...ἄλλων καιρῶν κι ἀνθρώπων
Στὴ σεπτὴ Μνήμη τοῦ σεβαστοῦ μου Διδασκάλου Θεοδώρου Θερμοῦ
Στὴ σεπτὴ Μνήμη τοῦ σεβαστοῦ μου Διδασκάλου Θεοδώρου Θερμοῦ
Κάποτε, σέ ἄλλες ἐποχές, σέ ἄλλα χρόνια οἱ ἄνθρωποι σκέφτονταν περισσότερο ἀπό τούς σημερινούς. Κάθονταν δηλαδή καί ψάχνανε στίς ἀτέλειωτες ὧρες τοῦ χειμῶνα, ἤ καί στ' ἀπόβραδα τά θερινά τήν ψυχή τους κοιτάζοντας τό πῶς θά βελτιώσουν τό ἑαυτό τους, τό πῶς θά κατορθώσουν νά γίνουν πιό χρήσιμοι στή μικρή κοινότητα, στήν ὁποία ζοῦσαν. Αὐτό ἦταν τό μέλημα τότε κι αὐτή ἡ φιλοσοφία ἐπικρατοῦσε, ὡς δεδομένο γιά μιάν ὑπεύθυνη ζωή γεμάτη ἀξιοπρέπεια καί ἦθος.
Πᾶνε πολλά χρόνια ἀπό τότε. Τά μετρᾶς καί σιμώνουν τό μισό αἰῶνα· χρόνια πού πέρασαν καί κρατοῦν μόνο μέσα τους τίς μνῆμες: μνῆμες ἀγαθές, χωνεμένες πιά στή ψυχή ὡσάν τό λίπασμα, τήν ὕλη δηλαδή πού τρέφει τή νοσταλγία καί κρατεῖ τή καρδιά μέσα στό πολυκύμαντο τοῦ βίου, ὄρθια καί δυνατή. Θυμᾶσαι λοιπόν ἐκείνους τούς σιωπηλούς ἀνθρώπους τοῦ χωριοῦ σου, τούς παλιούς, ὅπως τούς ὀνομάζουν σήμερα, καθισμένους σιμά στήν παραστιά, στό τζάκι δηλαδή, νά κοιτοῦν ἀμίλητοι, ὦρες πολλές τή φωτιά, πού κλαδώνονταν πάνω στά ξύλα μέ μιά νευρικότητα, πού θύμιζε τήν ἴδια τή ζωή. Τό μικρό δωμάτιο πού καθόταν ἡ οἰκογένεια, ἦταν πάντα μισοφωτισμένο ἀπό τό φῶς τῆς ταπεινῆς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, ἡ ὁποία κρεμόταν ἀπό κάποιο καρφί, στόν τοῖχο ἤ στό τζάκι. Κι ὅλοι ἀμίλητοι, πονεμένοι κι ἀνύστακτοι κοίταζαν, πώς νά καλύψουν τόν ἄδειο χρόνο τ' ἀπόβραδου, μέχρι νά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου, γιά νά ξαποστάσουν, νά ὀνειρευτοῦν.
Ὡστόσο, ἡ μνήμη ἀπομένει νά κοιτάζει ἐκείνους τούς σιωπηλούς καί στοχαστικούς ἀνθρώπους, πού διαλογίζονταν μέ τή φωτιά, μέ τόν ἑαυτό τους, μέ τό Θεό, γιά νά βγοῦν ἀπό τά ἀδιέξοδα, γιά νά κατορθώσουν, κατά πώς λέει ὁ ποιητής, νά δανειστοῦν τήν ἡμέρα πού θά ξημέρωνε ὁ Θεός, ἔνα μικρό ποσό ὑπομονῆς, γιά νά τά φέρουν βόλτα.* Γιατί, κακά τά ψέμματα, τίς πλάτες ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τίς βάραιναν πολλοί κι ἐπώδυνοι σταυροί.
