Sunday, 19 July 2015

Ο πατέρας μου


Ήταν Σάββατο, 2.00 το μεσημέρι, στις 21 Οκτωβρίου του 1933, όταν γεννήθηκε, σε ενοικιαζόμενη οικία, στο ιστορικό χωριό Μέρμπακα, του Νομού Αργολίδας, ο πατέρας μου Δημήτριος Σαλαπάτας, του Αναστασίου. Λίγο αργότερα, την ίδια εποχή, η οικογένεια μετακινήθηκε εκεί που κατοικεί μέχρι σήμερα. Σε αυτό το ιδιόκτητο σπίτι γεννήθηκε η αδελφή του Αγλαΐα. Την μητέρα του Γεωργία, λόγω της ασθενείας της, δεν την γνώρισε σχεδόν καθόλου. Απεβίωσε δε όταν ο πατέρας μου ήταν 7 ετών.


Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού, το οποίο την εποχή εκείνη στεγαζόταν σε οίκημα της οικογενείας Μαστοράκου (παρωνύμιο «Πιτούρη»). Πλάκα και κονδύλι ήταν τα όργανα που χρησιμοποιούσαν για να γράφουν εκείνο τον καιρό. Δυστυχώς όμως, λόγω της ψείρας, που είχε κι αυτός κι άλλοι μαθητές, τους απαγορεύθηκε η είσοδος στο Σχολείο. Διευθυντής ήταν τότε ο Γεώργιος Δρούγκας. Ο Δάσκαλός του (το όνομά του δεν το θυμάται σήμερα ο πατέρας μου) καταγόταν από την Κρήτη.

Το πρόβλημα της ψείρας ήταν μεγάλο τότε. Για να πλυθούν κι έτσι να «γιατρευτούν» έπρεπε να περπατούν μεγάλες αποστάσεις, για να βρουν νερό σε μακρινά πηγάδια. Για το λόγο αυτό δεν πήγαιναν, κι ως εκ τούτου παρέμεναν γεμάτοι ψείρες. Άλλωστε χρειάζονταν κουβά και τριχιά, για να βγάζουν νερό, τα οποία δεν τα είχαν.

Ο πατέρας του, με το παρωνύμιο «Τσέλης», όταν απεβίωσε η σύζυγός του, άρχισε να πίνει κρασί κι έτσι κατέληξε να γίνει αλκοολικός. Το αποτέλεσμα ήταν να μην δείχνει ενδιαφέρον για το γιο του. Την κόρη του Αγλαΐα την είχαν πάρει στην Ασίνη και την ανέτρεφαν συγγενείς της μητέρας της. Επέστρεψε δε στο πατρικό της στο Μέρμπακα όταν ήταν 14 ετών.

Άρχισε να εργάζεται από την ηλικία των 13 ετών, ως εισπράκτορας στα λεωφορεία του ΚΤΕΛ Αργολίδας. Ως εισπράκτορας εργάσθηκε από το 1948 μέχρι το 1956.

Όταν πρωτοξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία εργαζόταν ξυπόλυτος και με κοντό παντελόνι. Σε δρομολόγιο Άργος - Ναύπλιο, όταν ήταν περίπου 15-16 ετών, εργαζόμενος ξυπόλυτος, μία επιβάτης με τακούνια τον πάτησε στα πόδια και τον πόνεσε πολύ. Ο πόνος και η ενθύμηση του γεγονότος παραμένουν ανεξίτηλα στο μυαλό και την ψυχή του μέχρι σήμερα. «Το θυμάμαι σαν νάναι τώρα», λέει. Την ίδια φράση χρησιμοποιεί και για άλλα σημαντικά γεγονότα της ζωής του. Στα 17 του χρόνια αγόρασε για πρώτη φορά παπούτσια. Την εποχή εκείνη ο μισθός του ήταν 300 δρχ. το μήνα.

