…ως αρχέτυπα Ορθοδόξου φρονήματος και
πνευματικής ζωής
Οι εικόνες των αγίων έχουν δεσπόζουσα θέση
στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Το
περιεχόμενο και η σημασιολογική ερμηνεία τους είναι πολλαπλή, πρώτιστη όμως
σημασία έχουν ο θεολογικός και ο δογματικός χαρακτήρας τους[1].
Γι’ αυτό το λόγο απαγορεύεται στον καλλιτέχνη να αναπτύξει πρωτοβουλίες, καθώς
το ορθόδοξο δόγμα επιδέχεται μόνο μία ερμηνεία. Ο κανόνας αυτός είναι
απαράβατος γιατί οι εικόνες αποτελούν «υπομνήματα στο Θείο Λόγο»[2].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πίστευαν στην
αναγκαιότητα και τη θετική επίδραση της τέχνης. Ο Μέγας Φώτιος μαζί με τους
κλασικούς Καππαδόκες πατέρες του 4ου αιώνα διακήρυσσαν ότι «η εικονιστική
διακόσμηση των ναών έπρεπε να παιδαγωγεί τους πιστούς με παραστάσεις από την
Αγία Γραφή»[3],
γι' αυτό και πέρα από το αισθητικό αποτέλεσμα προέχει το αγιαστικό και
διδακτικό στοιχείο της, διότι συμβάλλει στην τελείωση του ανθρώπου και όχι σε
ότι οδηγεί στην αλλοτρίωσή του. Η φιλοκαλία του αγιογράφου εξυπηρετεί τους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς σκοπούς
που συνδέονται με το λειτουργικό χαρακτήρα των εικόνων, οι οποίες αποσκοπούν
στην «εσωτερική και εξωτερική τέρψη»[4].
Πρώτος ο Μέγας Βασίλειος[5]
δίδαξε ότι η προσκύνηση των εικόνων «επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Η εικόνα δηλαδή είναι μέσο αναφοράς στο
εικονιζόμενο πρόσωπο. Οι πιστοί βλέπουν στις ιερές εικόνες του Ιησού Χριστού
και των Αγίων Του τα φυσικά πρόσωπά τους. Ο Δαμασκηνός λέγει: «ει η εικών του
βασιλέως εστί βασιλεύς, και η εικών του Χριστού Χριστός και η εικών του Αγίου
Άγιος»[6].
Κατά συνέπεια οι εικόνες είναι οι μεσάζοντες ανάμεσα στους πιστούς και στις
τιμώμενες προσκυνούμενες μορφές. Οι εικόνες δεν έχουν αυτοτέλεια αλλά απλώς
λειτουργούν για την πραγματοποίηση της αναφοράς των πιστών προς τα εικονιζόμενα
πρόσωπα, καθώς και για την ανταπόκριση αυτών στις ικεσίες τους[7].
Εξασφαλίζουν μια κοινωνία με το πρωτότυπο, μία μυστική επαφή εικόνας και
εικονιζόμενου, χωρίς όμως να υπάρχει καμία ταύτιση μεταξύ των δύο[8].
Γι' αυτό και ο πιστός πρέπει να προσπαθήσει να ανυψώσει το νου του βλέποντας
την εικόνα προς την ίδια την πηγή της, το αόρατο δηλαδή αρχέτυπο. Μοιάζουν
δηλαδή οι εικόνες με φωτεινή είσοδο προς τα ακατάληπτα μυστήρια[9].
Ιδιαίτερα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκφράζει
την έντονη επίδραση των εικόνων στην ψυχή των πιστών σύμφωνα με τον οποίο η θέα
και προσκύνηση των αγίων εικόνων θέτει σε λειτουργία τις πνευματικότερες
διεργασίες του ανθρώπινου νου, μέσω των οποίων συνεγείρεται η ψυχή του
χριστιανού σε άμεση προσωπική κοινωνία με την υπόσταση των εικονιζόμενων μορφών[10]:
«Δια γαρ της αισθήσεως φαντασία τις συνίσταται εν τη
έμπροσθεν κοιλία του εγκεφάλου και ούτω τω κριτικω παραπέμπεται και τη μνήμη
ενθησαυρίζεται»[11] «Και γαρ δι' αυτων (των εικόνων) εις
ενοποιον τινα και συναγωγον αναγόμεθα θεωρίαν, και προς ακρότατον των ορεκτων
δι' αυτης αξιούμεθα θείας και υπερφυους συναφείας»[12]. Οδηγούν δηλαδή τους πιστούς σε νέες
εμπειρίες και περιοχές, τους φέρνουν σε άμεση σχέση με τη χάρη και την υπόσταση
των εικονιζόμενων προσώπων, αφού και η ύλη αγιάζεται μέσα στην Εκκλησία,
αρχίζοντας να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά[13].
Ο εποικοδομητικός ρόλος των εικόνων δε
βρίσκεται μόνο στη διδασκαλία των αληθειών της χριστιανικής πίστης, αλλά στη
μόρφωση τη γενική του ανθρώπου. Το περιεχόμενό τους αποτελεί μια πραγματική
πνευματική καθοδήγηση[14].
Οι εικόνες συνιστούν τις «μορφές της λειτουργικής ωραιότητος» [15]
της αναστάσιμης ατμόσφαιρας της Εκκλησίας μέσα στην οποία η λαϊκή ψυχή νιώθει
κυριευμένη από το συναίσθημα μιας ανέκφραστης παρουσίας. Η επιθυμία της
απεικόνισης των ιερών προσώπων από μέρους των χριστιανών φαίνεται και από τον
παρακάτω λόγο του Δαμασκηνού: «Εγω επει άνθρωπος
ειμι και σωμα περίκειμαι, ποθω και σωματικως ομιλειν και οραν τα άγια·
συγκατάβηθί τω ταπεινω μου φρονήματι ο υψηλος...»[16]. Έτσι, λοιπόν, όλες οι εικόνες ασκούν
ψυχοσωτήρια επίδραση στους πιστούς, γι' αυτό και δεν πρέπει να διαχωρίζονται σε
θαυματουργές και μη. Όλες παρέχουν την αγιαστική ενέργεια τους στους
χριστιανούς[17].
Οι εικόνες
έχουν για τον πιστό και ρόλο υπόμνησης, αισθητοποιούν τις θεμελιώδεις αλήθειες
της ορθόδοξης πίστης, αναπαριστούν όσο πιο πιστά την ιστορική πραγματικότητα
και παραπέμπουν με τον τρόπο αυτό στο πρωτότυπό τους[18].
«Ορωσιν αυτον (τον Χριστό)
γεννηθέντα, βαπτιζόμενον, θαυματουργουντα, σταυρούμενον, θαπτόμενον,
ανιστάμενον, εις ουρανους ανερχόμενον, εν οις ου πλανώμεθα μη ταυτα ουτως έχειν, συντρεχουσης
της όψεως τη του νου θεωρία»[19]. Για αυτό και χαρακτηρίζονται οι εικόνες,
τόσο από τον πατριάρχη Νικηφόρο όσο και από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ως «ιερά υπομνήματα»[20]. Για τον Φώτιο[21]
«...η τιμη των εικονισμάτων τιμη
γίνεται των εικονιζομένων...». Αποτελούν δηλαδή κατά τους πατέρες, «υπόμνημα σωτήριον» [22], χωρίς να σημαίνει μία απλή υπενθύμιση
προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος, σύμφωνα με τους ψυχολογικούς νόμους του
συνειρμού και της ανάπλασης των παραστάσεων, αλλά αντιστοιχούν σε μία
μυστηριακή και μυστική παρουσία, που συμβαίνει μέσα στο αιώνιο παρόν του Θεού.
Είναι το ανάγνωσμα των αρχετύπων και η θεωρία των πρωτοτύπων, είναι ο σύνδεσμος
μεταξύ της στρατευόμενης και της θριαμβεύουσας Εκκλησίας[23].
Οι απεικονίσεις των θείων προσώπων
χρησιμεύουν ως αναγκαία υπομνήματα για τα κεφαλαιώδη θέματα της λατρείας[24].
«Αι δε των αγίων εικόνες ωσαύτως
εκάστου αυτων τους αγωνας σημαίνουσαι, ... οι χριστιανοί... πίστει τας των
αγίων θεωρουσιν εικόνας μνήμην φέροντες της τουτων θεοσεβείας» τονίζεται στα Πρακτικά της Ζ΄
Οικουμενικής Συνόδου[25].
Δεν πρέπει να παραβλεφθεί ακόμη η
διδακτική σημασία και αξία της χρήσης των εικόνων, αφού σύμφωνα με τους πατέρες
της Εκκλησίας οι εικόνες είναι το μέσο διδασκαλίας των αληθειών του ευαγγελίου.
Ο παιδαγωγικός-διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων, η συνάρτηση μνήμης των
εικονιζόμενων προσώπων και πόθου προς αυτά, επισημαίνεται επίσης και από την Ζ΄
Οικουμενική Σύνοδο, στο δογματικό όρο: «Όσω γαρ
δι' εικονικής ανατυπώσεως ορωνται, τοσουτον και οι ταυτας θεώμενοι διανίστανται
προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν»[26]. Τονίζεται δηλαδή ο αναμνηστικός
χαρακτήρας των εικόνων, η διατήρηση στη μνήμη του πιστού της μορφής και του
παραδείγματος του εκάστοτε εικονιζόμενου άγιου προσώπου ώστε να κρατούν στη
μνήμη τους οι πιστοί τα κατορθώματα των αθλητών αγίων και να τα ακολουθούν ως
πρότυπα στον επίγειο βίο τους[27].
Yποδεικνύουν
και προβάλλουν πρότυπα και τρόπους που πρέπει να ακολουθήσουν οι πιστοί για να
εναρμονιστούν με τη διδασκαλία της Εκκλησίας[28].
Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό είναι «ασίγητοι κήρυκες εν αήχω φωνη τους ορωντας διδάσκουσαι»[29]. Η εικονογραφία δηλαδή επενεργεί μυστικά
στην καρδιά και στο φρόνημα των πιστών, προκαλεί βιώματα ευσέβειας μεταδίδοντας
μέσα από την όραση αθόρυβα όλα όσα αδυνατεί μερικές φορές να μεταδώσει ο εύηχος
λόγος: «Πρώτη
γαρ αισθήσεων όρασις· ώσπερ και τοις λόγοις, την ακοην· υπόμνημα γαρ εστιν η
εικων· και όπερ τοις γράμμασι μεμνημένοις η βίβλος, τουτο και τοις αγραμμάτοις
η εικων· και όπερ τη ακοη ο λόγος, τουτο τη οράσει η εικων· νοητως δε αυτη
ενούμεθα»[30]. Οι εικόνες δηλαδή είναι το μέσο
επικοινωνίας για τους «αγραμμάτους» και τους «ιδιώτας» ανθρώπους. Δεν απαιτείται ειδική παιδεία
του πιστού για να εκπληρώσουν την επικοινωνιακή-παιδευτική λειτουργία τους. Δεν
απαιτείται διανοητική λειτουργία όπως στην περίπτωση της αναγνώσεως των ιερών
κειμένων για να συλληφθεί η πραγματικότητα[31].