Ἀναλλογίζομαι ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι πάψανε, οἱ πιό πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, νά σκέφτονται. Γιατί μαζί μέ τά ἕτοιμα προϊόντα σερβίρονται καί ἕτοιμες λύσεις γιά τό κάθε πρόβλημα. Βλέπεις, ἀκόμη καί γι’ αὐτό τό περίφημο ζήτημα τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης δηλαδή τῶν ἀνθρώπων, ἀπαιτεῖται καί ὁ ἐπικοινωνιολόγος, αὐτός δηλαδή πού θά διδάξει τήν ἐπικοινωνία. Δηλαδή τήν κοινωνική ἐπαφή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού εἶναι, ἤ μᾶλλον ἦταν, αὐθόρμητο σέ κάποιους ἄλλους καιρούς καί χρόνους, ὅπως πολλά πράγματα: μεταξύ αὐτῶν καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ πραγματικοῦ μας ἑαυτοῦ κι ὄχι τοῦ πλασματικοῦ, γιά νά μάθουμε ποιοί εἴμαστε, τί θέλουμε καί γιατί ὑπάρχουμε. Κι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παλιοί στοχαστικοί ἄνθρωποι πάσχιζαν τίς πολλές κι ἄδειες ὧρες τοῦ βίου τους νά τίς καλύψουν μέ τήν ἀναζήτηση αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων, ἔτσι ὥστε νά γνωρίσουν κάποιες σκοτεινές πλευρές τῆς ψυχῆς τους καί τοῦ εἶναι τους. Καί τούτη τήν ἄγραφη βιοσοφία νά τήν παραδώσουν στά παιδιά τους, ὡσάν ἱερή παρακαταθήκη, γιατί μόνο ἔτσι ἦταν δυνατό νά ἀναστηθεῖ ἡ φυλή, τό γένος. Σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι τότε, πώς μέσα στά λίγα τετραγωνικά τοῦ σπιτιοῦ τους θά μπορέσουν ὅλοι νά χωρέσουν· μέ μόνη ἄνεση ὅτι δέν βρίσκονται ἔξω στή βροχή καί στό ξεπάγιασμα κι ὅτι εἶχαν ἕνα κομμάτι ψωμί πού τό τρώγανε εὐχαριστημένοι δοξάζοντας τόν Θεό.
Κι ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρός τῶν γιορτῶν τότε ὁ στοχασμός ἐντείνονταν, καθώς μέσα στό κλίμα τῆς χαρμολύπης αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πάσχιζαν νά ἰσορροπήσουν, κοιτάζοντας πάντα νά μήν προδώσουν τήν παράδοση, ἀλλά καί νά βιώσουν μέ περισσή χαρά τό γεγονός τῆς κάθε γιορτῆς.
Ἔφταναν, λοιπόν, τά Χριστούγεννα, οἱ Ἀπόκριες, οἱ Πασχαλιές, ὁ Δεκαπενταύγουστος, μέσα στήν ὁμορφιά καί τό κάλλος τους ἡ κάθε γιορτή κι ἐκεῖνοι σιωπηλοί, ἀλλά καί τίμιοι ἑορταστές, πάσχιζαν νά δώσουν νόημα στή ζωή τους, ὑπολογίζοντας μόνο σ'αὐτό. Γιατί ἤξεραν, πώς εἶναι τό μοναδικό στοιχεῖο στό βίο τους, πού τούς χαρίζει τή δυνατότητα νά καταλάβουν τήν ἐναλλαγή στήν καθημερινότητα καί νά γευτοῦν τή χαρά τῆς γιορτῆς.
Ὡστόσο τά χρόνια πέρασαν κι ἐκεῖνοι οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι ἀπόμειναν νά μᾶς ἀγναντεύουν ἀπό τό ὕψος τῆς ἀντίπερα ὄχθης: τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ δηλαδή. Ἀπόμειναν στή μνήμη τά πρόσωπα, οἱ λιτές τους χειρονομίες καί ὁ στοχαστικός τους τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν τά προβλήματα τοῦ κόσμου, βλέποντας πάντα μέ φαρμακωμένη αἴσθηση τήν αὔξηση τῆς κακίας, τοῦ ξεπεσμοῦ καί τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἤθους. Καί σήμερα πού λείπουν τούς ἀναζητοῦμε μέ δάκρυα καί πόνο, γιατί, ὅπως τά πράγματα δείχνουν, ὅλο καί περισσότερο φτωχαίνουμε ἀπό Ἀνθρώπους. Μέ Ἄλφα κεφαλαῖο.
Πᾶνε πολλά χρόνια ἀπό τότε. Τά μετρᾶς καί σιμώνουν τό μισό αἰῶνα· χρόνια πού πέρασαν καί κρατοῦν μόνο μέσα τους τίς μνῆμες: μνῆμες ἀγαθές, χωνεμένες πιά στή ψυχή ὡσάν τό λίπασμα, τήν ὕλη δηλαδή πού τρέφει τή νοσταλγία καί κρατεῖ τή καρδιά μέσα στό πολυκύμαντο τοῦ βίου, ὄρθια καί δυνατή. Θυμᾶσαι λοιπόν ἐκείνους τούς σιωπηλούς ἀνθρώπους τοῦ χωριοῦ σου, τούς παλιούς, ὅπως τούς ὀνομάζουν σήμερα, καθισμένους σιμά στήν παραστιά, στό τζάκι δηλαδή, νά κοιτοῦν ἀμίλητοι, ὦρες πολλές τή φωτιά, πού κλαδώνονταν πάνω στά ξύλα μέ μιά νευρικότητα, πού θύμιζε τήν ἴδια τή ζωή. Τό μικρό δωμάτιο πού καθόταν ἡ οἰκογένεια, ἦταν πάντα μισοφωτισμένο ἀπό τό φῶς τῆς ταπεινῆς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, ἡ ὁποία κρεμόταν ἀπό κάποιο καρφί, στόν τοῖχο ἤ στό τζάκι. Κι ὅλοι ἀμίλητοι, πονεμένοι κι ἀνύστακτοι κοίταζαν, πώς νά καλύψουν τόν ἄδειο χρόνο τ' ἀπόβραδου, μέχρι νά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ ὕπνου, γιά νά ξαποστάσουν, νά ὀνειρευτοῦν.
Ὡστόσο, ἡ μνήμη ἀπομένει νά κοιτάζει ἐκείνους τούς σιωπηλούς καί στοχαστικούς ἀνθρώπους, πού διαλογίζονταν μέ τή φωτιά, μέ τόν ἑαυτό τους, μέ τό Θεό, γιά νά βγοῦν ἀπό τά ἀδιέξοδα, γιά νά κατορθώσουν, κατά πώς λέει ὁ ποιητής, νά δανειστοῦν τήν ἡμέρα πού θά ξημέρωνε ὁ Θεός, ἔνα μικρό ποσό ὑπομονῆς, γιά νά τά φέρουν βόλτα.* Γιατί, κακά τά ψέμματα, τίς πλάτες ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τίς βάραιναν πολλοί κι ἐπώδυνοι σταυροί.