Όταν ήταν 19 ετών, το Υπουργείο Συγκοινωνιών άνοιξε παράρτημα στην Τρίπολη. Σε αυτό τοποθετήθηκε Προϊστάμενος ο Τάσος Γεωργόπουλος, καταγόμενος από το χωριό Κατσίγκρι, ο οποίος είχε πεθερό τον π. Νικόλαο Καραχάλιο, Ιερέα του Μέρμπακα. Ο άνθρωπος αυτός βοήθησε τον πατέρα μου να εκδώσει το Δίπλωμα Οδήγησης.

Όταν έλαβε το Δίπλωμα στα χέρια του ένας γνωστός του τού είπε: «πάμε να το βρέξουμε», εννοώντας «πάμε να πιούτε ένα ποτό, για να εκφράσουμε έτσι την αγαλλίασή μας για το ευχάριστο αυτό γεγονός». Ο πατέρας μου φοβήθηκε ότι θα του «βρέξει» το ίδιο το Δίπλωμα και το κρατούσε σφικτά στην τσέπη του σακακιού του!

Από τις 29 Μαρτίου 1956 έως το 1958 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Όταν απολύθηκε από τον στρατό άρχισε να εργάζεται ως οδηγός στο ΚΤΕΛ Αργολίδας. Αυτή ήταν η επαγγελματική του ενασχόληση μέχρι τη συνταξιοδότησή του.


Το 1961 ο πατέρας μου παντρεύτηκε την μητέρα μου Ελένη, το γένος Παλυβού, από το χωριό Κουτσομόδι της Νεμέας. Ο γάμος τελέσθηκε στον Ι.Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Δερβενάκια, εκεί όπου πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου 1822 η ομώνυμη νικηφόρα μάχη του Κολοκοτρώνη, ενάντια στα οθωμανικά στρατεύματα. Κουμπάρος στο γάμο ήταν ο Νικόλαος Πίκος, μετέπειτα σύζυγος της αδελφής του πατέρα μου Αγλαΐας. Το γάμο ευλόγησε ο π. Ευδόκιμος, κληρικός της Ι.Μ. Κορίνθου. Τη δεξίωση του γάμου επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Σαλαπάτας (παρωνύμιο «Γράτσος»), θείος του πατέρα μου.

Το βασικό χόμπυ του ήταν το τραγούδι. Αυτό φαίνεται πως ήταν κληρονομικό, γιατί τραγουδούσε και η γιαγιά του η Αγλαΐα, όπως επίσης και ο πατέρας του. Όταν ήταν στην ηλικία των 32 ετών περίπου πρωτοάνοιξε το Κοσμικό Κέντρο «Γωνιά», στη γειτονιά μας. Αυτό υπάρχει και λειτουργεί ακόμα μέχρι σήμερα. Τότε πήγε και συστήθηκε στον γνωστό συνθέτη και μπουζουξή Μπάμπη Δαλιάνη, ο οποίος είχε συνθέσει τραγούδια τα οποία ερμήνευσε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Δαλιάνης τον άκουσε να τραγουδά και αμέσως του έκανε πρόταση να ασχοληθεί με το τραγούδι. Ακόμα κι ο ίδιος ο θρύλος Στέλιος Καζαντζίδης όταν άκουσε τη φωνή του πατέρα μου του πρότεινε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι. Ο πατέρας μου όμως απέρριψε τελικά τις σχετικές προτάσεις, γιατί δεν επιθυμούσε να αφήσει τη σταθερή εργασία του και την οικογένειά του για να μετοικήσει στην Αθήνα και να ασχοληθεί με τη μουσική. Πάντως, σε όλες τις οικογενειακές εκδηλώσεις τραγουδούσε πάντοτε με τη γλυκιά του φωνή και δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα στους συνδαιτυμόνες.

Από το 1994 -που έλαβε τη σύνταξή του- παραμένει στο χωριό του, ασχολούμενος με τη φροντίδα των οικιακών ζώων (αρνιά, κουνέλια και κότες), των κηπουρικών και του μικρού πορτοκαλαιώνα του. Χαίρεται δε πάντοτε και απολαμβάνει τις επισκέψεις και τη συναναστροφή με τα τρία παιδιά και τα επτά εγγόνια του.

1 comment:

Α. Παπαγιάννης said...

Πάντα γερός να είναι, και να σας χαίρεται όλους, κι ακόμη περισσότερους!