Οι εικόνες δεν απαιτούν γραμματικές γνώσεις, οπότε αποτελούν το μέσο για να
γίνουν κατανοητές οι αλήθειες του ευαγγελίου. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζονται
ως βιβλία
των αγραμμάτων[32]. Οι εικόνες, αν και άφωνες, κατανοούνται
ευκολότερα, μιλούν με το δικό τους τρόπο και δημιουργούν στις ψυχές των πιστών
έντονα συναισθήματα και ιδιάζουσες ψυχολογικές εμπειρίες[33].
Εκείνο που η Βίβλος λέει με το λόγο οι εικόνες το αναγγέλλουν ορατά και το
κάνουν παρόν. Επιχειρούν να καταστήσουν προσιτό στο ανθρώπινο πνεύμα το
μυστήριο της θείας οικονομίας[34].
Αντί, λοιπόν, να ακούν οι πιστοί, και δη οι απλοί άνθρωποι που δεν είναι
μυημένοι στις δογματικές αναλύσεις, τη θυσία του Αβραάμ από τη Βίβλο ή το
χορτασμό των πεντακισχιλίων από την Καινή Διαθήκη ή τους αγώνες των αγίων από
το Συναξαριστή, οι εικόνες με αφηγηματικό τρόπο τα αναπαριστούν ζωντανά μπροστά
του, κάνουν την πίστη πιο χειροπιαστή και τις ιδέες πιο κατανοητές και
προσιτές, καθιστώντας δυνατή, μέσα στα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια, τη μυστική
θέαση και βίωση των γεγονότων[35].
Γιατί με την αίσθηση των ματιών, που είναι «οι γέφυρες που περνάνε τον έξω
κόσμο μέσα μας», φτάνουν στην αισθητική απόλαυση της ψυχής και, καθώς
συμμετέχει ο νους με την κατανόηση και την παραδοχή της άγιας διδαχής μέσα από
αυτή, ο «όλος άνθρωπος», των Πατέρων της Εκκλησίας, αποκτά συνείδηση της
ύπαρξής του και αίρεται σε χώρους θείας έξαρσης[36].
Πρέπει να τονιστεί ότι το πλήρωμα της
ορθόδοξης Εκκλησίας πορεύτηκε για αιώνες, χωρίς ιδιωτική ανάγνωση της Αγίας
Γραφής, λόγω κυρίως της έλλειψης της απαιτούμενης παιδείας κατά τους σκοτεινούς
χρόνους της Τουρκοκρατίας. Την έλλειψη αυτή αναπλήρωσαν οι ιερές εικόνες, τις
οποίες οι υπόδουλοι χρησιμοποιούσαν ως ισοδύναμες με την Αγία Γραφή, αγνοώντας
πιθανότατα ότι εφάρμοζαν ακριβώς την απόφαση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου για
την ισοτιμία των εικόνων με την Αγία Γραφή[37].
Είναι δηλαδή το μέσο ενημέρωσης και διδαχής ευρύτερης αποδοχής, επειδή
ελαχιστοποιούν τις εκπαιδευτικές προϋποθέσεις, ευκολύνοντας την πρόσληψη του
σωτηριολογικού μηνύματος. Έχουν τη δική τους γλώσσα, δημιουργούν εμπειρίες,
ευαισθητοποιούν θετικά, αποτυπώνουν το βάθος της αλήθειας, αφού ο άνθρωπος
πλάστηκε «κατ' εικόνα Θεού»[38].
Ο Μέγας Βασίλειος[39]
κάνοντας λόγο για τους λογογράφους και τους ζωγράφους καταλήγει στο συμπέρασμα:
«οι μεν τω λόγω κοσμουσιν, οι δε τοις
πίναξιν εγχαράττουσι»,
όπως δηλαδή ένας λογογράφος προσπαθεί να διανθίσει το λόγο του και να τον
επιμεληθεί, προκειμένου να επηρεάσει τους ακροατές του, κατά τον ίδιο τρόπο και
ο αγιογράφος αποσκοπεί με το έργο του στην επίδραση των θεατών του,
αναπαριστώντας όχι μόνο με χρώματα το σχήμα και τη μορφή του εικονιζόμενου αλλά
ερμηνεύοντας τόσο την εσωτερική διάθεση, όσο και την ψυχική κατάσταση, το
πνευματικό βάθος και τα εσωτερικά χαρίσματα, τη σταθερότητα της πίστης[40].
Επισημαίνεται έτσι ο ρόλος που παίζει η τεχνική και η τεχνοτροπία στην επίδραση
των πιστών-θεατών. Ακόμα και το χρώμα μιλά με το δικό του τρόπο. Εάν ο
εικονογράφος δημιουργούσε μορφές κοσμικής ωραιότητας δεν θα του δημιουργούσε
ψυχικές δονήσεις και δεν θα τον βοηθούσε στην αντίληψη και κατανόηση των
μυστηρίων της λατρείας[41].
Όλες αυτές τις πληροφορίες των πηγών τις
αξιοποιεί κατάλληλα ο ορθόδοξος αγιογράφος. Μέσα από τη γλώσσα των σχεδίων και
των χρωμάτων διδάσκει, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα μάτια των εικονιζόμενων
μορφών, τονίζοντάς τα, με κάποια μάλιστα δυσαρμονία σε σχέση με την όλη δομή
του προσώπου, διότι «ο
λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός»[42]· η θέα δηλαδή των οφθαλμών των αγίων
επιδρά στον εσώτερο ψυχικό κόσμο των πιστών, με απώτερο σκοπό τη σωτηρία τους,
καθώς αναλογίζονται τις αμαρτίες τους, αλλά και τη σωματική και πνευματική τους
τύφλωση[43]. Αποκαλύπτουν έτσι οι εικόνες στους
αισθητούς οφθαλμούς την πραγματικότητα εκείνη που είναι απρόσιτη, ζωντανεύουν
ιερά πρότυπα[44], υποδεικνύοντας και διδάσκοντας στους
πιστούς πώς θα προσεγγίσουν τον ενάρετο βίο τους[45]. Τούτο ενισχύεται και από τον ακόλουθο
λόγο του Ιωάννη Δαμασκηνού: «To αισθητον όμμα προς την εικόνα ατενως
βλέπων, το νοητον της καρδίας όμμα συν τω νω εις το μυστήριον της ενσάρκου
οικονομίας ακοντίζω...»[46], ασκούν δηλαδή οι εικόνες το μάτι και
εξασκούν το νου να βλέπει την ύλη «εν Πνεύματι», όχι απλά ως γυμνό κτίσμα, αλλά
ως εξαγιασμένο και δοξασμένο δημιούργημα του Θεού. Δεν είναι δηλαδή η όραση
αυτή που σηματοδοτεί το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά η ενόραση, δεν είναι η αίσθηση
του οράν αλλά του εφοράν, η αίσθηση του άλλου, του εμείς, αλλά και του μόνου,
του Δημιουργού[47]. Γίνονται έτσι οι εικόνες η γέφυρα που
συνδέει τα γήινα με τα επουράνια, τα φθαρτά με τα άφθαρτα, όπως σημειώνει και ο
Στέφανος διάκονος «Θύρα
δε η εικων λέγεται, ήτις διανοίγει τον κατα Θεον κτισθέντα νουν ημων προς την
ένδον του πρωτοτύπου καθομοίωσιν»[48]. Και από τα λεγόμενα των πατριαρχών
Νικηφόρου: «Όπερ
γαρ πολλάκις ο νους ουχ ειλε δια της των λόγων ακοης, η όψις απλανως
παραλαβουσα, σαφέστερον εφηρμήνευσεν»[49] και Γερμανού: «Α γαρ ο λόγος της ιστορίας δια της
ακοης παρίστησι, ταυτα γραφη σιωπωσα δια μιμήσεως δείκνυσι»[50], εγείροντας τον πόθο για μίμηση. Ο
αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ταυτίζει τις εικόνες με το Ευαγγέλιο
και θεωρεί από παιδαγωγική άποψη τη θέα ως πιο δυναμική προσέγγιση της ίδιας
αλήθειας του Ευαγγελίου, γιατί εποπτικά συμμετέχουν και οι αισθήσεις του
ανθρώπου[51].
Όπως το ευαγγέλιο ασκεί μια πρόσκληση στον
κάθε άνθρωπο για μετάνοια, αγιασμό και σωτηρία, κατά τον ίδιο τρόπο και οι
εικόνες προσκαλούν τον πιστό για εγρήγορση και μίμηση της ζωής και της
αγιότητας των εικονιζόμενων αγίων μορφών. Οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας,
των Αποστόλων και όλων των αγίων της Εκκλησίας αποτελούν την πιο δυναμική
πρόσκληση για σωτηρία. Για τη μίμηση αυτή της ζωής και του αγώνα των αγίων
κάνει λόγο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «στήλας αυτοις (τοις αγίοις) εγείρωμεν ορωμένας τε
εικόνας, και αυτοι έμψυχοι στηλαι αυτων και εικόνες, τη των αρετων μιμήσει
γενώμεθα»[52]. Eπίσης, σε επιστολή του προς τον έπαρχο
Ολυμπιόδωρο ο ασκητής Νείλος[53],
μαθητής του Ιωάννου Χρυσοστόμου, κάνει λόγο για τον παραδειγματισμό των ιερών
σκηνών του ιστορημένου ναού, διότι μέσω αυτών ξεδιπλώνονται ενώπιον των
οφθαλμών των μη εντρυφέντων στα πατερικά κείμενα πιστών τα ανδραγαθήματα και τα
ευκλεή αριστεύματα των μαρτύρων. Όμοια για «μίμησιν της αρετης των Αγίων» κάνει λόγο και ο άγιος Νεκτάριος
Πενταπόλεως[54].
Ο δε άγιος Γρηγόριος, αδελφός του Μ.Βασιλείου, αναφέρει «... και γραφη σιωπωσα εν τοιχω
λαλειν, και τα μέγιστα ωφελειν...»[55]. Οι εικονιζόμενες λοιπόν άγιες μορφές,
που αξιώθηκαν τη θεία χάρη και έφτασαν στο ύψιστο σημείο πνευματικής τελείωσης,
αποτελούν με το βίο τους τα αυθεντικότερα πρότυπα του ορθόδοξου φρονήματος και
της πνευματικής ζωής για τους πιστούς, αποτελούν «φωτα θεουργικά» κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή[56],
έχοντας αντίκτυπο στον ψυχικό τους κόσμο, προσφέροντάς τους παραμυθία και
πνευματική μακαριότητα, ενισχύοντας και ανακουφίζοντάς τους στις δυσκολίες και
στα προβλήματα της καθημερινότητας αλλά και οδηγώντας τους στην αποδέσμευση από
τα βιοτικά και κοσμικά θέματα, στην πνευματική τους ανύψωση και εύρεση της
έννοιας της δικής τους ζωής[57],
όπως τούτο τονίζεται από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας[58]:
«Απο των σωματικων ως εξ εικόνος
εναργεστάτης αναφοιταν αναγκαιον επι τα πνευματικά». Κάθε ανησυχία, αγωνία, σβήνουν μπροστά
στην εσωτερική γαλήνη, στη νηφαλιότητα και ειρήνη των παριστανόμενων μορφών[59].
Σαν αληθινοί παιδαγωγοί μεταδίδουν μόνο ό,τι κρίνουν συμφέρον για τους
ανθρώπους και ό,τι μπορούν αυτοί να δεχθούν. Η παρουσία τους κατά συνέπεια
αποβαίνει γι' αυτούς ιδιαίτερα πολύτιμη, ειδικά για το σημερινό άνθρωπο της
μοναξιάς και της απελπισίας, διότι έχοντάς τους ενώπιόν τους (μοναδική ελπίδα
υπέρβασής τους) προσπαθούν, ακολουθώντας τα ίχνη τους, να καλλιεργήσουν το ήθος
της Εκκλησίας, αποκτώντας κατά τον τρόπο αυτό «ομοήθεια» Χριστού[60].
Γι ' αυτό και οι εορτές των αγίων δεν αποτελούν μια απλή ανάμνηση, ούτε μια
νοερή κοινωνία μαζί τους, αλλά αποτελούν μια διαρκή και υπέρχρονη προβολή της
αγάπης του Θεού προς κάθε άνθρωπο[61].
Ο εικονιζόμενοι άγιοι δεν αναπαρίστανται,
αλλά παρίστανται, ίστανται δηλαδή εκεί, είναι παρόντες, με τον τρόπο μιας
μυστικής παρουσίας[62].
Υπάρχει ένας ιδιότυπος και μυστικός διάλογος ανάμεσα στους προσκυνητές και στα
προσκυνούμενα πρόσωπα των εικόνων. Οι προσκυνητές με το μυστικό αυτό διάλογο
μεταφέρουν όλη την ύπαρξή τους με τα προβλήματα που τους απασχολούν και τις
ανάγκες που έχουν στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Με την προσευχή τους, την ικεσία
τους και την παράκλησή τους επικαλούνται, ανάλογα με τη μορφή στην οποία
απευθύνονται, την αγάπη και το έλεος του Θεού, τη μεσιτεία της Θεοτόκου, τη
μεσολάβηση των αγίων[63]. Έχοντας απέναντί τους τα εικονιζόμενα
πρόσωπα ενώνονται μαζί τους, τα συναντούν, τα ασπάζονται με τα χείλη,
με τα μάτια, με την καρδιά, όπως λέγει και ο Δαμασκηνός: «Τας εικόνας... χρη... προσκυνειν και
καταφιλειν και οφθαλμοις και χείλεση και καρδία»[64]. Ιερουργείται μια αληθινή κοινωνία μεταξύ
Θεού και ανθρώπων. Oι μορφές των αγίων, με τα σοβαρά τους πρόσωπα και την επίσημη
στάση τους δεν αποσκοπούν στο να εντυπωσιάσουν με τον όγκο τους ή τη φυσική
τους ωραιότητα, αλλά μεταθέτουν το νου στη σφαίρα του υπεραισθητού[65].
Η κατενώπιον απεικόνιση[66]
των εικονιζόμενων προσώπων φανερώνει την αμοιβαία κοινωνία μεταξύ εικονιζόμενης
μορφής και θεατή-πιστού[67].
Η στάση αυτή προς το μέρος των δεομένων υποδηλώνει ακόμη ότι οι εικονιζόμενες
άγιες μορφές εισακούουν τις παρακλήσεις των πιστών και μεσιτεύουν προς το Θεό[68].
Με τον πνευματικό αυτό διάλογο, εγκαθίσταται στον ψυχικό κόσμο των πιστών η ειδική χάρη και έτσι όλες οι εικόνες
μετατρέπονται σε παράθυρα προς την αιωνιότητα και μέσω της έκφρασής τους
μεταγγίζεται η υπερφυσική τους διάσταση[69].
Γίνονται το μέσον επικοινωνίας, η γέφυρα που ενώνει εμάς με αυτούς που έφυγαν,
αλλά είναι τόσο μακρινοί όσο και κοντινοί μας, είναι η ατελείωτη και συνεχής
καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου που στέκεται «ενώπιος ενωπίω» μη γνωρίζοντας
άλλο τρόπο επικονωνίας[70].