Ἀναλλογίζομαι ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι πάψανε, οἱ πιό πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, νά σκέφτονται. Γιατί μαζί μέ τά ἕτοιμα προϊόντα σερβίρονται καί ἕτοιμες λύσεις γιά τό κάθε πρόβλημα. Βλέπεις, ἀκόμη καί γι’ αὐτό τό περίφημο ζήτημα τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς συνάντησης δηλαδή τῶν ἀνθρώπων, ἀπαιτεῖται καί ὁ ἐπικοινωνιολόγος, αὐτός δηλαδή πού θά διδάξει τήν ἐπικοινωνία. Δηλαδή τήν κοινωνική ἐπαφή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού εἶναι, ἤ μᾶλλον ἦταν, αὐθόρμητο σέ κάποιους ἄλλους καιρούς καί χρόνους, ὅπως πολλά πράγματα: μεταξύ αὐτῶν καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ πραγματικοῦ μας ἑαυτοῦ κι ὄχι τοῦ πλασματικοῦ, γιά νά μάθουμε ποιοί εἴμαστε, τί θέλουμε καί γιατί ὑπάρχουμε. Κι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παλιοί στοχαστικοί ἄνθρωποι πάσχιζαν τίς πολλές κι ἄδειες ὧρες τοῦ βίου τους νά τίς καλύψουν μέ τήν ἀναζήτηση αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων, ἔτσι ὥστε νά γνωρίσουν κάποιες σκοτεινές πλευρές τῆς ψυχῆς τους καί τοῦ εἶναι τους. Καί τούτη τήν ἄγραφη βιοσοφία νά τήν παραδώσουν στά παιδιά τους, ὡσάν ἱερή παρακαταθήκη, γιατί μόνο ἔτσι ἦταν δυνατό νά ἀναστηθεῖ ἡ φυλή, τό γένος. Σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι τότε, πώς μέσα στά λίγα τετραγωνικά τοῦ σπιτιοῦ τους θά μπορέσουν ὅλοι νά χωρέσουν· μέ μόνη ἄνεση ὅτι δέν βρίσκονται ἔξω στή βροχή καί στό ξεπάγιασμα κι ὅτι εἶχαν ἕνα κομμάτι ψωμί πού τό τρώγανε εὐχαριστημένοι δοξάζοντας τόν Θεό.
Κι ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρός τῶν γιορτῶν τότε ὁ στοχασμός ἐντείνονταν, καθώς μέσα στό κλίμα τῆς χαρμολύπης αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πάσχιζαν νά ἰσορροπήσουν, κοιτάζοντας πάντα νά μήν προδώσουν τήν παράδοση, ἀλλά καί νά βιώσουν μέ περισσή χαρά τό γεγονός τῆς κάθε γιορτῆς.
Ἔφταναν, λοιπόν, τά Χριστούγεννα, οἱ Ἀπόκριες, οἱ Πασχαλιές, ὁ Δεκαπενταύγουστος, μέσα στήν ὁμορφιά καί τό κάλλος τους ἡ κάθε γιορτή κι ἐκεῖνοι σιωπηλοί, ἀλλά καί τίμιοι ἑορταστές, πάσχιζαν νά δώσουν νόημα στή ζωή τους, ὑπολογίζοντας μόνο σ'αὐτό. Γιατί ἤξεραν, πώς εἶναι τό μοναδικό στοιχεῖο στό βίο τους, πού τούς χαρίζει τή δυνατότητα νά καταλάβουν τήν ἐναλλαγή στήν καθημερινότητα καί νά γευτοῦν τή χαρά τῆς γιορτῆς.
Ὡστόσο τά χρόνια πέρασαν κι ἐκεῖνοι οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι ἀπόμειναν νά μᾶς ἀγναντεύουν ἀπό τό ὕψος τῆς ἀντίπερα ὄχθης: τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ δηλαδή. Ἀπόμειναν στή μνήμη τά πρόσωπα, οἱ λιτές τους χειρονομίες καί ὁ στοχαστικός τους τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν τά προβλήματα τοῦ κόσμου, βλέποντας πάντα μέ φαρμακωμένη αἴσθηση τήν αὔξηση τῆς κακίας, τοῦ ξεπεσμοῦ καί τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἤθους. Καί σήμερα πού λείπουν τούς ἀναζητοῦμε μέ δάκρυα καί πόνο, γιατί, ὅπως τά πράγματα δείχνουν, ὅλο καί περισσότερο φτωχαίνουμε ἀπό Ἀνθρώπους. Μέ Ἄλφα κεφαλαῖο.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
*βλ. Π.Β. Πάσχος, Ἔγκλειστος βίος, Ἀθήνα 1973, σελ. 97
No comments:
Post a Comment