Ταπεινές σκέψεις ἑνός ἐγγάμου πρεσβυτέρου
γιά τήν ἐφημεριακή καί οἰκογενειακή του βιοτή.
Ἤ, μιά ἀπολογία κι ἔνας ἀπολογισμός.
Στόν π. Χρυσόστομο Παπαθανασίου,
τόν τίμιο έργάτη τοῦ Ἀμπελώνα Του
καὶ νῦν ἄξιο Μητροπολίτη Μάνης
Ἀρχίζω μέ λιτά προλεγόμενα, τά ὁποῖα, πιστεύω, πώς θά βοηθήσουν στήν ἐπεξεργασία τοῦ θέματός μου.
Εἶναι γνωστό πώς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας
οἱ πιστοί χωρίζοναι σέ δύο τάξεις: τῶν Κληρικῶν καί τῶν Λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπέναντι στό Θεό εἶναι καθ᾿ ὅλα ἴσοι.
Οἱ Κληρικοί τώρα χωρίζονται σέ δύο τάξεις: τῶν ἀγάμων καί τῶν ἐγγάμων, ἔργο τῶν ὁποίων εἶναι, κατά πρῶτον ὁ ἁγιασμός καί κατά δεύτερον ἡ σωτηρία τοῦ Κόσμου, ἀλλά καί τῶν ἰδίων, γιατί "ὁ Κληρικός, εἴτε ἔγγαμος εἶναι εἴτε ἄγαμος, ἔχει ἀνάγκη συνεχοῦς καί ἀνυστάκτου ἀσκήσεως... (ἐπειδή) καλεῖται νά γίνει θεραπευτής τῶν παθῶν τῶν ἄλλων"[1]. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος "πρῶτον καθαρθῆναι...". Ἐπομένως μέσω τῆς καθάρσεως καί τῆς ἀσκήσεως ἀνέρχεται τήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν ὀ ἔγγαμος ἤ ὁ ἄγαμος κληρικός.[2]
Ὁ ἄγαμος κληρικός αἴρει καθημερινά τό σταυρό του,
ἀκροβατώντας πάντοτε μέσα σέ συνθῆκες τραγικές, μέ τὴν ἐξάπαντος διακινδύνευση τῆς ἰσορροπίας του -ψυχικῆς ἤ σωματικῆς- γιατί δέν εἶναι μόνο τό μαρτύριο τῆς μοναξιᾶς πού βιώνει, ἀλλὰ καὶ τό ἀναίμακτο μαρτύριο πού ἀντιμετωπίζει. Μαρτύριο, τό ὁποῖο ἐπιμμερίζεται στά ἀφανῆ βέλλη τοῦ πονηροῦ[3], ὅπως τῆς συκοφαντίας, τῆς λοιδωρίας, τῶν ἀπρεπῶν συμπεριφορῶν μερίδος τοῦ κόσμου -ἄρα καί τῆς ποίμνης μέσα στήν ὁποία "ζεῖ καί κινεῖται καί ὑπάρχει". Γι᾿ αὐτό καί καλεῖται ὡς βακτηρία νά ἔχει τόν
πνευματικό του ὁδηγό, τόν Γέροντά του καί φυσικά τήν προσευχή συνοδευμένη ἀπό
τήν
ταπείνωση, τήν
ὑπομονή καί τή
σωφροσύνη[4].
Ὁ
ἔγγαμος τώρα κληρικός ἀπαιτεῖται νά ἔχει μιά ἐνάρετη, ἱεροπρεπῆ συμπεριφορά καί ἀσκητικό βίο, στά μέτρα πάντοτε τῶν δυνατοτήτων του καί τῶν καθηκόντων του, γιατί δέν πρέπει νά παραβλέψουμε ὅτι ζεῖ μέσα στόν κόσμο, συναναστρέφεται πολλούς τύπους συνανθρώπων του, οἱ ὁποῖοι ὁ καθένας τους εἶναι κι ἔνας κόσμος διαφορετικός, κρίνεται ἀπό
τόν
κόσμο καί, αὐτό
εἶναι τό βαθύτατο μαρτύριο, κατακρίνεται· μάλιστα, τίς περισσότερες φορές ἄδικα. Τό γιατί ἐντοπίζεται στήν προκατάληψη πού ὑπάρχει γιά τόν κλῆρο, ἐνῶ
παράλληλα ὑπάρχει ἡ μεγέθυνση κάποιων λανθασμένων ἤ ἄστοχων λόγων του καί συμπεριφορῶν. Π.χ.
ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο δίνει τό χέρι του νά τό
ἀσπαστοῦν, εἶναι βέβαιο πώς πειράζει μερικούς, ἐνῶ εἶναι ἐξ ἴσου βέβαιο πώς ὁ καϋμένος ὁ παπᾶς μπορεῖ ἐκείνη τή στιγμή καί στενοχωρημένος νά εἶναι καί κουρασμένος καί ἀφηρημένος. Γιατί δέν παύει νά εἶναι ἄνθρωπος.
Ὡστόσο τό μαρτύριο τοῦ ἐγγάμου ἐντοπίζεται καί στό ἄμεσο οἰκογενειακό του περιβάλλον, τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τό
θέλημα τοῦ κόσμου, πρέπει νά εἶναι τέλειο ἀπό κάθε ἄποψη. Γι᾿ αὐτό
κάποτε, ὅταν ἕνα μέλλος τῆς οἰκογένειας
τοῦ κληρικοῦ παρασφάλλει σέ κάτι, ἔστω καί στό παραμικρό, τότε ἡ κρίση τῆς κοινωνίας εἶναι τέτοια, ὥστε νά τόν ὁδηγήσει σέ μεγάλη ἀπόγνωση. Γιατί δέν ἐμφανίζεται διόλου ἐλαστικά καί φιλάνθρωπα ἡ κοινότητα στήν ὁποία
διακονεῖ, ἰδιαίτερα στίς
μικρές
ἐπαρχιακές
κοινωνίες, στό νά σταθεῖ μέ
τρόπο συμπαθείας καί φιλοτιμίας ἀπέναντι σ᾿
αὐτόν πού ἔφταιξε, ὥστε νά συνετιστεῖ καί νά
μετανοήσει, ἀλλά ἡ παραπληροφόρηση (κοινῶς "τό κουτσομπολιό") ἁπλώνεται στό κοινωνικό-ἐνοριακό σύνολο, ὅπως ἡ καταχνιά ὕστερα ἀπό
ὑγρασία. Κι ἐδῶ
τίθεται τό βασικό ἐρώτημα, πού καλούμεθα νά σκεφτοῦμε ὅλοι οἱ ἔγγαμοι κληρικοί.
Γιατί, ἄραγε, ὅταν ἕνα μέλλος τῆς ἐνοριακῆς κοινότητας σφάλλει σέ κάτι, τότε σπέυδουν στόν παπᾶ γιά νά
τό συνδράμει, κι ὅταν ἕνα μέλλος τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας -ἐκτός τοῦ ἱερέα- πράξει κάτι, τότε ὅλοι στέκονται μέ σκληρότητα ἀπέναντί του δίχως νά προσφέρουν τή συνδρομή καί τή
βοήθειά τους; Ἀλήθεια, γιατί ὁ παπᾶς δικαιοῦται νά ἔχει πιστούς
στήν
ἐνοριακή οἰκογένεια ἁμαρτωλούς καί πεπτωκότες καί δέν δικαιοῦται ἕνα μέλλος τῆς κατά σάρκα οἰκογενείας του νά μήν πράξει κάποιο ἀτόπημα; Κάι γιά νά
γίνω πιό σαφής, λέω τό ἑξῆς: τότε ποῦ εἶναι ἡ συναντίληψη, ἡ συμβολή καί ἡ φιλία τῶν ἐνοριτῶν
του;
Ἕνας οἰκογενειάρχης παπᾶς, καί μάλιστα παπᾶς στήν ἐπαρχία
ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίσει πολλά καί ποικίλα προβλήματα.
Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ κοινωνική του
ἐπιφάνεια, πού προκαλεῖ. Γιατί μέ τό νά μήν ἐπιδίδεται ὁ ἱερέας στήν ἀνοιχτή κοσμική ζωή, προκαλεῖ ὅτι φέρει συμπτώματα ἀγγελισμοῦ, ὅτι τάχα δέν καταδέχεται τούς συναθρώπους του
στό καφενεῖο ἤ τήν καφετερία, στήν ταβέρνα καί τίς συνεστιάσεις, πράγμα ἐντελῶς ἄτοπο.Ἐπειδή πάντοτε ἦταν -ἐπίτηδες δέν ἀναφέρω τόν ἐνεστῶτα χρόνο, γιατί τά πράγματα σήμερα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ καί τίς περισσότερες φορές τά λόγια καί οἱ κινήσεις τοῦ κληρικοῦ παρερμηνεύονται ἤ παρεξηγοῦνται- παρών σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ κοινωνικοῦ καί θρησκευτικοῦ γίγνεσθαι τῆς ἐνορίας του
ἤ τοῦ τόπου του.
Ὅμως ἐπειδή δέν ἐπιθυμεῖ νά σκανδαλίσει γι᾿ αὐτό καί ἀποφεύγει, ἀρκούμενος σ᾿ ἔνα φιλικό χαιρετισμό καί μιά δικαιολογία ὅτι εἶναι ἀπασχολημένος.
Ἕνα ἄλλο βασικό ἐπίσης πρόβλημα πού ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίσει ὁ οἰκογενειάρχης ἱερέας εἶναι τό οἰκονομικό. Μάλιστα, πολλές φορές, αὐτό τό πρόβλημα τόν ἀπασχολεῖ, γιατί ξέρει πώς ὅλα τά μάτια τοῦ κόσμου εἶναι στραμμένα ἐπάνω του.
Γιατί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού τόν κατηγοροῦν ὅτι χρηματίζεται, ὅτι πλουτίζει κ.ἄ. πολλά. Φυσικά ἐδῶ ἰσχύει ἐκεῖνο πού ἀναφέρει ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης, ἔνα παπαδοπαίδι δηλαδή, σέ διήγημά του
"Ὁ κόσμος ξιππάζεται, εἶπε ὁ παπα-Θοδωρῆς στόν συνεφημέριό του,
τόν παπα-Κυριάκο, ἅμα μᾶς ἰδῆ μιά καλή μέρα νά πάρουμε τίποτε λειτουργιές, καί δέν συλλογίζεται πόσες ἑβδομάδες καί μῆνες παρέρχονται ἄγονοι".[5] Καί μήπως τά παραπάνω λόγια δέν ἔχουν τό εἰδικό τους
βάρος στά χρόνια μας;
Ὅσοι ἐπιχειρήσουν μιά διερεύνηση σέ πολλά, ἀσφαλῶς, θά ώφεληθοῦν. Φυσικά ὑπάρχουν καί τά παρέκτροπα ἀσυνείδητων -ἀρρώστων κληρικῶν πού ἐπιμένουν νά γίνουν κληρικοί καριέρας καί καθαρά ἐπαγγελματίες. Ὡστόσο κι αὐτό ἀκόμα πρέπει νά τό δοῦμε μέσα στό πλαίσιο τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς καί ἀρωγῆς πού παράσχει ὠς ἱατρεῖο ἡ Ἐκκλησία[6], στά πρόσωπα ἐκεῖνα, κληρικῶν καί λαϊκῶν πού πάσχουν. Γιατί ἄρρωστα ἄτομα εἶν᾿ ὅλοι ἐκεῖνοι πού μέ διχασμένο τόν ἑαυτό τους
ἀπό τή μιά προσποιοῦνται πώς εἶναι ποιμένες κι ἀπό τήν ἄλλη γίνονται τέλειοι ἐπαγγελματίες.
