Στὸν π. Χρυσόστομο Παπαθανασίου, χαιρετισμός.
Συχνὰ, μέσα στὸ ναὸ, ὅταν ἡ ἡσυχία καὶ ἡ σιωπὴ συνοδεύουν τοὺς καθημερινούς σου στοχασμοὺς καὶ τὶς ὅποιες δραστηριότητές σου, προσπαθεῖς νὰ καταλάβεις κάποια πράγματα, καθὼς συγκρίνεις καὶ παραλληλίζεις τὴ μεγαθυμία Του μὲ τὴν ὅποια σου συμπεριφορὰ καὶ στάση βίου. Ἔτσι, ἐνῶ καταλαβαίνεις τὴν ἀνοχὴ Του, γιὰ τὴν ὅλη σου βιοτὴ ποὺ συμπεριλαμβάνει, φυσικά, καὶ ἐκείνη τῆς διακονίας σου ὡς λειτουργού-ἱερέα, διακόνου τῶν Μυστηρίων Του, ἀπό τὴν ἄλλη ἐπισημαίνεις τὴν ἀταλάντευτη ὑπομονὴ καὶ συνδρομὴ Του, τὶς βεβαιωμένες αὐτὲς ἐκφάνσεις τῆς Ἀγάπης Του. Γιατὶ, ὅταν πολλὲς φορὲς αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου ἀσθενῆ, καὶ, μάλιστα, βαρύτατα ἀσθενῆ, καθὼς προσδιορίζεις «τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων σου δεινῶν», τότε εἶναι ποὺ ἐλέγχεσαι καὶ λὲς μὲ ὅση εἰλικρίνεια σοῦ περισσεύει: «Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὲ ἀνέχεται μὲ τόσες καὶ τόσες ἀσθένειες καὶ ἄλλα τόσα ἕλκη! Ἐγὼ θὰ μποροῦσα ποτὲ ν᾿ ἀνεχθῶ, νὰ ἔχω σιμά μου κάποιον ἀσθενῆ, μὲ πληγὲς ἀνίατες, μὲ κολλητικὴ ἀρρώστεια ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ φέρει σὲ ἀδιέξοδο, χώρια τοὺς κινδύνους;». Τὸ ἐρώτημα εἶναι κορυφαῖο καὶ ἀγγίζει βαθειὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι. Ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τὶς σημαντικὲς καὶ σημαδιακὲς στιγμὲς, ὅταν Τοῦ προτείνεις: «Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον Σῶμα Σου…. τὸ δὲ Ποτήριον τοῦτο Αἷμα Σου…..». Στ᾿ ἀλήθεια, τόση ἀξία ἔχεις καὶ σ᾿ ἀνέχεται, τόσο πολὺ «ἀναίσθητος» εἶναι, ἀπέναντι στὴν ὅλη σου ἀρνητικὴ προσφορά, ἤ μήπως συμβαίνει κάτι ἄλλο, κι αὐτὸ χρειάζεται νὰ σὲ προβληματίσει περισσότερο; Εἰλικρινὰ τὸ λέω, ὑπάρχουν χρονικὰ διαστήματα ποὺ μὲ διαβεβαιώνουν γιὰ τὴν ἐμμονὴ μου ὥστε ν᾿ ἀπαντηθεῖ τὸ ἐρὠτημά μου αὐτὸ, ἔστω κι ἄν οἱ ἀπαντήσεις ποὺ θὰ λάβω, θὰ εἶναι λειψὲς, ἀνάπηρες, ὅπως ἡ συμπεριφορά μου, ἤ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνω τὰ συμβεβηκότα.
Στέκεσαι πολλὲς βραδυὲς, γιατὶ τότε εἶναι οἱ πιὸ χαλαρὲς καὶ εὐλογημένες ὧρες καὶ παρατηρᾶς, ἀλλὰ καὶ σκέφτεσαι . Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια βλέπεις ὅτι ὁ κατάλογος αὐτὸς μακραίνει, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐκτενέστερος, ἐπειδὴ καὶ σὺ σιμώνεις στὸ νὰ κλείσεις τὴ θύρα σου παντοτεινὰ, νὰ βγάλεις τὸ πετραχείλι σου καὶ νὰ τὸ ἀποθέσεις πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥστε νὰ τὸ βρεῖ ὁ ἑπόμενος ποὺ θὰ τὸ φορέσει γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἱερὴ Ἀκολουθία τῆς Μυστηριακῆς Ζωῆς, αὐτῆς δηλαδὴ τῆς θύρας, ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς τοῦ Κόσμου σωτηρίας, κι ὕστερα, ἀφοῦ κοιτάξεις γιὰ στερνὴ φορὰ τὸ ναὸ, τὸ μισοφωτισμένο ἀπό τ᾿ ἄγρυπνα καντήλια τοῦ τέμπλου καὶ τοῦ ἱεροῦ, θὰ ξεκινήσεις τὸ μεγάλο σου ταξίδι. Μὲ μόνο διαβατήριο αὐτὲς τὶς στιγμὲς, τὶς ὀριακὲς στιγμὲς, ποὺ μοσχοβολοῦν φιλανθρωπία Θεοῦ, κατάνυξη, εὐλογία καὶ ἀνοχή. Γιατὶ ἐγκαταλείποντας τὸ φυσικὸ χῶρο τῆς διακονίας σου δὲν εἶναι δυνατὸ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ στερήσει νὰ λάβεις, ὡς ἄλλη παρακαταθήκη, ἐκεῖ ποὺ μέλλει νὰ μεταβεῖς, τὶς εἰκόνες τοῦ χτὲς ποὺ ἔζησες, εἰκόνες ποὺ εὐωδιάζουν θυμίαμα, ἀνάσα Θεοῦ, δεντρολίβανο, βασιλικὸ ἤ ματζουράνα…
Χαροποιὸς ἡ διάθεσή σου ἀπομένει μονάχα σὲ τοῦτο: ὅτι δὲν «κατόρθωσες» νὰ γίνεις κάτοχος -τὶ νὰ σημαίνει, ἄραγε, ἡ λέξη αὐτὴ γιὰ ἔναν ἱερέα;- μιᾶς ὑλικῆς περιουσίας ποὺ θὰ σκανδαλίσει αὔριο, ἀλλ᾿ ἀρκέστηκες στὰ ὅσα ἔλαβες ἐν φιλοτιμίᾳ, ἀγάπῃ καὶ συναντιλήψει. Μὲ κορυφαίο μάθημα τὴν ἔντιμο πτωχεία, ποὺ ὡστόσο τὴ συμπλήρωνες ἀπό τὴν ἁπλοχεριὰ τῆς Παρουσίας Του, ποὺ ταχτοποιοῦσε τὰ πράγματα μὲ πατρικὸ ἐνδιαφέρον καὶ σὲ χρόνο ἀνύποπτο, ἀλλὰ κάποτε ὀριακό…
Στέκεσαι πολλὲς βραδυὲς, γιατὶ τότε εἶναι οἱ πιὸ χαλαρὲς καὶ εὐλογημένες ὧρες καὶ παρατηρᾶς, ἀλλὰ καὶ σκέφτεσαι . Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια βλέπεις ὅτι ὁ κατάλογος αὐτὸς μακραίνει, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐκτενέστερος, ἐπειδὴ καὶ σὺ σιμώνεις στὸ νὰ κλείσεις τὴ θύρα σου παντοτεινὰ, νὰ βγάλεις τὸ πετραχείλι σου καὶ νὰ τὸ ἀποθέσεις πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥστε νὰ τὸ βρεῖ ὁ ἑπόμενος ποὺ θὰ τὸ φορέσει γιὰ νὰ συνεχίσει τὴν ἱερὴ Ἀκολουθία τῆς Μυστηριακῆς Ζωῆς, αὐτῆς δηλαδὴ τῆς θύρας, ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς τοῦ Κόσμου σωτηρίας, κι ὕστερα, ἀφοῦ κοιτάξεις γιὰ στερνὴ φορὰ τὸ ναὸ, τὸ μισοφωτισμένο ἀπό τ᾿ ἄγρυπνα καντήλια τοῦ τέμπλου καὶ τοῦ ἱεροῦ, θὰ ξεκινήσεις τὸ μεγάλο σου ταξίδι. Μὲ μόνο διαβατήριο αὐτὲς τὶς στιγμὲς, τὶς ὀριακὲς στιγμὲς, ποὺ μοσχοβολοῦν φιλανθρωπία Θεοῦ, κατάνυξη, εὐλογία καὶ ἀνοχή. Γιατὶ ἐγκαταλείποντας τὸ φυσικὸ χῶρο τῆς διακονίας σου δὲν εἶναι δυνατὸ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ στερήσει νὰ λάβεις, ὡς ἄλλη παρακαταθήκη, ἐκεῖ ποὺ μέλλει νὰ μεταβεῖς, τὶς εἰκόνες τοῦ χτὲς ποὺ ἔζησες, εἰκόνες ποὺ εὐωδιάζουν θυμίαμα, ἀνάσα Θεοῦ, δεντρολίβανο, βασιλικὸ ἤ ματζουράνα…
Χαροποιὸς ἡ διάθεσή σου ἀπομένει μονάχα σὲ τοῦτο: ὅτι δὲν «κατόρθωσες» νὰ γίνεις κάτοχος -τὶ νὰ σημαίνει, ἄραγε, ἡ λέξη αὐτὴ γιὰ ἔναν ἱερέα;- μιᾶς ὑλικῆς περιουσίας ποὺ θὰ σκανδαλίσει αὔριο, ἀλλ᾿ ἀρκέστηκες στὰ ὅσα ἔλαβες ἐν φιλοτιμίᾳ, ἀγάπῃ καὶ συναντιλήψει. Μὲ κορυφαίο μάθημα τὴν ἔντιμο πτωχεία, ποὺ ὡστόσο τὴ συμπλήρωνες ἀπό τὴν ἁπλοχεριὰ τῆς Παρουσίας Του, ποὺ ταχτοποιοῦσε τὰ πράγματα μὲ πατρικὸ ἐνδιαφέρον καὶ σὲ χρόνο ἀνύποπτο, ἀλλὰ κάποτε ὀριακό…
No comments:
Post a Comment