…και η μυστική κοινωνία που δημιουργείται μεταξύ πιστού και εικονιζομένων αγίων
«Σήμερον αγάλλεται
η εκκλησία, φαιδρώς απολαμβάνουσα την ιεράν αναστήλωσιν των εικόνων και
χαίρουσα. Σε υμνεί και δοξάζει πιστώς».
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας
η εκκλησία μας εορτάζει με κάθε μεγαλοπρέπεια τη νίκη της εναντίον εκείνων που
επιχείρησαν να αλλοιώσουν το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημά της και τον αφανισμό της.
Η εορτή της Ορθοδοξίας επεκράτησε να ονομάζεται από το 843, ως επέτειος της
αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, συγκεφαλαιώνει όλους τους αγώνες της εναντίον
των εξωτερικών κινδύνων και εσωτερικών υπονομεύσεων[1]. Ο
Απόστολος Παύλος λέγει «έξωθεν μάχαι» και διωγμοί, «έσωθεν φόβοι»[2]
και υπονομεύσεις ταλαιπωρούν την Εκκλησία.
Η σημασία των
εικόνων στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι μεγάλη. Η Εκκλησία αγωνίστηκε να
διατηρήσει τις εικόνες γιατί εκφράζουν μεγάλες αλήθειες της πίστης μας, όπως,
ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, ότι η ενανθρώπηση του Θεού έγινε με σκοπό τη σωτηρία
του ανθρώπου και το βασικότερο ότι με την ενανθρώπηση του Κυρίου δόθηκε στον
άνθρωπο η δυνατότητα να φτάσει στη θέωση. Τη νίκη της αυτή η Εκκλησία τη
θεώρησε ως τη σπουδαιότερη από όλες και όρισε την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής να εορτάζει τη νίκη της Ορθοδοξίας, διότι η εικονομαχία υπήρξε,
όπως σωστά επισημαίνεται, η περίληψη όλων των αιρέσεων[3]. Η
Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος που συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας ασχολήθηκε
ειδικά με το θέμα των εικόνων και εξέφρασε τη συνείδηση και πίστη της
αδιαίρετης ακόμη τότε Εκκλησίας Ανατολής και Δύσεως[4].
Για να
κατανοήσουμε τη διδασκαλία της συνόδου πρέπει να γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές
τις απόψεις των εικονομάχων τις οποίες απορρίπτει και καταδικάζει. Η
εικονομαχία γεννήθηκε από ποικιλία επιδράσεων που άσκησε πάνω στο Χριστιανισμό
ο Ιουδαϊσμός από τη μια, και από την άλλη χριστιανικές αιρέσεις, κυρίως ο
Μονοφυσιτισμός και ο Μανιχαϊσμός[5].
Οι Μονοφυσίτες, δίνοντας έμφαση στη θεϊκή φύση του Χριστού μέσα στην οποία
απορροφήθηκε η ανθρώπινη, θεωρούσαν ανεπίτρεπτη την περιγραφή με εικονικές
παραστάσεις της απερίγραπτης Θεϊκής φύσης του Χριστού, ενώ οι Μανιχαίοι λόγω
των διαρχικών τους απόψεων, που καταδίκαζαν κάθε τι το υλικό, κατέληξαν στη
διδασκαλία ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση που θα μπορούσε
να περιγραφεί με εικόνες.
Η Ζ΄ Οικουμενική
Σύνοδος (787) αποφάσισε ότι χρέος κάθε ορθόδοξου χριστιανού είναι η τιμή, η
προσκύνηση και ο ασπασμός των ιερών εικόνων όλων των Αγίων. Το χρέος αυτό
σημαίνει ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού αναγνωρίζει, εκτιμά και
σέβεται την αγιότητα των εικονιζομένων προσώπων και γεγονότων σε κάθε εικόνα,
την πνευματική προσφορά τους και τα όσα υπέστησαν κατά τον χρόνο της επί γης
ζωής τους για τη σωτηρία του κόσμου[6].
Από συγγράμματα Πατέρων και Αγίων αποδείχτηκε ότι η χρήση των εικόνων στις
εκκλησίες είναι αρχαιότατη συνήθεια. Οι εικόνες υπάρχουν προ του Μ.