Στήν τριαντάχρονη θητεία τοῦ ὑπογράφοντος αὐτό τό κείμενο, πολλά ἦταν ἐκεῖνα πού τόν δίδαξαν πῶς δεῖ πορεύεσθαι. Γιατί στά χρόνια μας, ὅπου καί νά βρεθεῖ ὁ παπᾶς πάντα ἐνοχλεῖ. Στό τραπέζι, πού τυχόν θὰ κληθεῖ, θά ἔχουν νά ποῦν ὅτι ὁ παπᾶς ἔφαγε τό περισσότερο· στό καφενεῖο ὅτι δέν ἔχει δουλειά νά κάμει καί ἀργοσχολεῖ· στίς παρέες, ὅπουδήποτε, κάποιος θά βρεῖ τήν εὐκαιρία νά πεῖ προκλητικά κάτι πού θά τόν πικράνει. "Τί τό τσαπί βαρᾶς παπᾶ καί κουράστηκες;"· ἤ, ὅπως εἶπε κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας σέ ἀπλό χωρικό παπᾶ μέ περισσή εἰρωνία: "Καϋμένε, τί κάνετε ἐκεῖ! Τραγουδᾶτε μιά ὥρα τό πρωΐ καί μιά ὥρα τό βράδυ...!" Ἀλήθεια, τραγουδᾶμε· σωστά τό εἶπε. Μόνο δέν εἶχε ὑπόψιν του
κάποιον πού καταλάβαινε ὅσο κανένας τόν κλῆρο: τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος, Θεός σχωρέστον, μᾶς δίδαξε νά τραγουδᾶμε, καί, μάλιστα, πολύ καλά, τά "Τραγούδια τοῦ Θεοῦ".
Ἀκόμα περισσότερο ὅταν ὑπάρχει οἰκογένεια. Αὐτή δέχεται ὅλα τά ἀρνητικά καί χλευαστικά σχόλια σέ σημεῖο ἀπογοήτευσης. Γιατί ἀρέσκονται οἱ περισσότεροι νά παρακολουθοῦν τή ζωή τοῦ ἱερέα καί νά τήν κρίνουν μέ αὐστηρότητα, πολλές φορές ἄδικη. Γιατί ὅ,τι καί νά πεῖ ὁ παπᾶς, τίς περισσότερες φορές παρερμηνεύεται
καί μάλιστα ἄσπλαχνα. Καί πολλές φορές ὁ ἴδιος, ὠς ἄνθρωπος κι ὡς οἰκογενειαάρχης, ἔχει τά προβλήματά του,
τίς ἔγνοιες του, τίς ὁποῖες ἐκείνη τή στιγμή δέν τοῦ εἶναι δυνατό νά ξεπεράσει. Ἔτσι, ἀντί νά προσπαθήσουν οἱ ἐπικριτές νά δοῦν τίς πληγές πού φέρει κι αὐτός ὁ συνάνθρωπός τους,
στέκουν ἀπέναντί του
καί τόν λιθοβολοῦν μέ λόγια καί συμπεριφορές ἀταίριαστες. Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά παιδιά του,
τά ὁποῖα πολλές φορές διερωτῶνται σέ τί ἔφταιξαν καί λοιδωροῦν τόν πατέρα τους,
ἀλλά καί τά ἴδια. Γιατί δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού τόν βλέπουν τόν πατέρα τους
στό σπίτι σιωπηλό, προβληματισμένο, χωνεμένο μέσα στή στάχτη τῆς ἀπογοήτευσης, κουρασμένο καί ἱδρωμένο ἐνῶ εἶναι ἐλάχιστες οἱ φορές πού τόν συναντοῦν ἰκανοποιημένο καί εὐτυχῆ. Ἐπειδή δέν εἶναι εὔκολο νά "ἄρχεις ψυχῶν" καί νά μήν συγκρούεσαι,τόσο μέ τό ποίμνιο ὅσο καί μέ τήν ἴδια τήν οἰκογένεια γιά πολλά. Ὄπως π.χ. γιατί δέν ἦλθε στήν καθορισμένη του
ὤρα στό ἐσπερινό ἤ γιατί παραμέλησε νά πάει στό σχολεῖο νά ρωτήσει γιά τίς ἐπιδόσεις τῶν παιδιῶν. Αὐτές οἱ μικρές "βλάβες" πού φαίνονται τιποτένιες κρύβουν μέσα τους ἔνα ὁπλοστάσιο ἐντάσεων καί πικριῶν, πού δέν ξεπερνιέται εὔκολα.