Τρανή απόδειξη της άμεσης αυτής επικοινωνίας, της οικειότητας και στενής επαφής
των πιστών με τα εικονιζόμενα πρόσωπα αποτελούν
και ο ασπασμός που αν και φαίνεται μονόδρομος (από το μέρος δηλαδή των
πιστών), ουσιαστικά είναι αμφίδρομος, διότι νοερά συνυπάρχει και η περίπτυξη
και το φίλημα των ασπαζομένων[71].
Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση για την
αμοιβαία αυτή σχέση είναι η προσευχή, και μάλιστα αυτή που πηγάζει αβίαστα,
χωρίς κόπο, ειδάλλως οι εικόνες δεν επιδρούν, παραμένουν ανέκφραστες, ανενεργές
και δεν εκπληρώνουν το λειτουργικό τους χαρακτήρα[72].
Οι εικόνες δείχνουν τη στάση που πρέπει να έχουν οι πιστοί την ώρα της
προσευχής απέναντι στο Θεό και απέναντι στον κόσμο που τους περιβάλλει. Η
προσευχή είναι μια συνδιάλεξη με το Θεό, γι’ αυτό χρειάζεται η απάθεια, η
αποφυγή των πειρασμών του κόσμου[73]. Για τους πιστούς ένας κατάμεστος με
τοιχογραφίες ναός, σε συνδυασμό με τις ευωδίες, τους ψαλμούς, το μυστηριακό
ημίφως, προσφέρουν το κατάλληλο κλίμα της κοινής προσευχής, των συναισθημάτων
ιερής κατάνυξης, αποπνέουν δηλαδή φως, ζεστασιά, θαλπωρή, οικειότητα[74].
Δημιουργούν δηλαδή οι εικόνες στην ψυχή των πιστών έντονα συναισθήματα και
δυνατές εμπειρίες που μερικές φορές φθάνουν μέχρι δακρύων. Προσκυνώντας διαρκώς
με τα μάτια, τα χείλη και την καρδιά οι πιστοί δεν αισθάνονται μόνοι,
αισθάνονται ότι κάποιος τους κάνει συντροφιά και τους τρέφει μια πηγή μυστικής
αγαλλίασης, διότι είναι αέναη η παρουσία των ιερών πρόσωπων. Βλέπουν εσωτερικά
και εξωτερικά το φως το αληθινό, το Θεάνθρωπο, τον «της πάντων ευαρμοστίας και αγλαΐας
αίτιον»[75].
Μέσα από όλα τα παραπάνω υπερτονίζεται μια
σειρά ψυχικών διεργασιών που συντελείται με τη θέα των αγίων εικόνων όχι μόνο
στον ψυχισμό των ευλαβών προσκυνητών, αλλά πολλές φορές και στους υμνωδούς, οι
οποίοι ατενίζοντας τις εικόνες των αγίων εμπνέονται.
ABSTRACT
Icons have a dominant place in
Church’s liturgical life. Church’s Fathers strongly believed in the necessity
and positive influence of the art and asserted that churches’ decoration with
icons should educate the faithful with depictions from the Bible aiming at his
spiritual pleasure and thus contributing to his perfection. Megas Vassilios
first taught that icons are not self-sufficient but act as a mean that refers
the faithful to the depicted saint.
The orthodox hagiographer teaches through the
language of drawings and colors. Viewing the images of saints influences the
faithful’s inner spiritual world, compels them to contemplate on their sins and
physical and spiritual blindness thus contributing to their salvation. Icons
reveal holy paragons, establish the holy figures, indicate and teach the
faithful the way of reaching the righteous life.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Π η γ έ ς
Μ. Βασιλείου, Ομιλία ΙΘ΄, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα
μάρτυρας, PG 31, 508 Β-525 Α.
Γερμανου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή προς Θωμαν,
επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως, PG 98, 164 D-221 B.
Ιωάννου Δαμασκηνου, Λόγος Α΄, προς τους διαβάλλοντας τας αγίας
εικόνας, PG 94, 1232 A-1284 A.
----------------------------, Κατά εικονοκλαστων, PG 96, 1348 C-1361 C.
---------------------------, Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου
πίστεως, PG 94, 789 Α-1228 Α.
Νείλου, Επιστολων βιβλίο Δ΄, PG 79, 577 C-580 A.
Νικηφόρου, Αντίρρησις Δευτέρα, PG 100, 329 Α-373 C.
----------------Αντίρρησις Τρίτη, PG 100, 376 Α-533 Α.
Πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13, 491 A-496 B.
Στεφάνου διακόνου της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εις τον βίον
και μαρτύριον του παμμάκαρος και οσίου μάρτυρος Στεφάνου του Νέου, PG 100, 1069
Α- 1185 D.
Θεοδώρου Στουδίτου, Ελεγχος και ανατροπή των ασεβων ποιημάτων,
PG 99, 436 Β-477 Α.
2. Β ο η θ ή μ
α τα
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., Ελληνική Τέχνη - Βυζαντινές τοιχογραφίες,
έκδ. Εκδοτική Αθηνών 1994.
Βαλέττα, Ι., Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Επιστολαί, 1864.
Βασιλείου, αρχιμ., Θεολογικό σχόλιο στις
τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα έκδ. Δόμος, Αθήνα 1987 αναδημοσίευση
από τον τόμο Χατζηδάκη, Μ., Ο
Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης, έκδ. Ι. Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1997,
13-28.
Βησσαρίωνα, αρχιμ., Καθηγουμένου Ιεράς
Μονής Παντοκράτορος, «Πρόλογος», στον τόμο Εικόνες
Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 1998, 11.
