Ἐπισκεπτόμενος σχεδὸν καθημερινὰ ἐδῶ καὶ σαρανταένα χρόνια ἱερατικῆς διακονίας τὴν εὐκατάνυκτη καὶ γλυκύτατη ἱ. Ἀκολουθία τῆς Θ. Μεταλήψεως, ἔχω τὴν ἐντύπωση, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἐπισυνάπτω στὸ Ἀπόδειπνο, ὅτι κάτι καινούριο ἀνακαλύπτω, ποὺ μὲ ψυχωφελεὶ καὶ ἐξάπαντος μὲ προετοιμάζει τόσο γιὰ τὴν αὐριανὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅσο καὶ γιὰ συμμετοχή μου στὰ οὐράνια καὶ φρικτὰ τοῦ Χριστοῦ μου μυστήρια, ὅπως «τοῦ θείου Του
Δείπνου καὶ
μυστικοῦ
κοινωνὸς
γενέσθαι». Κι αὐτὴ ἡ ἔμπειρία, πιστεύω, ὅτι ἀπομένει καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὁριακὴ γραμμή, ἡ ὁποία σὲ διαχωρίζει ἀπὸ τὸν κόσμο, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: «Ὁ τῶν Χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστί, καὶ διαγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα
τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου
τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα· ἄλλο τί εἰσίν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσίν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις
μεταξὺ
τούτων κακείνων». Γι’
αὐτό,
σύμφωνα μὲ τὴν ἀκόλουθη ὁδηγία τῆς ἀρχῆς τῆς θείας Μεταλήψεως, «Μέλλων προσελθεῖν τοῖς ἀχράντοις
Μυστηρίοις ...λέγε μετὰ
κατανύξεως τὸν
παρόντα Κανόνα...».
Κι ὁ Κανόνας, πρέπει νὰ ξέρουμε, πὼς εἶναι ἡ ραχοκοκαλιὰ τῆς ὅλης ἀκολουθίας, ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἰσάγῃ τὸν πιστὸ στὴν εὐλογημένη κατάνυξη, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Νηπτικοὺς «πρὸς ἔρωτα Θεοῦ πτεροῖ τὴν ψυχήν». Τὸν προετοιμάζει, δηλαδή, ὥστε μὲ περισυλλογή, ἐγκράτεια καὶ ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ εἶναι του, νὰ εὐθυγραμμιστεῖ πλήρως μὲ ὅσα ὁ Κανόνας, αὐτὸς ὁ νοητὸς διδάσκαλος, τὸν συμβουλεύει: «Βεβηλωθεὶς ἔργοις ἀτόποις ὁ δείλαιος ἀνάξιος ὑπάρχω, Χριστὲ τῆς μετουσίας, ἥς μὲ ἀξίωσον... γένοιτο
ὁ ἄνθραξ τοῦ σοῦ Σώματος, εἰς φωτισμὸν τῷ ἐσκοτισμένῳ ἐμοί... Νοῦν καὶ καρδίαν ἁγίασον, Σῶτερ καὶ τὸ σῶμα μου...». Εἶναι δὲ ὀρθὸ ὅπως ἡ πρετοιμασία αὐτὴ γίνει μὲ πειθαρχημένη καὶ προσεγμένη τακτοποίηση τοῦ σπηλαίου τῆς ψυχῆς, ὅπου κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη Νηπτικὴ διδασκαλία ἑδρεύουν «οἱ λησταὶ λογισμοί», γι᾿ αὐτὸ καὶ προαπαιτεῖται τὸ Μυστήριο τῆς ἱ. Ἐξομολογήσεως, ποὺ εἶναι «[τὸ] Μυστήριο
τῆς
συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τῆς ἐπιστροφῆς σ᾿ αὐτή...» (π. Ἀλ. Σμέμαν).
Ὅμως, ἄν δοῦμε τὰ πράγματα πιὸ προσεχτικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἡ Α.Θ.Μ. (Ἀκολουθία Θείας Μεταλήψως) δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἐκτενὴς προσευχή, ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ νὰ προτρέψει τὸν πιστὸ νὰ κατανοήσει εὐχερῶς πώς νὰ «βαδίσει
πρὸς θεία
Κοινωνίαν». Νὰ βιώσει, δηλαδή, ὅ,τι γιὰ τοὺς συνειδητὰ πιστοὺς εἶναι σωτήριος «χαρά, ὑγεία
καὶ εὐφροσύνη», ἀντίθετα μὲ τοὺς ἀναξίους πού γίνεται «πῦρ
φλέγον». Γι᾿ αὐτὸ καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ τὴ θεία Κοινωνία καταθέτουμε τὴν εἰλικρινῆ καὶ βαθύτατα ἔντιμη ὁμολογία μας: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι Σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ...».
Καὶ νομίζω ὄτι αὐτὴ ἡ ἐγκάρδια ὁμολογία εἶναι ἀδιαμφισβήτητα τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει τὴ θύρα εἰσόδου στὸ Ὑπερῶον, ὅπου τελεῖται «ὁ Δεῖπνος Του ὁ Μυστικὸς εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν μας καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον».
π. K.N. Kαλλιανός
No comments:
Post a Comment