Friday, 21 October 2011

Ένα παιδί που φύσαγε μπαμπάκια

Χάζευα από ώρα μπροστά στην ολοστρόγγυλη καταπακτή, όταν στάθηκε δίπλα μου «αυτός που φυσάει μπαμπάκια» μαζί με τη γιαγιά του.

Έτσι τον έλεγα. Κι ας μου έλεγε η μαμά μου: «Ντροπή… Φώτη, σου είπα τον λένε». Δεν είχα φωνάξει όμως ποτέ το όνομά του, θέλω να πω, δεν τον άφηναν ούτε στιγμή να βγει στο δρόμο για παιχνίδι. Τον έβλεπα μόνο να στέκεται στο ίδιο μπαλκόνι του σπιτιού τους, γέρνοντας το σώμα του μια δεξιά, μια αριστερά, σαν εκκρεμές, ενώ κάθε τόσο έκοβε μικρά κομμάτια από μπαμπάκι, τα έξανε με την ησυχία του και τα φυσούσε δυνατά, θαυμάζοντας το κύκνειο πέταγμά τους. Απ’ όσα «έπαιρναν τ’ αυτιά μου» στο σπίτι και στην γειτονιά, ένιωθα πως κάτι συνέβαινε μ’ εκείνον, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι, αλλά ούτε με ενδιέφερε να μάθω.

Εκεί, τον είδα για πρώτη φορά από κοντά: ένα σγουρομάλλικο ξανθό αγόρι με όψη χαμογελαστή, που έκανε άσκοπες, περίεργες κινήσεις με τα χέρια του. Mιλούσε μ’ ένα τρόπο ιδιαίτερο, κάπως μωρουδιακά, καθώς σκυμμένος επάνω από το κιγκλίδωμα της καταπακτής (απομεινάρι του ζωολογικού κήπου που υπήρχε στο Άλσος Παγκρατίου, πριν την Κατοχή) φώναζε στην αρκούδα. Η καταπακτή ήταν το σπίτι της, ο τάφος της για να ακριβολογούμε.

Στον πάτο ενός μεγάλου λάκκου που έμοιαζε με χωμάτινο βαρέλι με ξέσκεπο το πάνω το καπάκι, βρισκόταν ένα μεγάλο κούτσουρο, για να θυμίζει, ως φαίνεται στο ζωντανό τη φύση και για να τρίβει επάνω του τα νύχια και το σώμα του. Κατά τη δυτική πλευρά μια εσοχή δημιουργούσε ένα είδος μακρόστενης «σπηλιάς» που ήταν η φωλιά του με κάγκελα στο επάνω μέρος, ενώ ένας μηχανισμός κατέληγε στο κιγκλίδωμα σε κάτι σαν τιμόνι με κάθετη λαβή. Έλεγαν πως με αυτό κατέβαζαν τα κάγκελα, όταν έπρεπε να μείνει στη φωλιά του.

Η αρκούδα συνήθιζε να κάθεται για ώρες εκεί μέσα, γι’ αυτό όλα τα παιδιά χαιρόμασταν ιδιαίτερα όταν ήταν στην… αυλή της. Σήκωνε τότε το κεφάλι της ψηλά, λες και αναζητούσε τη ματιά μας, χτύπαγε το στήθος της και μούγκριζε λυπητερά, ενώ εμείς σκάγαμε στα γέλια. Γι’ αυτά τα γέλια ένιωσα ντροπή στα γυμνασιακά μου χρόνια, διαβάζοντας τούς στίχους του Άγγελου Σικελιανού από το ποίημά του «Ιερά Οδός» που λέει για την καφέ αρκούδα:

«…μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου…»…

Ο Φώτης έδειχνε πραγματικά ευτυχισμένος που ήμασταν μαζί. Με αγκάλιαζε κάθε τόσο σφικτά (κάποτε με παράσφιγκε, εδώ που τα λέμε, αλλά μπορούσα να ξεφεύγω και σε λίγο το έβρισκα παιχνίδι) και τσαλαβουτούσε μαζί μου στα νερά, στη διπλανή λιμνούλα με τις πάπιες, παρά τις φωνές απελπισίας της γιαγιάς του.

Από εκείνη την ημέρα έπαιζα συχνά στο Άλσος με το φίλο μου το Φώτη, ώσπου ένα πρωινό έμαθα πως φεύγουν για την Κηφισιά. Κάτι σαν Αυστραλία εμένα μου ακούστηκε, εκεί που πήγαιναν οι άνθρωποι και δεν τους ξανάβλεπες πια.

Και έτσι ακριβώς έγινε.

------

Εχθές στον ύπνο μου βρέθηκα στο Άλσος…

Δίπλα ακριβώς από την καταπακτή τεράστια φορτηγά γεμάτα χώμα σήκωναν τις καρότσες τους και άδειαζαν το φόρτωμα για να καλύψουν το κενό -κάτι που έχει γίνει εδώ και χρόνια. Εγώ λιποψυχούσα από αγωνία, μη μπορώντας να μιλήσω, επειδή δεν ήξερα εάν είχαν βγάλει έξω την αρκούδα. Μα όταν οι εργάτες τέλειωσαν τη δουλειά τους και άρχισαν να φυτεύουν πολύχρωμα λουλούδια, μια άλλη καταπακτή ανοίχτηκε και όλα έγιναν πια μια αλλόκοτη ιστορία.

Αυτή η καταπακτή όλο άπλωνε και βάθαινε και πήρε διαστάσεις τεράστιου κρατήρα και έφτασε ως τα Έγκατα και άρχισαν ν’ αναδεύονται στα καπνισμένα σπλάχνα της μυριάδες πλάσματα της γης, ισχνά, τσουρουφλισμένα που ζήταγαν απελπισμένα να πιούν νερό και αέρα να αναπνεύσουν. Κι ενώ έτρεμα σύγκορμος από τη φρίκη, άκουσα την καφέ αρκούδα να βρυχάται με ένα τέτοιο σπαραγμό, που όμοια κραυγή δεν είχα ξανακούσει.

Εκεί, στην ώρα πια του Τίποτα, ένα Ολόφωτο Παιδί φύσηξε από ψηλά και αμέτρητα συννεφάκια από μπαμπάκι άρχισαν ένα τρελό χορό, λες και ζωντάνεψε η φύση.

Προσπάθησα να φωνάξω το όνομά του, μα ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα.

Ντέμη Σταυροπούλου

No comments: