Μνήμη
Χρήστου Πιστικοῦ, φιλολόγου
Ὥρα θερινοῦ μεσημεριοῦ. Τό μικρό αὐτό ἀκροθαλάσσι,
μοναχικό, ἔρημο -κι ἄς εἶναι μεσιασμένο καλοκαίρι- γίνεται ἔξαφνα μιά πολύτιμη
πηγή διδαχῆς καί γνώσης, καθώς ὁ μακρυνός
λόγος τῶν προσωκρατικῶν ἔρχεται νά σοῦ ὑπενθυμίσει μέ πολλή γοητεία καί
δυνατότητα βαθύτερης προσέγγισης. "Tόν δέ
χρόνον ποιῆσαι ἐκ τοῦ γόνου ἑαυτοῦ πῦρ καί πνεῦμα καί ὕδωρ" (Φερεκύδης 7Α8).
Πᾶνε χρόνια ἀρκετά νομίζω, πού αὐτές οἱ θερινές
μεσημεριάτικες στιγμές κοντά στή θάλασσα καί, μάλιστα, στό γνωστό ἀκροθαλάσι,
"τοῦ Κώστα", συντροφεύονταν μέ τούς πολύτιμους Προσωκρατικούς. Ἀκόμα
θυμᾶσαι ἐκείνους τούς φωτεινούς δρόμους πού ἄνοιγε ὁ ἥλιος μέσα στήν ἥρεμη
σκουρογάλαζη θάλασσα. Δρόμοι μακρυνοί πού κατευθύνουν τή σκέψη πρός τό βάθος
τοῦ χρόνου, στίς ἀπαρχές τοῦ στοχασμοῦ καί τῆς δυνατότητας γιά αὐτοεπιβεβαίωση
τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μόνο πού οἱ δρόμοι αὐτοί ὁδεύονται ἀπό σένα, χρόνια τώρα,
ὕστερ᾿ ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔσπειρε μέσα σου γιά τούς ἀρχαίους, ἕνας παλιός
φιλόλογος καθηγητής. Θυμᾶσαι ἀκόμα...
Θερινά πρωϊνά τοῦ 1963. Κατεβαίνεις γιά τήν ἐξοχική
κατοικία τοῦ φιλόλογου Χρήστου Πιστικοῦ, πού εἶναι κάτω ἀπό τό χωριό, στοῦ
"Κώστα". Μιά κατοικία πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά ὁπωροφόρα δέντρα καί
σιμά στό μποστάνι τοῦ συγχωρεμένου μπάρμ᾿ Ἀνάργυρου.
Καθώς κατεβαίνεις παρατηρᾶς τίς πρῶτες τοῦ ἥλιου
ἀκτῖνες νά φωτίζουν τά σκιερά τά ρέματα καί τούς κήπους τῶν Κληματιανῶν, ἐνῶ
ἀπέναντι ἡ θάλασσα μόλις καί ἀναρριγώνει ἀπό τό ἄγγισμα τοῦ πρώτου ἡλιόφωτου.
Τά τζιτζίκια ἔχουν ἀπό πολύ πρωΐ ἀρχίσει τό μονότονο τραγούδι τους, θραύοντας
ἔτσι τό νυχτερινό κέλυφος τῆς ἡσυχίας κι ἀφήνοντας στόν ἀέρα νά πλανιέται ἕνα
χαμόγελο αἰσιοδοξίας. Εὐλογημένο καλοκαίρι τῶν παλιῶν παιδικῶν σου χρόνων...
Ὁ ἥλιος στό μποστάνι δέν ἔφτασε ἀκόμα. Ἀπό τή
νυχτερινή δέ τήν ὑγρασία ἔχει ξεμείνει μόνο ἐκείνη ἡ λυτρωτική μοσχοβολιά τοῦ
νοτισμένου χώματος.
Ρίχνεις μιά ματιά γύρω σου κι ἀναγαλλιάζεις, καθώς
βεβαιώνεις μέσα στό δροσερό πρωϊνό τήν ὀμορφιά νά συνταιριάζει μέ τή γνώση.
Μόνο πού εἶναι τώρα πιά οἱ ἀπαρχές τῆς γνώσης κι εἶσαι ἀκόμα δισταχτικός.
Πάντως λόγος τοῦ καθηγητῆ, καθώς ἐξηγεῖ
μιά-μιά τίς λέξεις ἀπό τό ἀρχαῖο τό κείμενο, λέξεις θεμελιακές, ζωσμένες φῶς
καί δύναμη, συγκινεῖ, διδάσκει καί στέλνει μέσα σου μηνύματα, τά ὁποῖα σάν
περάσουν τά χρόνια τά καταλαβαίνεις. Γιατί εἰσχωρεῖς μέσα τους ψαύοντας τίς
ἀπαρχές τῶν ἐννοιῶν, τό κοίτασμα τό πρῶτο δηλαδή, πάνω στό ὁποῖο στερεώνεται ὁ
Ἕλλην λόγος καί κατά συνέπεια ἡ φιλο-σοφική σκέψη: αὐτή ἡ πρώτη ὕλη γιά νά στερεωθεῖ
μέσα σου στή συνέχεια, ὁ ἀρχαιοελληνικός στοχασμός.
Ἀθάνατη, γόνιμη καὶ λουσμένη φῶς ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα,
ἀκτινοβολεῖ στὴνψυχὴ αἰσιοδοξία, γιατὶ γενᾶ τὸν στοχασμό, δηλαδή, τὴ γόνιμη
σκέψη, καθὼς ἀφήνει τὴ σκέψη νὰ ξετυλίξει τὸ πλούσιο κουβάρι ποὺ κρύβεται πίσω
ἀπὸ κάθε λέξη: μιὰ σερμαγιὰ δηλαδὴ ποὺ γι᾿ αὐτὴν μονάχα θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε
ὑπερήφανοι καὶ νὰ εὐγνωμονοῦμε τοὺς Μεγαλους μας Προγόνους. Βλέπεις, ὁ μεγάλος Ἐλύτης, ποὺ βίωσε βαθύτατα
καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Πνεῦμα δὲν κατέθεσε, ὡς σφραγίδα δωρεᾶς, τὴν ὁμολογία του:
«Τὴ γλώσσα μοῦ ἔδωσαν Ἑλληνικὴ.
Τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμουδιὲς τοῦ Ὀμήρου
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στὶς
ἀμουδιὲς τοῦ Ὀμήρου»
(Ἄξιον Ἐστί)
Καὶ γιὰ νὰ πᾶμε παραπίσω, οἱ μεταβυζαντινοὶ
ἁγιογράφοι, στούς νάρθηκες τῶν μοναστηριῶν ἤ καὶ ἐκκλησιῶν, τυχαῖα δὲ
ζωγράφιζαν τὸν Ὄμηρο, τοὺς φιλοσόφους κ.λ.π πνευματικούς τους προγόνους. Γιατὶ
ξέρανε, πὼς πίσω ἀπὸ κάθε λέξη ποὺ προφέρανε ἀναπνέανε καὶ τὴν αὔρα τοῦ
περάσματος ἐκείνων.
Μέρες τοῦ θέρους... Χρόνια ἔχω νὰ κατέβω στοῦ «Κώστα»,
καθὼς οἱ βάρβαρες ἐπεμβάσεις γιὰ τὴν διάνοιξη ἀγροτικῆς ὁδοῦ καταργήσανε τὰ
πανάρχαια τὰ μονοπάτια καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ κι ἕνα κομμάτι τῆς ἰστορίας. Ὡστόσο
πάντα θυμᾶμαι μὲ συγκίνηση ἐκεῖνα τὰ δροσερὰ πρωϊνὰ ποὺ τὰ στεφάνωνε ἡ εὐλογία
τοῦ Ἕλληνος λόγου καὶ τὰ χαρίτωνε ἠ ἄλλη εὐλογία: ἐκείνη τῆς νοτισμένης γῆς τοῦ
φρεσκοποτισμένου μποστανιοῦ τοῦ μακαρίτη τοῦ μπάρμπα Ἀνάργυρου καὶ τὸ
εὐωδιαστό, φρεσκοκομμένο ἀγγουράκι τῆς
θειᾶς τῆς Σεραϊνῶς...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment