(Πνευματικοί βηματισμοί στή Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τό
Πάσχα
μέ τόν ὁδηγό
τόν Π.Β. Πάσχο)
Στόν ἴδιο τόν ποιητή, Π.Β. Πάσχο, εὐχαριστήρια
1. Λόγος προοιμιακός
Ἄν τό ἔργο τοῦ καθηγητῆ Π.Β. Πάσχου (στό ἑξῆς Π.)
συνεχίζει νά ἔχει τήν ἁρμόζουσα ἀκτινοβολία του μέσα στίς συνειδήσεις τῶν
πιστῶν, αὐτό συμβαίνει γιατί εἶναι γραμμένο μέ βαθειά τή συνάισθηση τοῦ χρέους
ἀπένατι στόν Ὀρθόδοξο πιστό, πού εἶναι ἐγκλωβισμένος μέσα σέ μιά πληθώρα θεωριῶν καί ἐν πολλοῖς λόγων,
καινῶν μέν, ἀλλά κενῶν δέ, τῶν ὁποίων ἡ πνευματική νοστιμιά (πρβλ. Ματθ. 5, 13)
ἔχει ἀπό καιροῦ ἀπωλεσθεῖ. Καί τοῦτο, ἐπειδή οἱ ρίζες τῶν λόγων αὐτῶν ἔχουν,
δυστυχῶς, παραμείνει στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἀγροῦ τῆς καρδίας (πρβλ. Λουκ. 8, 5-7),
γιατί ὅσοι πασχίζουν νά τούς χαράξουν στό χαρτί, χωρίς νά κάνουν τόν κόπο νά
κατέβουν σέ βαθύτερα καί ὑγρότερα στρώμματα, ποτισμένα μέ τό δάκρυ τῆς
μετανοίας, ἀλλά κυρίως μέ κεῖνα τά εὐλογημένα βιώματα πού οἱ εὐγενικοί καιροί
τοῦ χτές δαψιλῶς προσέφεραν, δέν ἔχουν νά κομίσουν τίποτε ἄλλο παρά μονάχα τό
ἀμάγαλμα τῶν ὅσων κατόρθωσαν νά διδαχτοῦν ἤ νά διαβάσουν.
Ὁ λόγος τοῦ Π. ἔχει κεντρωθεῖ ἀπόλυτα μέ αὐτό πού
ὀνομάζουμε βίωμα. Κι εἶναι τό βίωμα μιά ἱερή λειτουργία τοῦ ψυχισμοῦ μας, ἡ
ὁποία καί ἀποθηκεύει ἐπεξεργασμένες ἐμεπειρίες τοῦ βἰου μας, κυρίως δέ τῆς
παιδικῆς μας ἡλικίας, τότε πού, κατά τόν Π. πάντοτε, εἰρηνεύαμε ἀκουμπισμένοι
στή "ρίζα τῆς σιωπῆς", χωρίς ἀφιονισμούς, ἀλλα;καί φορτώματα μάταιων
λογων.[1]
Γι᾿ αὐτό καί γράφοντας γιά τήν προσφορά του ὁ
μακαριστός Καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος, πολύ σοφά καί ὐπέυθυνα σημείωνε: "Ὁ Π.Β.Π. ἔχει τρεῖς ἰδιότητες, πού δίνουν
ὅλες τους τό "παρών" στίς συγγραφές του: Εἶναι θεολόγος (καθηγητής,
τώρα Πανεπιστημίου), μέ πλούσια γνώση καί μελέτες πάνω στήν Ἐλληνική Ὀρθόδοξη
θρησκευτικότητα· εἶναι λογοτέχνης καί ποιητής καί εἶναι ἀχάλαστος βιωματικός
φορές τῆς Ἐλληνικῆς παράδοσης, πού τή γνωρίζει, τή συντηρεῖ καί τή
χαίρεται"[2]
.
Αὐτή τήν ἀχάλαστη βιωματική προσφορά τοῦ Π. θά
ἐπιχειρήσουμε νά δοῦμε μέσ᾿ ἀπό τόν ποιητικό καί δοκιμιακό του λόγο, γιά νά
ὁδεύσουμε πρός τά πνευματικά Ἱεροσόλυμα. Τήν ψυχωφέλεια δέ ὁ ἀναγνώστης θά τή
λάβει, ὅταν μέ ὑπομονή μελετήσει ὅλο τά κείμενα τοῦ Π. πού βρίσκονται στά
οἰκεῖα βιβλία, τά ὁποῖα καί θά μνημονευτοῦν. Ὡστόσο πιστεύουμε, πώς κάποτε θά
ἔπρεπε τά κατανυκτικότατα αὐτά κείμενα Ὀρθοδόξου λειτουργικῆς πνευματικότητος
νά ἀποτελέσουν ἴδιες ἑνότητες, γιά τήν πνευματική ἐνίσχυση τοῦ ἀναγνωστη σ᾿
αὐτούς τούς φρυγμένους καί ἄκαρδους καιρούς πού ζοῦμε.
2. "Ἰδού
ἀναβαίνωμεν..." (Μικρά
είσαγωγικά στή Μεγάλη Ἑβδομάδα)
"Δέν ὑπάρχει κανένα ἱστορικό γεγονός καί κανένα
ἔγκλημα πιό ἀπάνθρωπο, ἀπ᾿ αὐτό πού ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἔζησε καί ὑπέφερε πάνω
στό Γολγοθᾶ, καί πού κάθε χρόνο οἱ Χριστιανοί γιορτάζουμε τή Μεγάλην
Ἑβδομάδα" (Δ.Π. 17). Καί πράγματι, ἄν προσέξουμε τά ὅσα διαδραματίζονται
τή Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ἀσφαλῶς θά κατανοήσουμε πλήρως τόν λόγο τοῦ Ἁγίου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἀναφέρει ὅτι "αὐτή, ἡ Μ. Ἐβδομάδα δηλαδή,
βασιλικῶς ὑπερέχει τάς ἄλλας ἑβδομάδας τοῦ ἐνιαυτοῦ"[3] Γιατί "ὄντως φοβερά αὐτῆς τῆς Ἐβδομάδος
τά Μυστήρια! Ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὅλη ἡ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπό
αὐτή τήν ἑβδομάδα πηγάζουν" (Ε.Ο. 175).
Πολύ συνοπτικά καί μέ τή βοήθεια τῶν ἱ. Συναξαρίων
δίνω ἕνα χάρτη τῆς πνευματικῆς γεωγραφίας τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, καί στή
συνέχεια παραθέτω ἀπό τίς ποιητικές συλλογές τοῦ Π. μιά ἐπιλογή, ὅπως ἐπίσης καί κάποιες
παραγράφους ἀπό τά, ὄντως, κατανυκτικά του κεφάλαια-δοκίμια ὀρθοδόξου
πνευματικότητος, γιά συνοδεύσουν τά ποιήματα καί παράλληλα νά τά ἑρμηνεύσουν.
Γιατί ἡ ποίηση τοῦ Π. δέ νοεῖται ξεχωριστά ἀπό τό περίγραμμά της: τήν ὀρθόδοξη
πνευματική καί παράδοση, τήν ὁποία καί μᾶς προσφέρει στά ἀξεπέραστα κείμενα
του.
Ἀρχίζοντας ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, πού ἄν καί δέν
ἀνήκει στόν κύκλο τῶν ἱερῶν ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ἐν τούτοις εἶναι ἡ θύρα
πού μᾶς εἰσάγει σ᾿ αὐτήν, βλέπουμε ν᾿ ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές[4] "Εἰς
τήν ἔκτην ταύτην Κυριακήν τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τήν περιφανῆ καί ὑπέρλαμπρον
ἑορτήν τῶν Βαΐων πανηγυρίζομεν...".
Στή συνέχεια, "ἐν τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Δευτέρᾳ φέρομεν εἰς τή ἐνθύμησίν μας δύο ἱερά
διηγήματα, ἕνα τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ Παγκάλου, υἱοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, καί
ἄλλο τῆς ξηρανθείσης συκῆς, ὁποὐ διηγοῦνται τά Ἱερά Εὐαγγέλια· καί ἐκ τοὐτων
κάνομεν ἀρχήν τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Κυρίου...".
"Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τρίτη,
ὑπόθεσιν ἔχει καθ᾿ αὐτό τήν παραβολήν τῶν δέκα Παρθένων, ἐπειδή καί ὁ Κύριος
εἰς τά Ἱεροσόλυμαἀναβαίων καί εἰς
τό πάθος ἐρχόμενος ἔλεγεν εἰς τούς
Μαθητάς Του τάς τοιαύτας παραβολάς, μερικάς δέ καί πρός τούς Ἰουδαίους
ἀποβλέποντας ἔλεγε. Τήν παρβολήν δέ τῶν δέκα Παρθένων εἰς ἐλεημοσύνην
παρακινῶντας ἔλεγε, διδάσκοντας ἐνταύτῷ καί πρίν μᾶς φθάσῃ τό τέλος τοῦ θανάτου
νά εἴμεσθεν ἕτοιμοι".