Βουτσινά, Α.Χ., «Αγιογραφία – Εικαστική
θεώρηση και δυναμική», στον τόμο Σταμούλη, Χ. (επιμ.), Θεολογία και Τέχνη, εκδ. Το Παλίμψηστον,
Θεσσαλονίκη 1998, 50-59.
Γιαννή, Ε.Κ., ««Αναζωγράφησις του
ενσημαινόμενου»; Με αφορμή την εικονογράφηση του διδακτικού βιβλίου
θρησκευτικών της Γ΄ Δημοτικού», ΕΠΕΘΧ
τόμ.Γ΄, Εκατονπεντηκονταετηρίς Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης 1844-1994, εν
Αθήναις 1994, 123-146.
Γιαννοπούλου, Β., «Εικών κατά τον ιερόν Φώτιον», στο περ. Θεολογία, τεύχ. 51, (1980) 158-185 και
379-405.
Γκιολέ, Ν., Ο βυζαντινός τρούλλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα (μέσα 6ου αι.
– 1204, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990.
Γκούμα-Peterson, Θ., «Η εικόνα ως πολιτισμική
παρουσία μετά το 1453», στον τόμο J.J. Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης,
1994, 193-226..
Γρηγοριάδη, Κ., «Η ανθρώπινη ύπαρξη στο
χώρο της ορθόδοξης λατρείας», στο περ. Σύναξη,
τεύχ. 21, (1987) 63-69.
Δέφνερ-Καφή, Κ., «Η μορφή της Παναγίας στη
βυζαντινή τέχνη», στο περ. Ελληνορθόδοξος
Βυζαντινός Πολιτισμός, τ.
Α΄ 3, (1998) 114-122.
Διονυσίου, Μοναχού Κουτλουμουσιανού,
«Οικείοι του Θεού και Κουτλουμούσι», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη χιλιετία», τ. Β΄, εκδ.
Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1996, 437-448.
Καζαμία-Τσέρνου, Μ., «Η παράσταση της
«Παράδοσης του Νόμου» και η προς Γαλάτας Επιστολή. Εικονογραφική προσέγγιση»,
περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς τεύχ. 762 (1996) 275-291.
Καλοκύρη, Κ.Δ., Η Θεοτόκος εις την Εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, εκδ. Πατριαρχικόν
Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1972.
Καραγιάννη, Β., αρχιμ. Πρωτοσύγκελλου Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας, Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987.
Καρδαμάκη, Μ., πρωτοπρ. Ορθόδοξη πνευματικότητα. Η αυθεντικότητα του
ανθρώπινου ήθους, Σειρά: Ορθόδοξη μαρτυρία, αρ. 3, εκδ. Δεύτερη, εκδ.
Ακρίτας 1993.
Κόντογλου, Φ., Έκφρασις
της ορθοδόξου εικονογραφίας, Τρίτη
έκδοση, τ. Α΄, εκδ. Αστήρ-Παπαδημητρίου, Αθήναι 1993.
Κρικώνη, Χ.Θ., Πατερικά θεολογικά μελετήματα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
Κρικώνη, Χ.,
«Η διδασκαλία της εκκλησίας περί της τιμής και προσκυνήσεως των ιερών εικόνων»
στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού πανεπιστημίου»
2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, 253-286.
Κρούγκ, Γ., Μοναχού, Σημειώσεις ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ.Μαρίνη, εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αθήνα 1998.
Μαντζαρίδη, Γ.Ι., Χριστιανική Ηθική, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1976.
Μπρατσιώτου, Ν.Π., «Η ονομαστική εορτή της
Ορθοδοξίας, εορτή της βαθυτέρας αυτοσυνειδησίας αυτής», στο περ. Κοινωνία, τεύχ. 2 (1989) 136-162.
Ουσπένσκυ, Λ., Η θεολογία της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία, μετάφρ. Σ.Μαρίνη,
εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
Παλιούρα, Α.., «Δόγμα και εικόνα. Εκκλησία
και Τέχνη. Ο Μέγας Φώτιος οριοθετεί τη ζωγραφική της Ορθοδοξίας από την
μεταεικονομαχική περίοδο ως τον 20ό αιώνα», Μνήμη
Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου, Αρχιεπισκόπων
Κωνσταντινουπόλεως, στα πρακτικά
Επιστημονικού Συμποσίου (14-17 Οκτωβρίου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, 631-640.
Παλιούρα, Α.., «Ορθόδοξη εικόνα και
πρόσωπο. Ένα πνευματικό βέλος με αποδέκτη τον 21ο αι.», στον τόμο «Ορθοδοξία-Ελληνισμός. Πορεία στην τρίτη
χιλιετία», τ. Β΄, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος 1996,
261-264.
Παλιούρα, Α.., Μεταβυζαντινή ζωγραφική, Ιωάννινα 2000.
Τριάντη, Ι.Λ., «Μηνύματα της Κυριακής της
Ορθοδοξίας», στο περ. Κοινωνία, τεύχ.
3 (1994) 288-293.
Τσελεγγίδη, Δ., «Η εικόνα ως έκφραση της πίστεως και της ζωής
της εκκλησίας», στον τόμο Εισηγήσεις μαθημάτων Θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού
πανεπιστημίου» 2003-2004, Θεσσαλονίκη 2004, 215-224.
