλὴς καὶ γνώριμη, ὅπως ἠ κάθε καινούρια μέρα. Μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἐκτυπωμένη ἀπὸ τὸ χάραμα τῆς Δημιουργίας ἴσαμε σήμερα καὶ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμὴν. Σταυροκοπιέσαι, κλείνεις ὄλον αὐτὸν τὸ Κόσμο μὲσα στὸ σπίτι του, στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναχωρεῖς...
Καὶ μέσα στὴν εὐσυγκίνητη αὐτὴ ἀτμόσφαιρα, καθὼς κοιτάζεις τἀ ἀραδιασμένα πιάτα μὲ τἀ κεριὰ νὰ καῖνε καὶ τὰ ὀνόματα, μόνο τὰ βαφτιστικὰ ὀνόματα, ν᾿ ἀκούγονται, νοιώθεις ὅτι μιὰ μεγάλη μερίδα ἀνθρώπων, ἀποσπασμένη ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἐπὶ τὰ θυμηδέστερα καὶ αἰώνια ἀναπαυομένη, περνάει ἀπὸ μπροστὰ σου, κρατώντας ὁ καθένας τὸ ἀναμμένο του κερὶ του.
Κωνσταντίνου, Ἀποστόλου, Παύλου, Γεωργίου, Μαρίας, Ἑλένης, Κοκκίτσας... Ἡ ἀνάγνωση ρυθμικὴ, κουραστικὴ κάποτε, ἀλλὰ χρήσιμη γιὰ τὴ μνήμη, καθὼς τὸ κάθε γνωστὸ ὄνομα εἰσέρχεται στ᾿ αὐλάκια τοῦ νοῦ μὲ ἕναν εὐκατάνυκτο ἦχο, ὅπως ἐκεῖνον τῆς μεγαλοβδομαδιάτικης καμπάνας.
Ὀνόματα, λοιπὸν, χαρισμένα τὴν τρανὴ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ τὸ καθένα εἶναι καὶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, σημαντικὴ ἤ ἀσήμαντη, ὡστὀσο ἱστορία ἀληθινὴ, ποὺ κρύβει μέσα της τὴν ἀγωνία, τὸν πόνο, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀντοχὴ, τὸ φωτεινὸ σημάδι τοῦ Θεοῦ: τὴ Σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς Του. Γιατὶ ἄν τὸ καλοσκεφτοῦμε, ὅλοι αὐτοὶ, οἱ γεννήτορές μας, εἶναι τὸ λίπασμα ποὺ μᾶς θρέφει, ἀφοῦ αὐτοὶ, ὅπως κι ἐμεῖς αὔριο, ἐλπίζοντας στὴν ἀπὸ μέρους μας προσφορὰ στὸν κόσμο ἑνὸς καλύτερου, ἑνὸς πιὸ τέλειου Προσώπου, πασχίζουν, καταβάλοντας τὴν ὅποια γρατινένια προσπάθεια, ν᾿ ἀναστήσουν τὸ εὶς διαδοχὴν τους τέκνο. Μὴ λογαριάζοντας τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ φέρουν σὲ πέρας τούτη τὴν ἀποστολὴ. Μὲ ὅποιο τἰμημα, ποὺ ἄν τὸ ἐρευνήσεις σὲ βάθος θὰ σταθεῖς σὲ καιροὺς κρίσιμους, καχεκτικοὺς, μὲ βασανισμένα πρόσωπα, ποὺ καὶ τὸ χαμόγελό τους μὲ μεγάλη οἰκονομία -ὄχι τσιγκουνιὰ- τὸ δίνανε. Γιατὶ δὲν τοὺς περίσσευε...
Ὀνόματα / πρόσωπα ποὺ βηματίζουν μέσ᾿ στὸ ἐαρινὸ τ᾿ ἀπόβραδο, σοβαρὰ, σιωπηλὰ, ἥρεμα, χλωμὰ, λὲς κι ἀποσπάστηκαν ἀπὸ κάποια ἀρχαία βυζαντινὴ, κηροσταγμένη εἰκόνα. Περνοῦν ἀπὸ μπροστὰ μας, τὸ καθένα μὲ τὸ δικὸ του τὸ ὄνομα ποὺ τὸ ἀκούει καὶ χαίρεται, γιατὶ μνημονεύεται, εἶναι παρὸν -ἄσχετα ἄν σἐ ἄλλες ἐκδηλώσιες τῆς ζωῆς ἀπουσιάζει. Σήμερα, ἀπόψε δηλαδὴ, ἀλλὰ κι αὔριο στὴ Θεία Λειτουργία, θὰ εἶναι παρὸν, ὅπως καὶ σὲ κάθε Θ. Λειτουργία ποὺ μνημονεύεται μυστικὰ, ὄχι κρυφὰ, ἀλλὰ μέσα στὴν ὅλη διαδικασία τοῦ Μυστηρίου.
Κάποιες στιγμὲς ὠστόσο, ἀκούγονται καὶ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ φαρμάκωσαν ἰκανὸ κομμάτι τοῦ βίου μας, μὲ λόγια ἤ καὶ πράξεις ἀσυνεπεῖς καὶ ἀσύστολες. Καί σήμερα,τούτη τὴν εὐσχημο ὤρα κατεβαίνουν ἀπὸ τὴ μοναξιὰ τους καὶ μᾶς ξαναπλησιάζουν αἰτούμενοι καὶ τὸ δικὸ μας τὸ «Κύριε ἐλέησον», τὸ ἐκ βάθους εἰλικρινὰ δεομένης καρδίας: «Μετὰ τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστὲ, τὴν ψυχὴν / τὰς ψυχὰς τοῦ(ῶν) δούλου (ων) Σου...». Γι᾿ αὐτὸ καί ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἐν συνάξει τελεῖται αὐτὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἀληθείας, τῆς ζωντανῆς Μνήμης, γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ μεγαλωνύμως ἡ ἐπιθυμία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στὸ νὰ θυμᾶται πάντα. «Μεμνημένοι τοίνυν καὶ ἡμεῖς...» Ἐκείνου, πορευόμεθα, «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων» (Κολ. 3,13).
Ἀρχίζει νὰ εἰσοδεύει ἡ Νύχτα. Τὰ κεριὰ σβύνουν ἔνα-ἔνα, ἀφήνοντας μαζὶ μὲ τὸ εὐῶδες μοσχοθυμίαμα μιὰ παράξενη ὀσμὴ, ὡσὰν ἀνάσα τοῦ χθὲς, ποὺ κομίζεται ἀειθαλὴς καὶ γνώριμη, ὅπως ἠ κάθε καινούρια μέρα. Μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἐκτυπωμένη ἀπὸ τὸ χάραμα τῆς Δημιουργίας ἴσαμε σήμερα καὶ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμὴν. Σταυροκοπιέσαι, κλείνεις ὄλον αὐτὸν τὸ Κόσμο μὲσα στὸ σπίτι του, στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναχωρεῖς...
Παρασκευή, 25 Μαΐου 2007, ὥρα 23:37
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
(Παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη μου νὰ διαβάσει τὸ βιβλίο τοῦ Κώστα Ε. Τσιρόπουλου, «Τὸ σημεῖο τῆς στίξης» - Λόγος περὶ ἀνθρωπωνυμίων, Ἀστρολάβος Εὐθύνη 1984)
No comments:
Post a Comment