"Οἱ ἀρχαιότατοι θεῖοι
Πατέρες, ὁπού ἐμοίρασαν τά Εὐαγγέλια εἰς ὅλας τά ἡμέρας τοῦ χρόνου....έκεῖνοι
ἐδιώρισαν νά ἀναγιώσκηταιο σήμερον εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τετράδην τό Εὐαγγέλιον ὁπού διηγεῖταιπερί τῆς
γυναικόςτῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μέ μύρον".
Ὡστόσο, τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία ἀναμιμνήσκεται καί
ἑνός ἄλλου γεγονότος, σύμφωνα μέ τή λειτουργική Της παράδοση, ἡ ὁποία καί
ἀναφέρει. "Τοῦ εὐλαβοῦς τούτου ἔργου (τῆς ἀλειψάσης μέ μύρον τόν
Κύριον) τήν μνήμην ἐπιτελοῦσα σήμερον ἡ
Ἐκκλησία καί εἰς τό ποσωπον τῆς πόρνης αὐτό ἀναφέρουσα, συναναφέρει ἐν αὐτῷ καί
τήν προδοσίαντοῦ Ἰούδα..."[5].
"Τέσσαρά τινα μᾶς παρέδωκαν
οἱ θεῖοι Πατέρες νά ἐορτάζωμεν εἰς αὐτήν τήν ἀγίαν ἡμέραν τῆς μεγάλης Πέμπτης·
ἐκ τῶν Θείων καί Ἱερῶν Εὐαγγελίων αὐτά παραλαβόντες, πρῶτον τόν ἱερόν Νιπτῆρα,
δεύτερον τόν Μυστικόν Δεῖπνον, δηλαδή τήν παράδοσιν τῶν φρικτῶν Μυστηρίων·
τρίτον τήν ὑπερφυᾶ προσευχήν καί τέταρτον τήν προδοσίαν αὐτήν."
"Ὑψώνοντας τόν Ἐσταυρωμένο εἰς τό μέσο τοῦ Ναοῦ ἡ
Ἐκκλησία μας ἐξηγεῖ ἐπιγραμματικά στήν ἁγιασμένη γλὼσσα της τό νόημα τῶν
μεγάλων γεγονότων πού γιορτάζουμε σήμερα:"[6]
"Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ
Παρασκευῇ ἐπιτελοῦμεν τά Ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ
καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἅδι᾿ ἡμᾶς ἐκών κατεδέξατο, δηλαδή τούς
ἐμπτυσμούς, τούς γέλωτας, τά ραπίσματα, τά κολαίσματα, τάς ὕβρεις, τήν πορφυρᾶν
χλαῖναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην, καί τέλος πάντων
τόν σταυρόν καί τόν θάνατον, τά ὁποῖα ὅλα ἔγιναν καί τά ἔπαθεν εἰς τήν ἡμέραν
τῆς Παρασκευῆς."
"Τό Μέγα Σάββατον εἶναι ἠ μέρα πού Χριστός μας, ὁ ἀχώρητος ἀπό κάθε τόπο, χωρεῖ
καί περικλείνεται ἀπό ἕνα πέτρινο μνῆμα, σφραγισμένο γερά καί φυλαγόμενο ἀπό
κουστωδία. Μιά σιωπή βασιλεύει γύρω, κ᾿ οἱ ρήτορεςτή σέβονται καί σταματοῦν
τούς λόγους. Ἀκούγεται μονάχα ἡ φωνή τοῦ ὑμνογράφου..."[7].
"Τῷ Ἁγίῳ καί Μεγάλῳ
Σαββάτῳ, ἑορτάζομεν τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ
καί Σωτῆρος ἠμῶν, καί τήν εἰς ᾄδου κάθοδον αὐτοῦ, διά τῶν ὁποίων τό ἡμέτερον
γἐνος ἐλυτρώθη ἀπό τήν φθοράν καί μετέβη εἰς τήν αἰώνιον ζωήν."
Τέλος, "τῇ
Ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα αὐτήν ἑορτάζομεν τήν ζωηφόρον καί φωτοφὀρον
Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καί
Πάσχα ἀπό τήν ἐβραϊκήν γλῶσσαν ὀνομάζομεν, τό ὁποῖον εἰς τήν ἐδικήν μας γλῶσσαν
θέλει νά εἰπῇ διάβασις"[8].