Κωνσταντίνου, από την αποστολική εποχή, και εμπεδώθηκαν ως στοιχείο της
εκκλησιαστικής ζωής «εν παντί τω παρελθόντι χρόνω υπό τοσούτων πατέρων», όπως
φαίνεται στους παλαιούς ναούς και στα συγγράμματα των πατέρων. Ο Μ. Βασίλειος,
πρώτος αναφέρεται στη Θεολογική δικαίωση των ιερών εικόνων, προβάλλοντας τη
θεολογική αξία της γνήσιας «αποστολικής παραδόσεως» για την Εκκλησία και
ομολογεί την πίστη του με το έργο του «Περί Αγίου Πνεύματος» και την 360η
επιστολή του προς τον Ιουλιανό[7].
Μετά το θάνατο του
Μ. Κωνσταντίνου και μέχρι του Ιουλιανού του Παραβάτη παρουσιάζεται καθολική η
γενίκευση της χρήσεως, της τιμής και της προσκυνήσεως των ιερών εικόνων στους
χριστιανικούς ναούς, καθώς και η σύνδεσή τους με τις Ακολουθίες της Θείας
Λατρείας. Ο Μ. Βασίλειος μάλιστα προς αποφυγή οποιασδήποτε εσφαλμένης
συσχετίσεως των ιερών εικόνων με τα είδωλα τονίζει ότι κάθε τιμή των ιερών
εικόνων «επί το πρωτότυπον διαβαίνει»[8]. Ο
ιερός Δαμασκηνός κατ’ επανάληψη τονίζει ότι η αρτιωτέρα εικόνα του αοράτου Θεού
είναι το Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού και αυτό για να συσχετιστεί η
ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού στον Ιησού Χριστό με την ύπαρξη των ιερών
εικόνων στην Εκκλησία[9].
Έτσι λοιπόν ο Ιησούς Χριστός εικονίζεται με την ανθρώπινη φύση του ως
Θεάνθρωπος. Όπως η θεία ενσάρκωση έτσι και οι ιερές εικόνες είναι εκφράσεις της
άκρας συγκαταβάσεως του Θεού, κατά τον ιερό Δαμασκηνό[10].
Διδακτικά και
παιδαγωγικά η εικόνα αποτελεί το πιο ισχυρό μέσο διδασκαλίας, ακόμη ισχυρότερο
και από το λόγο και ισοδύναμο με το παράδειγμα. Είναι το εποπτικό υλικό, με το
οποίο η γνώση των θείων χαράζεται με χρώματα ανεξίτηλα, κατανοείται εύκολα και
συγκρατείται για πολύ. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς γράμματα, ούτε να έχει
ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια[11].
Η προσκύνηση της εικόνας του Χριστού, της Θεοτόκου, των Αγίων, του Σταυρού, του
Ευαγγελίου προκαλεί κατανυκτικά βιώματα, συνδέει την ψυχή κάθε πιστού με το
εικονιζόμενο πρόσωπο και οδηγεί προς δοξολογία του Θεού[12]. Η
εικόνα είναι συγχρόνως και παιδαγωγικό μέσο, αφού υποδεικνύει και προβάλλει τα
πρότυπα και τους τρόπους που πρέπει να ακολουθήσει ο πιστός για να εναρμονισθεί
με τη διδασκαλία της Εκκλησίας[13].
Γι’ αυτό και η Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος χαρακτήρισε την τιμή και προσκύνηση των
ιερών εικόνων ως «έγκριτον Θεάρεστον Θεσμοθεσίας και παράδοσιν της Εκκλησίας,
ευσεβές αίτημα και ανάγκην πληρώματος αυτής»[14]. Mέσω των
εικόνων ανοίγει ένας προσωπικός διάλογος μεταξύ πιστού και εικονιζόμενου Αγίου,
εγκαινιάζεται μία μυστική κοινωνία εξαγνισμού, την οποία ο Ιωάννης Δαμασκηνός
εξηγεί λέγοντας «επειδή άνθρωπος ειμί και σώμα περίκειμαι, ποθώ σωματικώς
ομιλείν και οράν τα άγια»[15].
To πνεύμα και η φιλοσοφία που επικρατούν σήμερα κάνουν
δυσνόητη τη σημασία της ορθοδόξου εικόνας. Η εποχή μας είναι έντονα
εικονοκλαστική και συγχρόνως ιδιαίτερα ειδωλολατρική. Το είδωλο της τηλεόρασης
αντικατέστησε το ιερό εικονοστάσι. Η φύση μολύνθηκε και διεφθάρη από την
αλόγιστη τεχνοκρατία μας και τον υπερβολικό ευδαιμονισμό μας. Παρ’ όλη τη διανόηση
και την τέχνη που καλλιεργεί ο πολιτισμός μας, είναι αιχμάλωτος στα ίδια τα
επιτεύγματά του και στην εικονομαχική νοοτροπία του. Μέσα σ’ αυτή την
καταστροφή υψώνεται και αναστηλώνεται από την Εκκλησία κάθε στιγμή η ορθόδοξη
εικόνα και ο σταυρός σαν παράδειγμα αρμονικής συζεύξεως ύλης και πνεύματος[16].