Αὐτός πού ἔγραψε μέ πόνο ψυχῆς τά παραπάνω, δέν τό ἔκαμε γιά νά ἐκφράσει παράπονα ἤ νά κατηγορήσει κάποιους. Γιατί γνωρίζει καλά ὅτι ἀπό τήν ὥρα πού βίωσε τό γεγονός τῆς ἱερωσύνης ὡς διακονίας, μέχρι πού ντύθηκε τό σχῆμα, ἀλλά καί μέχρι νά κλείσει τά μάτια (καί μετά βέβαια, γιατί γιά τούς παπάδες τά σχόλια δέν παύουν ποτέ), αὐτό πού θά τόν ἀκολουθεῖ καί θ᾿ ἀκούγεται μέσα του ὡσάν τήν ἑσπερινή καμπάνα πού γλυκαίνει τό ἀπόβραδο, εἶναι τά λόγια Ἐκείνου, πού λοιδωρήθηκε, συκοφαντήθηκε, ὑπέφερε, γελειοποιήθηκε δίχως νά δώσει ἀφορμή (ἐμεῖς, κακά τά ψέμματα, ὅλο καί κάτι δίνουμε). "'Εν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἔχετε... ἀλλά θαρσεῖτε..." (Ἰω.
16. 33).
Κρατοῦμε ὠς σκυτάλη τό θάρρος πού μᾶς δίνει ἡ Παρουσία Του
στήν σχεδόν καθημερινή "κλάση τοῦ Ἄρτου" τῆς Εὐχαριστίας καί προχωροῦμε ἐλπίζοντας. Ξέρουμε πώς εἴμαστε οἱ ἀποσυνάγωγοι (πρβλ.
Ἰω. 16, 1) καί δέν τό ἀποποιούμεθα. Γιατί τό προεῖπε Ἐκεῖνος πού μᾶς χαρακτήρισε, τιμώντας μας,
"φίλους" (Ἰω. 15, 14).Καί δέν πῆρε τό λόγο Του πίσω.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Σκόπελος
[1]
π. Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη, Ἐνορία καί Μονή στήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση,
Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993, σελ. 52.
[2] Γιά τούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τόν δρόμο τῆς ἀγαμίας, ὁ ΙΓ' Κανόνας τῆς Στ΄ ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου άναφέρει: "Πρός κρείττονα βιοτήν προάγοντες τούς τῆς Ἐκκλησίας τροφίμους, οἱ θεῖοι Πατέρες, παρακελεύονται, πάντῃ ἀποδιίστασθαι τούς ἀρχιερεῖς, μετά τήν χειροτονίαν, τῶν ἰδίων γαμετῶν". Γ.Α.Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων... τ. Β΄, σελ. 332 εἰς π. Εὐαγγέλου Παχυγιαννάκη, μν. ἔργ. σελ. 52
[3] Στό νοῦ μου ἔρχεται ἐκείνη ἡ πολύ συμβολική εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου Μοναχοῦ, τόν ὁποῖο σύν τοῖς ἄλλοις τοξεύουν τά πάθη πού ἐξαπολύει ὁ ἐχθρός-διάβολος. Γι᾿ αὐτό θεώρησα σωστό νά ἐπιγράψω τό κείμενό μου ὅπως ἔχει, γιά νά καταδείξω πώς κι ὁ ἔγγαμος, ἐσταυρωμένος εἶναι κι αὐτὸς καί, μάλιστα, πολεμούμενος ἀδυσώπητα, ὅπως θά πῶ στή συνέχεια.
[4] Ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι ὡς ἔγγαμος καταννοῶ, συμμερίζομαι καί προσβλέπω μέ συμπάθεια στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν ἀγάμων, γιατί εἶναι πράγματι ἀληθεῖς ἀθληταί μέσα σέ μιά κοινωνία σαρκολατρείας, εὐδαιμονισμοῦ καί ἀχαριστίας. Καί δέν εἶμαι ὁ μόνος.
[5] Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἐξοχική Λαμπρή, Ἅπαντα, τ. 2, ἐπιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος,
Ἀθήνα 1982, σελ. 133
[6]
βλ. τόν Οἶκο τοῦ Συναξαρίου τοῦ ὄρθρου τῆς Πέμπτης τοῦ Μεγάλου Κανόνος
"Τό
τοῦ Χριστοῦ ἰατρεῖον βλέπων ἀνεωγμένον, καί τήν ἐκ τούτου τῷ Ἀδάμ πηγάζουσαν
ὑγείαν, ἔπαθεν, ἐπλήγη ὁ διάβολος...."
No comments:
Post a Comment