1. Τά ποιήματα
Α. Κυριακή τῶν Βαΐων
1. Βαϊφόρος
Πόσο ἡ ψυχή μου σ᾿ ἔχει,
ὀνάριο ἄκακο,
ζηλέψει! Βλέπω στή βυζντινή
"Βαϊφόρο
πάντα νά κουβαλᾶς τό θεῖο
βάρος τοῦ Χριστοῦ
καί νά πηγαίνεις ὅπου Ἐκεῖνος θέλει. Τό δικό σου
θἐλημα ὡς νά μήν ὑπάρχει.
Προσπερνᾶς
άδιαφορώντας γιά τό θαυμασμό
τοῦ κόσμου,
κωφεύοντας τό ἴδιο γιά
χειροκροτήματα
μέ ὠσαννά, ἤ γιά οὐαί τῶν
Φαρισαίων...
Βαδίζεις ἄφοβα σέ φίλους καί
ἐχθρούς ἀνάμεσα,
πρᾶο καί ταπεινό, μ᾿ ὅλη τή
χάρη
τοῦ χριστοφόρου. Καθισμένος ταπεινά στή ράχη σου
ὁ ἴδιος ὁ Θεός! -τί ἄλλο νά ποθήσεις;
Ἆ, πόσο ἡ καρδιά μου θά ἤθελε στή θέση σου
νά ἤτανε-καί ὄχι μόνο Κυριακή τῶν Βαΐων... (Ε.Φ. 67)
Β. Μεγάλη
Δευτέρα
2. Λευκή γοητεία
Ὡραῖος κάλλει ὁ Ἰωσήφ ἦταν ἀδύνατο
ν᾿ ἀφήσει τήν κυρία Πετεφρῆ
ἐρωτικῶς ἀδιαφορη.
Γι᾿ αὐτό κι ὅταν οἱ φλόγες της κατέβηκαν
ἀπό τά λιγωμένα μάτια, τά σαρκώδη
χείλη, στά μέλη τά ζεστά
μίλησε μέ τά χέρι᾿ ἀδράχνοντας
τόν Ἰωσήφ ἀπ᾿ τό λευκό του ἔνδυμα:
Ἐλθέ οὖν ἐπ᾿ ἐμοί κοιμήθητι!...
Πρόφτασ᾿ ἐκεῖνος κ᾿ ἔφυγε γυμνός-
ἡ ἀρετή δέ ντρέπεται τή γύμνια της.
Μά ἐκείνη ἐρωτικά κι ἀπεγνωσμένα
χαϊδεύοντας τό λάφυρον ἀπόμεινε,
δίχως προσπάθεια-τί κρῖμα! - νά ἐξηγήσει
τή γοητεία τοῦ λευκοῦ του ἐνδύματος. (Μ.Ε. 30)
Γ. Μεγάλη Τρίτη
3. Μικρό
Ἀλφάβητο
Ρολόγι᾿ ἄν θέλετε γιά πάντα σταματῆστε!
Ἕνα έκκρεμές ἀκοίμητο μοῦ δείχνει ἐμένα
τήν ὥρα τῆς αἰωνιότητας:ἐπάνω
στῆς προσευχῆς τήν κλίμακα ἡ ψυχή μου!
***********
Χρόνια στούς δρόμους, τρέμουν πιά τά πόδια μου·
ἔρχομαι ξένος μέσ᾿ στό πατρτικό μου
καί κρούω γερά τή θύρα τῆς ἀγάπης Σου,
ἐνῶ ἐσύ στέκεις ἔξω ἀπ᾿ τή δική μου ἀναμένοντας. (Π.Ψ.
81, 83)
4. Ὅσο ποτέ
Τόν ἴδιο δρόμο πήραμε καί πάλι
ἀργά τό βράδυ γιά τήν ὥρα τοῦ Νυμφίου.
Καί φέτος ἔλειπε τό λάδι. Δανειστήκαμε
τό πού δέν κάψαν οἱ μωρές παρθένες τότε
κι ἀνάψαμε λυχνάρια τίς καρδιές μας.
Πορεύεται ἡ ψυχή μας μές στή νύχτα-
κερί πού θέλει νά σβυσστεῖ μπροστά στόν Ἤλιο.
Τή θύρα κρούει ματωμέν᾿ ἡ ἀγωνία μας,
μά τά λυχνάρια μας ἀντάρες τά χτυπᾶνε
κι ὁ δρόλαπας μέ τό χαλάζι σπᾶνε
στά πόδια μας, στά χέρια στό λυχνάρι.
Ἀκούθστηκ᾿ ἕνα: "ποιοί χτυποῦν τήν πόρτα;"
μά δύναμη δέν εἴχαμε γιά ν᾿ ἀπαντήσουμε.
"Ὑμᾶς οὐκ οἶδα" δέν προσμέναμε ν᾿ ἀκούσουμε.
Φύγαμε πάλι ὡς εἴχαμ᾿ ἔρθει λυπημένοι
μέ γόνατα λυμένα ὅσο ποτέ. (Μ.Ε. 41)
Μεγάλη Τετάρτη
5.Τῆς πόρνης
Στούς
σύγχρονους Φαρισαίους
-Ἄν ἦταν ὁ Χριστός προφήτης θά ᾿ξερε,
ἔλεγε ὁ Σίμων
Φαρισαῖος ἀπομέσα του,
πόσο γυναίκ᾿ ἁμαρτωλή ᾿ναι τούτη,
πού ἀγγίζει τώρα ἐμπρός μας τό κορμί του...
Κ᾿ ἡ πόρνη ἔβρεχε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ
μέ δάκρυα, μύρα κι
ἀκριβά ἀρώματα·
Ὕστερα ξέπλεξε τά πλούσια της μαλλιά
καί τά σφούγγισε καταφιλώντας τα μ᾿ ἀγάπη.
-Ἦρθα στό σπίτι σου, ὦ Σίμων, καί τά πόδια μου
νερό δέ μοῦδωκες νά πλύνω· τούτη- ἐδῶ,
στό δάκρυ τά᾿ πλυνε καί ἰδές πῶς τά σφουγγίζει.
Τά χείλη σου εἶναι ξένα μου καί κρύα·
κι αὐτή καταφιλεῖ τά πόδια μου ὧρες τώρα.
Δέν ἄλειψες μέ λάδι τό κεφάλι μου·
κι αὐτή καταφιλεῖτά πόδια μου ὧρες τώρα.
Δέν ἄλαιψες μέ λάδι τό κεφάλι μου·
κι αὐτή μ᾿ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς τό ἀλάβαστρο
σπάζει καί μύρα ὁλάκερο μέ περιχύνει.
Σίμων, ἀγάπησε πολύ ἡ πόρνη κ᾿ ἐξαγνίστη! (Μ.Ε. 26)
6. Τοῦ Ἰούδα
Ὤ, νά μποροῦσα μιά μπαλλάντα νά ᾿γραφα
γιά τόν καημένο τόν Ἰσκαριώτη!
Συγχώρεσέ μου, Κύριε, τήν ἀλύτρωτη
νά συμπονῶ ψυχή του.
Τόν βλέπω μές στή νύχτα
νά τρέχει μέ τά πόπδια πού τοῦ ἔνιψες
στούς Γραμματεῖς. Κρατοῦσε
ἀκόμη
τήν Ἅγια Σάρκα σου στό στόμα
κ᾿ ἔτρεχε.
Τόν ἥπιε ἡ μεγάλη νύχτα, δέ
μποροῦσε
ν᾿ ἀνοίξει πιά τά μάτια. Ἐνῶ
λυπήθηκε
τό μύρο τῆς ἁμαρτωλῆς, τοῦ
Ἀναμάρτητου
φίλου τό Αἷμα δέν ἐντράπη νά
σκοπίσει.
Τόν εἶδες, Θέ μου, πού ἐπέταξε
τ᾿ ἀργύρια
ὅταν θυμήθηκε τό βλέμμα σου στό φίλημα.
Κ᾿ ἔτρεξ᾿ εὐθύς μ᾿ ἕνα σκοινί νά σέ προλάβει.
Ὤ, ἄς ἦταν κάποιος τό σκοινί του νά ᾿κοβε
γιά νά σέ ἰδεῖ ὡς Ἀγάπη σταυρωμένο.
Κ᾿ ἴσως, αὐτός πού τόσο ταπεινά σέ πρόδωκε
νά ψέλλιζε δειλά μέ τό ληστή τό "μνήσθητι".
Καί σήμερα πού ὁ κόσμος γέμισε προδότες σου
δέν θά᾿ χαμε τοῦ μαθητοῦ σου τ᾿ ὄνομα
νά τό βουτᾶμε στό αἶμα καί στή λάσπη.
Πιότερο, Κύριε, ἀπό μένα ἐσύ τόν ἀγαπᾶς.
Κι ἄν μοναχά στίχους ἐγώ, ἐσύ τή λύτρωση
θά ᾿θελα νά ᾿ταν βολετό νά τοῦ χαρίσεις". (Μ.Ε. 27-28)
Μεγάλη Πέμπτη
7. Τό Λιθόστρωτον
Κύριε, βρέχει ἀπόψε πάλι στήν καρδιά μου.
Καί δέν εἶναι τά σύννεφα, πού ὑγραίνουνε τά μάτια μου.
Δέν εἶναι ἡ βροχή, πού νοτίζει τῆς ἑφτάγυμνης ψυχῆς
μου
τά σχισμένα ἐνδύματα.
Εἶναι τό χέρι τοῦ Τελώνη, πού τύπτει τό στῆθος μου·
εἶναι τῆς πόρνης τά μύρα, πού κατακλύζουν τό δῶμα μου·
εἶναι ὁ ἀλέκτωρ τοῦ Πέτρου, πού μετράει τίς ἀρνήσεις
μου·
εἶναι τό φίλημα τοῦ γιοῦ τῆς ἀπωλείας, πού ἐπιμένει
νά καίει ἀκόμη τά χείλη τῶν ἀνάξιων δούλων σου·
εἶναι οἱ θρόμβοι τοῦ αἱμάτινου ἱδρῶτα σου,
πού ἀφήσαμε νά πέσουν στό λιθόστρωτο τοῦ Γαβαθᾶ:
γιατί δέ βρήκαμε στήν τσέπη ἕνα μαντήλι νά τά μάσουμε·
γιατί δέ βρήκαμ᾿ ἕναν τόπο μέσα μας στεγνό νά τά
φυλάξουμε......
Κύριε, βρέχει ἐντός μου πάλι ἀπόψε, βρέχει, βρέχει,
βρέχει... (Μ.Ε. 61)
Μεγάλη Παρασκευή - Μέγα Σάββατο
8.Μνήσθητι
Στή μέση ἀπ᾿ τό ποτάμι πού ἀντάμα
περνοῦσαν, εἶπε: "Μνήσθητί μου, Κύριε"!
Κ᾿ ἔσκυψ᾿ Ἐκεῖνος τρυφερά καί μέ τό βλέμμα
τόν ἀγκάλιασε: -Μαζί μου τό μεγάλο διάβηκες
ποτάμι· λίγο μοῦ ζητᾶς
μέ τό "θυμήσου' μοναχά. Μαζί μου
σήμερα κιόλας θά ᾿μπεις στόν Παράδεισο,
πρίν τό κορμί σου νά σκεπάσει πέτρ᾿ ἀσήκωτη
καί τήν ψυχή σου ἡ νύχτα ἡ ἀτελεύτητη... (Μ.Ε. 29)
9. [Ἀπό τίς
Ἐννεάδες. Στ΄, ζ΄]
Παρασκευή Μεγάλη,
ἀπόγευμα τῶν θρήνων.
Καί ἡ ψυχή μου ἀνηφορίζει σιωπηλά
περνώντας ἀπ᾿ τῶν Ἐλαιῶν τό ὄρος,
θλιμένη ὡσάν μουσική πού οἱ ἄγγελοι σκορποῦν
σ᾿ ὅλη τή γῆ, κάτω ἀπ᾿ τόν ἥσκιο τοῦ Σταυροῦ.
Στό δάσος πού ἀνεβαίνει τρέχει νά ᾿βρει τό ψηλό
Δέντρο, μέ τόν Καρπό τῶν οὐρανῶν· καί τρέμοντας
ἀπό χαρά στή ρίζα του ἀκουμπᾶ, σά νά χει
κατάστηθα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ, ὁλόδική της." (Ε.Β.
77)
10 Λυπητερή καμπάνα
Γκρίζα μέρα βροχερή στή rue de Vaugirard
μέ τά λιγνά καλογεράκια τοῦ Παπαντωνίου
βρεγμένα ὥς τό κόκκαλο, δίχως ὀμπρέλα,
καί τά παλιά βρώμικα πεζοδρόμια νά γλιστροῦν
μές στούς πολύχρωμους βυθούς τοῦ ὀνείρου...
Κάπου σπαράζει ἕνα παιδί μ΄ ἔνα μπουκέτο μενεξέδες
λαχανιασμένα μάτια σ᾿ ἕνα φωτεινό δρομάκι,
ἄνθη παιδάκια καί πουλιά γεμᾶτο, κάτω ἀπ᾿ τόν ὁλόζεστο
καί τρυφερό, σάν χέρι
μητέρας, ἥλιο τῆς Λευκοπηγῆς.
Ἀχτίδες τοῦ ἥλιου μελιχρές, λυπητερή καμπάνα
μέ κύματα βιολέτας κι ἄρωμα παρθενικό
ἀπ᾿ τά μαβιά καρφόκλαρα τῆς καρυδιᾶς
καί τ᾿ ἀγριολούλουδα τῶν κάμπων,
νά συνοδεύουν κουστωδίες παιδικές, καθώς
τρέχουν νά προσκυνήσουν τό Νυμφίο...
Ἦχοι θλιμμένοι ἀπ᾿ τό τροπάρι τῆς Κασιανῆς,
Ἐγκώμια σέ Σύνοψη κεροσταγμένη, ἀπόψε
πόσο γεμίζετε τούς μαύρους ούρανούς τοῦ Παισιοῦ!
Σβήνουνε ὅλα μές στή μνήμη· κ᾿ εἶμαι πάλι
παιδί, στ᾿ ἀγαπημένα μου δρομάκια τρέχοντας,
μέ βουρκωμένη τήν καρδιά
τ᾿ ἄνθη μου ν᾿ ἀποθέσω πρῶτος στόν Ἐσταυρωμένο! (Α.Υ.
14-15)
11. [Ἀπό τίς Ἐννεάδες. Η΄ θ΄]
Ἀπόψε, Κύριε, πού δέν ἔχω δάκρυα στά μάτια
νά κλάψω ἐπάνω στίς πληγές πού ἡ ἁμαρτία
μοῦ ἀνοίγει, ἀφησέ με νά σέ πλησιάσω,
μ᾿ ὅλη τή φτώχεια κι ὅλη μου τή γύμνια,
σάν τότε, πού ἄγγιζα τόν Ἐπιτάφιο μέ τά χερια μου
τά παιδικά κρατώντας σε, κοντά στόν παπα-Μάρκο,
ἐπάνω ἀπ᾿ τό κεφάλι, ὅταν ὁ ψάλτης
ἄνοιγε δρόμο στό σκοτάδι μέ "Τόν ἥλιο
κρύψαντα!"...
Ἀπόψε, Κύριε, βάσταξέ με, Ἐσύ, στά χέρια σου! (Ε.Β. 103)
12. Δός μοι
τό μύρον....
Σέ τυλίγει τό πένθος τῶν κεριῶν, Ἀναμάρτητε,
πού τίς λαβωματιές σου ἀσπάζονται τίς ἄχραντες
μέ γλῶσσα ὅλο καρδιά.
Ὕστερα ἔρχετ᾿ ἔν᾿ αὐλάκι πού περνάει
-ἄρωμα νάρδου μυστικοῦ ἤ κρίνων ἄσπιλων-
κι ἁπλώνει μέσα μας τόν ἐπιτάφιο θρῆνο.
Ὅμως ἐμεῖς ζητοῦμε κάποιον ἦχο πιό ρηνητικό
νά ψάλουμε
στίς ὧρες τῶν Παθῶν σου
τό σπαραγμό τῆς Παναγίας, τά Ἐγκώμια.
Οἱ φλόγες τῶν αἱμάτων σου δέν ἔγιναν ἀκόμη
πορφύρες νά ζεστάνουνε τή γύμνια μας.
Κι οὔτε πού μάθαμε πότε θ᾿ ἀδειάσουνε τά χέρια μας
ἀπό χολές, ἀργύρια καί δόλια φιλήματα...
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
13. "Νῦν
πάντα πεπλήρωται φωτός!"
Στήν Ἑορτή τῶν ἐορτῶν καί στή λαμπρή Πανήγυρη
τῶν πανηγύρεων, μέ τέχνη μέτριου μελουργοῦ, ὁ ἀνάξιος,
μαζί μέ τόν οὐράνιο τέττιγα προσέρχομαι, τόν Ἰωάννη
τῆς Δαμασκοῦ, πρόθυμος ὑποτακτικός καί κανονάρχης του,
τροπάρια στόν Ἀναστάντα Ἰησοῦ νά ψάλω ἀναστάσιμα.
Ὅμως, στά πρῶτα μου κιόλας ψελλίσματα μέ πιάνει ἀφωνία
ἐμπρός στό ἐξαστράπτον ἀπό θεῖο φῶς ἱμάτιον τοῦ
Κυρίου!
Μέ οἶνον κατανύξεως εἶχα πλύνει τίς πληγές τοῦ
Ἐσταυρωμένου
καί μέ τό αἷμα Του ἐπορφύρωσα τήν ἄβολη ψυχή μου·
στό ζωοδόχο τάφο Του δέν μέ περίμενε παρά ἡ ἀπουσία
Του,
καί γύρω Μυροφόρες, ἄρρητη εὐφροσύνη κι ἀγαἰαση
φορώντας -ἔνδοθεν- στά φοβισμένα μάτια τους.
Κατέβηκα με προθυμία, μετά, στοῦ Ἅδη τ᾿ ἄραχλο βασίλειο,
γεμάτο φῶς κι αὐτό, ἀπό τή λάμψη τοῦ Ἀναστημένου-
ὅπως ὁ Οὐρανός ψηλά, ἡ Γῆ, κι ὅλα τά Καταχθόνια...
Ἀκούω μακριά τόν ψάλτη: "ὅποιος, Κύριε,
συνθάπτεται μαζί Σου
σήμερα συνεγείρεται! Ὅποιος μαζί Σου συσταυρώνεται
σήμερα συνδοξάζεται! Κι ὅποιος νεκρώνεται, κοντά Σου
ξανακερδίζει τή ζωή πάλι, ἀπό τά χέρια Σου!..."
Καί τώρα πιά. ὄρθρου βαθέος, ἡ ψυχή ὀρθρίζει
δακρυσμένη κ᾿ ἔρχεται
μέ τή λευκή λαμπάδα καί τά μύρα στή γιορτή τῆς
Ἀναστάσεως.
Στά κουρασμέν᾿ ἀπ᾿ τήν ἀγρύπνια μάτια φωτοφόροι
Ἄγγελοι
σκορποῦν οὐράνια χάδια μέ τά πάλλευκα φτερά τους.
Κ᾿ ἤδη τῶν φιλεόρτων ἀδελφῶν τά στόματα γεμίζουν
ὕμνους ἀγγελικούς κι ἀγάλλονται μέ τό "Χριστός
Ἀνέστη":
Ὤ πάσχα τό τερπνόν, ὤ Πάσχα λύτρον λύπης!
Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα!
Πάσχα, τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν!
Χριστός γάρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος!... (Π.Φ.
83-84)
Συντομογραφίες
Μ.Ε=Μυστικόν Ἔαρ, Ἀθῆνα 1964
Δ.Π.=Ἡ δρόσος τοῦ Πνεύματος Ἀθῆναι 1972
Ε.Β.=Ἔγκλειστος βίος, Ἀθ. 1973
Α.Υ=Αἰχμαλωσία Ὕψους, Ἀθήνα 1975
Ε.Φ.=Ἐρωδιός φιλαμαρτήμων, Ἀθήνα 1988
Π.Φ.=Περικάρπια φυλλώματα, Ἀθήνα 2000
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Σκόπελος
[1] Πρβλ. τό ποίημα
"Τόσο πολύ", στή συλογή, Αἰχμαλωσία ὕψους, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1975, σελ. 19
[2] Δημ Σ. Λουκάτου,
Βιβλιοκριτική γιά τή συλλογή διηγημάτων τοῦ Π. Β. Πἀσχου, Ἀνεβαίνοντας τόν
Ἀλιάκμονα, "Λαογραφία", τ. ΛΕ΄ (1987-89), Ἀθῆναι 1990, σελ. 452-53.
[4] Ἀναφέρω τή λέξη
Συναξαριστές, γιατί θέλω νά τιμήσω μαζί μέ τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα τους, τοῦ
Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου καί τά ἱερά ὀνόματα τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων,
τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, πού τά μετέφρασε "εἰς τήν ἀπλῆν ἡμῶν
διάλεκτον"καί τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, πού προέτρεψε, ἀξίωσε καί
ἀσφαλῶς συνετέλεσε τά μέγιστα στήν ὅλη αὐτή ἐργασία. Παραπέμπω δέ τόν ἀναγνώστη
μου στό βιβλίο, Συναξάρια ὅλων τῶν Κυριακῶν καί τῶν ἐπισήμων ἡμερῶν τοῦ
Τριῳδίου καί Πεντηκοσταρίου, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 75.
[8] Συναξάρια.....ὅπ.παρ. σελ.
78,82,85,89,96,105,109 βλ. καί Π.Β.Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας , Ἀθῆναι 1964, σελ.
185-196
No comments:
Post a Comment