Εορτάζουμε την
αναστήλωση των εικόνων την Κυριακή της Ορθοδοξίας, επιβεβαιώνοντας ότι οι ναοί
δεν είναι απλώς χώροι, όπου προσευχόμαστε, αλλά ιεροί χώροι, συνάξεις
μυσταγωγίας όπου ο πιστός νιώθει ακριβώς όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
περιγράφει: «Δια μεν του ναού, ως δια σώματος, την ηθικήν φιλοσοφίαν
προβαλλομένην, δια δε του ιερατείου, ως δια ψυχής, την φυσικήν θεωρίαν
πνευματικώς εξηγουμένην, και ως δια νοός του Θείου θυσιαστηρίου, την μυστικήν
Θεολογίαν εμφαίνουσαν». Σε αυτό το χώρο οι εικόνες δεν αποτελούν διακόσμηση,
αλλά αντικείμενα θείας λατρείας με πλήρη συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία.
Η Εκκλησία δεν
είναι φολκλορικό μουσείο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το ανθρώπινο λύει τα δεσμά
του κόσμου τούτου και προσφέρεται στον Θεό. Είναι ο χώρος όπου η φωνή και το
έργο των Πατέρων και Διδασκάλων μας γίνεται ευχαριστήριος ύμνος[17].
Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών εορτάζουμε αυτή τη δύναμη μεταλλαγής, δηλαδή την
αρχή της πορείας που τέλος έχει την Ανάσταση…
Βασιλικής Β. Παππά
Η
Βασιλική Β. Παππά είναι Msc, MA Θεολόγος - Δημοσιογράφος
[1] Βλ. Χρ. Κρικώνη, Πατερικά Θεολογικά Μελετήματα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη
1998, σσ. 536 -537.
[2] Β΄Κορ. 7, 5.
[3] Βλ. Λ. Ουσπένσκυ, λ. Εικών, ΘΗΕ 5, σ. 409.
[4] Βλ. Θ. Ζήση, πρωτοπρ., Οι Εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη
1995, εκδ. Βρυέννιος, σ. 11 κ.ε.
[5] Βλ. Θ. Ζήση, ό.π. σ. 15, 16.
[6] Βλ. Χ. Κρικώνη, «Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της τιμής
και προσκυνήσεως των ιερών εικόνων και οι αντιλήψεις του Ιερού Φωτίου έναντι
της εικονομαχίας, στο περ. Θεολογία, 67 (1996) 58.
[7] Μ. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος», κεφ. ΙΗ, 45, ΒΕΠ, 52, 269, 55,
383, 27 -30.
[8] Βλ. Χ. Κρικώνη, Η διδασκαλία… ό.π. σ. 83.
[9] Βλ. Μ. Σιώτου, Ιστορία και Θεολογία των ιερών εικόνων, Αθήναι 1990, σ.
184 ε.
[10] Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγοι τρεις προς τους διαβάλλοντας τας αγίας
εικόνας, Λογ. Α΄, Γ΄, PG
94, 1239 D– 1240 B.
[11] Βλ. Στ. Σάκκου, Η ορθόδοξη
εικόνα ως έκφρασι Ορθοδοξίας, στον τόμο Ομιλίες – Διαλέξεις Επίκαιρων Θεμάτων
κατά τις διάφορες εκδηλώσεις της ΕΘΕΒΕ (1988 – 1991) Σ. 149.
[12] Mansi, 13, 379 kai 13, 49 ΛΒ
«Η γαρ εις τους Αγίους αυτού τιμή εις αυτόν ανατρέχει, εικών γαρ του Θεού εστί
ο κατ’ εικόνα Θεού γργονώς άνθρωπος… Δικαίως ουν την εικόναν των του Θεού
δούλων τιμώ και προσκυνώ και τον οίκον του Αγίου Πνεύματος δοξάζω».
[13] Βλ. Β. Καραγιάννη Αρχιμ., Η έννοια της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
περ. «Απ. Βαρνάβας», τ. ΜΘ΄ (1988), σ.
389 ε.
[16] Βλ. Σάκκου, ό.π. σ. 154.
[17] Βλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Μηνύματα πίστης, εκδ. Νέα
Σύνορα – Λιβάνη, Αθήνα 2000, σ. 289.
No comments:
Post a Comment