Θυμάμαι να βλέπω το σήριαλ της Λωξάντρας στην
κρατική τηλεόραση όταν ήμουν παιδί. Ήταν από αυτά τα υπέροχα σήριαλ εκείνης της
εποχής, ασπρόμαυρα, βασισμένα σε πεζογραφήματα, με καλούς ηθοποιούς. Ήταν η
χρυσή εποχή της κρατικής τηλεόρασης, τότε που δεν υπήρχαν ακόμα ιδιωτικά
κανάλια, τότε που το πρόγραμμα της τηλεόρασης ελάμβανε τέλος τη νύχτα και δεν
συνεχιζόταν με διαφημίσεις, επαναλήψεις και τηλε-αγορές!
Όπως κι αν έχει, στην Λωξάντρα
παρακολουθούσαμε τη ζωή των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του 19ου
αιώνα. Η Λωξάντρα, μια καλόκαρδη γυναίκα παντρεύεται με συνοικέσιο τον αρκετά
μεγαλύτερο της, Δημητρό, χήρο με τέσσερα παιδιά. Εκτός από τα τέσσερα παιδιά
του αντρός της, κάνει και δύο δικά της. Αυτή η απλή,
καλοκάγαθη γυναίκα μεγαλώνει τα έξι παιδιά, φροντίζει τον άντρα της, τους
υπηρέτες του σπιτιού (που είναι σαν μέλη της οικογένειάς της), την ευρύτερη
οικογένεια καθώς και τους γείτονες, είτε είναι Έλληνες είτε Τούρκοι. Για αυτήν, δεν
υπάρχουν εθνικότητες και διαχωρισμοί, υπάρχουν μόνο άνθρωποι, που πεινάνε, που
έχουν ανάγκες, που αγαπάνε. Δεν ξέρει από πολιτική, ούτε θέλει να μάθει. Για τη
Λωξάντρα η μοναδική πολιτική είναι αυτή της προσφοράς στους αγαπημένους της.
Και οι αγαπημένοι της είναι οι άνθρωποι που αγαπά, που προστατεύει και που
γνωρίζει. Η μικρή της κοινωνία. Γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Δεν το γνωρίζει και
δεν την ενδιαφέρει. Είναι εκτός του πεδίου της. Για αυτήν, ο κόσμος της είναι ο Δημητρός, τα παιδιά της, οι συγγενείς της,
οι γείτονές της και η Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα.
Όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη πρώτη φορά, από τα πρώτα μέρη που ήθελα να
δω ήταν η Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα! Λόγω της Λωξάντρας. Ποια ήταν όμως η
αληθινή Λωξάντρα; Αυτή η αγαθή και καλή γυναίκα, ήταν πραγματικό πρόσωπο, η
γιαγιά της πεζογράφου Μαρίας Ιορδανίδου.
Η Μαρία Ιορδανίδου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου
αιώνα, ήταν κόρη της Ευφροσύνης Μάγκου και του Νικόλα Κριεζή. Η Λωξάντρα ήταν η
γιαγιά της, η μητέρα της μητέρας της. Η Μαρία
Ιορδανίδου φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Πόλης, έμεινε για πέντε χρόνια
στο Μπατούμι της σημερινής Γεωργίας, έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και κατέληξε στην Ελλάδα. Εργάστηκε
στην Πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης και σε ιδιωτικές εταιρείες. Η γλωσσομάθειά
της την βοήθησε να επιζήσει σε δύσκολες εποχές και στο πολιτικό κυνηγητό.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε στα 65 της πλέον, η Μαρία Ιορδανίδου αποφάσισε να
γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Ξεκίνησε με την Λωξάντρα, τη βιογραφία της
γιαγιάς της. Συνέχισε με το «Διακοπές στον Καύκασο», όπου περιγράφει
τα νεανικά της χρόνια στο Μπατούμι κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης,
συνεχίζει με το «Σαν τρελά πουλιά», όπου περιγράφεται η ζωή της στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αλλα και στην Αθήνα
την εποχή του μεσοπολέμου και τελειώνει με το έργο της «Η αυλή μας»,
όπου η συγγραφέας παρατηρεί τη ζωή της Αθήνας. Στο τελευταίο της έργο βλέπουμε την
τσιμεντούπολη της πρωτεύουσας, με την απομόνωση, την απαξίωση των πάντων,
ηλικιωμένη πλέον η ίδια η συγγραφέας, δεν μας περιγράφει ταξίδια και μακρινούς
προορισμούς. Έχει καταλήξει στην ΑΘήνα, πρόσφυγας και η ίδια, μια παλιἀ Κωνσταντινουπολίτισσα, μια «Ρωσοπόντια», όπως χαρακτηρίστηκε και η ίδια, μια
ηλικιωμένη πλέον Ελληνίδα. Μας κακόμαθε με την «Λωξάντρα» της, μας γύρισε πίσω
σε όμορφες εποχές, τότε που ο άνθρωπος ήθελε λίγα και βασικά για να ζήσει:
αγάπη, συγγενείς, γειτόνους, καλό φαγητό. Μας ταξίδεψε στον Καύκασο και στο μακρινό
Μπατούμι, έδρα πολλών Ελλήνων με ποντιακή καταγωγή. Μας πήγε στην Αίγυπτο του μεσοπολέμου και στους κατατρεγμένους Έλληνες της
δικτατορίας του Μεταξά. Και μας απογείωσε με την μεταπολεμική Αθήνα, τις
πολυκατοικίες, το τέλος της γειτονιάς, το τέλος των ανθρώπινων σχέσεων.
Έχω διαβάσει και τα τέσσερα βιβλία της Μαρίας
Ιορδανίδου, έχω δει την Λωξάντρα άπειρες φορές. Όσες φορές και να την δω, μου
αρέσει και είναι σαν να την βλέπω πρώτη φορά! Λυπάμαι που η ελληνική τηλεόραση ή κάποιος από τους σκηνοθέτες μας δεν έχει
την έμπνευση να γυρίσει τα άλλα τρία βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου, της
Ελληνίδας που έγινε γνωστή στα 65 της, περιγράφοντας απλά τη ζωή της γιαγιάς
της.
Εύη Ρούτουλα