Τσομπάνη, Τ., «Πολυόμματες παραστάσεις στη
Βυζαντινή ζωγραφική», στην Επιστημονική
Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Τμήματος Θεολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, τ. 1 (1990) 385-415.
Τσομπάνη, Τ., «Η Εικόνα μέσα από την
Υμνογραφία της Κυριακής της Ορθοδοξίας», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, τεύχ. 784
(2000) 893-909.
Χρήστου, Π., «Οι Εικόνες και η Ορθοδοξία»,
Έκδ. ΕΘΕΒΕ, Ομιλίες – Διαλέξεις Επικαίρων θεμάτων, Θεσσαλονίκη 1992,
83-93.
Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και
πάσης Ελλάδος, Μηνύματα πίστεως, (εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη), Αθήνα 2000.
Duborgel, B., L’ Icône, art et pensée de l’ invisible, Saint-Etienne 1991
Βασιλικής
Β. Παππά
Μsc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Πηγή: περ. “Γρηγόριος Παλαμάς”, τεύχος 820, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2008.
[3] Αντίθετα,
οι Ευσέβιος Καισαρείας (267-340) και Επιφάνιος, επίσκοπος Σαλαμίνας της Κύπρου
(367-440), θεωρούσαν τις ιερές παραστάσεις σαν μια επιβίωση των ειδωλολατρικών
συνηθειών και ταυτόχρονα σαν μια βλάσφημη θεοποίηση του ανθρώπου. Βλ.
Α.Παλιούρα, «Δόγμα και εικόνα. Εκκλησία και Τέχνη. Ο Μέγας Φώτιος οριοθετεί τη
ζωγραφική της Ορθοδοξίας από την μεταεικονομαχική περίοδο ως τον 20ό αιώνα», Μνήμη Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και
Μεγάλου Φωτίου, Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, στα πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (14-17 Οκτωβρίου 1993),
Θεσσαλονίκη 1994, σ. 636 με σημ. 16 και ανατύπωση στο
Α.Παλιούρα, Μεταβυζαντινή ζωγραφική,
Ιωάννινα 2000, σ. 480. C.Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη,
μετάφρ. Μ.Παπαδάκη, Αθήνα 1991, σ. 100.
[7]
Βλ. Χ.Θ.Κρικώνη, Πατερικά θεολογικά
μελετήματα, Θεσσαλονίκη (εκδ. University Studio Press) 1998, σσ. 547-548.
[18] Βλ. Λ.Ουσπένσκη, Η Εικόνα, μετάφρ. Φώτη Κόντογλου, Αθήναι (εκδ.
Αστήρ-Παπαδημητρίου) 1952, σ. 42. Βλ. επίσης
Χ.Ι.Κοντάκη, «Η Εικών, προϋπόθεσις Ορθοδόξου Χρέους
και Εθνικού Φρονήματος»,
περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς (1996),
τεύχ.762, σ. 312. Ι.Γ.Κολλάρου, «Η αφαίρεσις εν τη βυζαντινή αγιογραφία», στον
τόμο Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία,
τόμος Α΄, Εν Αθήναις 1978, σ. 262. Μ.Καζαμία-Τσέρνου, «Η παράσταση της
«Παράδοσης του Νόμου» και η προς Γαλάτας Επιστολή. Εικονογραφική προσέγγιση»,
περ., Γρηγόριος Παλαμάς (1996), τεύχ.
762, σ. 275.
[60]
Βλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική,
Πανεπιστημικές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 146-147. Κ. Γρηγοριάδη «Η
ανθρώπινη ύπαρξη στο χώρο της ορθόδοξης λατρείας», περ. Σύναξη (1987), τεύχ. 21, σ. 65.
[63]
Βλ. Χ. Κρικώνη, ό.π., σσ. 547 και 548.
[65]
Βλ. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική
Τέχνη - Βυζαντινές τοιχογραφίες, έκδ. Εκδοτική Αθηνών 1994, σ. 13. Κ.Δ.
Καλοκύρη, ό.π., σ. 198. Κ. Δέφνερ-Καφή «Η μορφή της Παναγίας στη βυζαντινή
τέχνη», περ. Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός
Πολιτισμός, τ. Α΄ 3, (1998)
σ. 116. Ι.Γ. Κολλάρου, σσ. 262 και 263. Πρβλ. και O. Cleman, Le
visage interieur, éd. Stock, Paris
1978, σσ. 50-51. , B. Duborgel, L’ Icône, art et pensée de l’ invisible, Saint-Etienne 1991, σ. 89. Ε.Κ. Γιαννή, σ. 130.
[72]
Πρβλ. Β. Καραγιάννη, Αρχιμ., Η έννοια της εικόνας στην ορθόδοξη Εκκλησία,
Κατερίνη (εκδ. Τέρτιος)
1987, σσ. 46, 47 και 56 με σημ. 12. Βλ. επίσης Λ. Ουσπένσκυ, Η Εικόνα, ό.π.,
σσ. 20, 51. Π. Ευδοκίμωφ, ό.π., σσ. 299
και 300. Γ. Κρουγκ, Μοναχού, Σημειώσεις
ενός εικονογράφου, μετάφρ. Σ.Μαρίνη,
Αθήνα (εκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος) 1998, σ. 37. Χ. Κοντάκη, ό.π., σ. 313.
[75]
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Τα σωζόμενα πάντα, PG 3, 701DC Βλ. επίσης Βασίλειου, Αρχιμ., ό.π., σ.
24.